Την ενοχή του βασικού κατηγορούμενου για την ανθρωποκτονία του 70χρονου Παντελή Δουρουντάκη στα Σφακιά τον Μάρτιο του 2018 πρότεινε ο εισαγγελέας στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο του Ρεθύμνου, όπου συνεχίζεται η διαδικασία για την πολύκροτη υπόθεση.
Ο εισαγγελέας υποστήριξε πως τα όσα υποστηρίζει ο κατηγορούμενος, ότι δηλαδή ήταν σε άμυνα και πυροβόλησε το θύμα, αφού εκείνος πρώτος είχε πυροβολήσει εναντίον του και φοβήθηκε, δεν αποδεικνύονται από την δικογραφία και αποτελούν μόνο δικά του λεγόμενα. Ωστόσο, πρότεινε την απαλλαγή του για την κατηγορία της περιύβρισης νεκρού, καθώς, όπως είπε, αυτό δεν ήταν ο σκοπός του κατηγορουμένου από τα Σφακιά και πως το ότι έθαψε τον νεκρό με το όχημα του ήταν στο πλαίσιο της προσπάθειας του να αποκρύψει τα στοιχεία γύρω από την ανθρωποκτονία. Σε ό,τι αφορά τους δύο άλλους κατηγορουμένους, τον αδερφό του δράστη και τον ιδιοκτήτη της μάντρας, όπου βρέθηκε θαμμένος ο νεκρός, ο εισαγγελέας πρότεινε την απαλλαγή τους από τις κατηγορίες της περιύβρισης νεκρού, αλλά και της υπόθαλψης εγκληματία, καθώς σύμφωνα με τον ίδιο δεν αποδεικνύεται από τη δικογραφία.
Πάντως, ο εισαγγελέας αναφέρθηκε και στην κουλτούρα που επικρατεί σε περιοχές της Κρήτης, λέγοντας πως «τόσα χρόνια που βρίσκομαι εδώ, κάθε δίκη ανθρωποκτονίας με εκπλήσσει και περισσότερο. Στις περισσότερες ανθρωποκτονίες, όλα ξεκινούν από ένα φράγμα ή από ένα πρόβατο», ενώ αναφερόμενος στην συγκεκριμένη υπόθεση είπε πως υπάρχουν αναφορές που έγιναν στην δίκη που δεν αντέχουν στην κοινή λογική, τονίζοντας πως όλες οι πλευρές δήλωσαν πως προ του φόνου οι σχέσεις δράστη και θύματος ήταν άψογες. «Πως γίνεται από καλές σχέσεις να φτάνουμε σε δολοφονία; Μόνο στην Κρήτη συμβαίνει αυτό»…
Νωρίτερα, είχαν απολογηθεί οι τρεις κατηγορούμενοι. Ο καθ’ ομολογία δράστης ξεκίνησε λέγοντας: «Ντρέπομαι για όσα ακολούθησαν τον πυροβολισμό», εννοώντας την μεταφορά του πτώματος με το όχημα του και το θάψιμο του σε λάκκο της μάντρας όπου βρέθηκε το θύμα. «Ντρέπομαι και το δικαστήριο και την οικογένεια του και ζητάω συγνώμη», είπε για να πάρει απάντηση από τη γυναίκα του θύματος, πως δεν δέχεται τη συγνώμη του.
Ο κατηγορούμενος υποστήριξε ότι ουδέποτε είχε προβλήματα στις σχέσεις του με τον Παντελή Δουρουντάκη και πως εκείνος ουδέποτε του είχε πει πως είχε ιδιοκτησία δίπλα στο λατομείο του στα Σφακιά. Αναφέρθηκε στην ημέρα της δολοφονίας ως «καταραμένη μέρα», οπότε «όλα ξεκίνησαν», περιέγραψε ότι ο αδερφός του τον ενημέρωσε πως το θύμα από το πρωί είχε πάει στο λατομείο και είχε ζητήσει να του δώσουν ένα κοντέινερ που είχαν. Αργότερα, είπε, το θύμα πήγε και τοποθέτησε τέσσερις πασσάλους στο χώρο του λατομείου, τους οποίους ο ίδιος έβγαλε όταν επέστρεψε από το Ηράκλειο όπου βρισκόταν από το πρωί.
Το απόγευμα, είπε, ενώ βρισκόταν στο χώρο της επιχείρησης του πήγε το θύμα με άγριες διαθέσεις και βρίζοντας τον, του είπε πως θα τον σκοτώσει. Υποστήριξε ότι το θύμα έβγαλε το όπλο του και πυροβόλησε και πως εκείνο έπαθε εμπλοκή. Εκείνος, είπε, φοβήθηκε, πήρε την καραμπίνα και τον πυροβόλησε.
«Γιατί να μην του χαρίζαμε το κοντέινερ;», είπε σε μία στιγμή της απολογίας του, υποστηρίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο δεν θα είχε γίνει το κακό, ενώ μεταξύ άλλων υποστήριξε ότι «όταν ακούστηκε το μπαμ (εννοώντας το δικό του πυροβολισμό), του έλεγα μην πεθάνεις, θα σε πάω στο γιατρό και θα σωθείς…».
Αναφερόμενος στην απόφαση του να μεταφέρει το πτώμα του θύματος με το αυτοκίνητο του μέχρι τον Αλικιανό και τη μάντρα του τρίτου κατηγορουμένου για να το θάψει σε λάκκο, όπου σωριάζονταν υλικά και μπάζα, ο ίδιος εμφανίστηκε μετανιωμένος, είπε πως εκείνη την ώρα θόλωσε και δεν ήξερε τι έκανε.
Υποστήριξε ακόμα πως το μυστικό, που κρατούσε για τρεις μήνες «δεν θα το έπαιρνα μαζί μου, θα το έλεγα», δεν το έκανε όμως, γιατί συμπλήρωσε πως «το προσπαθούσα, το αποφάσιζα, αλλά δεν είχα τη δύναμη να το πω».
Ο ίδιος τηλεφώνησε αμέσως μετά το έγκλημα στον αδερφό του, έχοντας πρώτα κρύψει όλα τα ενοχοποιητικά στοιχεία, καλύπτοντας με πριονίδι το σημείο του φόνου και έχοντας φορτώσει το όχημα με το θύμα σε τράκτορα. Δεν είπε στον αδερφό του τι είχε κάνει, όπως ούτε και τον τρίτο κατηγορούμενο, στον οποίο τηλεφώνησε, όπως είπε, το ίδιο βράδυ που έφτασε στα Χανιά για να συναντηθούν. Πήγε στη μάντρα του μόνος του, είπε, έριξε το όχημα και το θύμα στο λάκκο και το κάλυψε χωρίς ο τρίτος κατηγορούμενος να το γνωρίζει.
Ότι δεν γνώριζαν τίποτα γύρω από το έγκλημα και τις μετέπειτα ενέργειες του πρώτου κατηγορουμένου υποστήριξαν οι δύο άλλοι κατηγορούμενοι, οι οποίοι περιέγραψαν πως συναντήθηκαν με τον δράστη μετά το έγκλημα, αφού τους τηλεφώνησε.
Η δίκη διακόπηκε αργά το μεσημέρι και θα συνεχιστεί την 1η Νοεμβρίου με τις αγορεύσεις των δικηγόρων και πιθανότατα και την απόφαση.