Οι πληγές και οι λυγμοί του κόσμου·
(το ξέφρενο ποδοβολητό του Χάρου)
Βαρέθηκε, λέει, να ζει ανάμεσα στους ανθρώπους και στην οχλοβοή της πόλης· έτσι, ένα πρωινό πήρε αναμάσκαλα το φτωχό δισάκι του, αποχαιρέτησε τα δέντρα και τα πουλιά -τους μόνους φίλους του- έκανε το σταυρό του και ο γερό-μοναχός πήρε των αμαρτιών του, βγήκε έξω από την αμαρτωλή μεγάλη πολιτεία τσαλαβουτήχτηκε στα χωράφια, ανεβοκατέβηκε κατσάβραχα, γκρεμοτσακίστηκε σε τροχάλους, καταπληγιάστηκε, κονταροχτυπήθηκε με τα στοιχεία της φύσης, μέχρι που έφτασε στη μεγάλη έρημο. Βρήκε ένα μεγάλο γέρικο κάκτο, απολίθωμα κάποιου προϊστορικού αιώνα. Κούρνιασε στη ρίζα του. Ρίζωσε, και δώστου νηστείες και προσευχές, και δώστου μετάνοιες, «Κύριε ελέησον» και «Ήμαρτον» και τα παρόμοια. Πέρασαν χρόνια πολλά, ο γερό-μοναχός απόκτησε φήμη Αγίου, λείψανο πια, από τον απολιθωμένο κάκτο του, μια φούχτα κόκαλα, βούτηξε μέχρι το μεδούλι στην Αγιοσύνη. Η φήμη του απλώθηκε παντού. Διάφορες αποστολές κίνησαν να πάνε να δούνε και να προσκυνήσουνε τον νέο Άγιο του καιρού τους. Μα ως έφτασαν, τι να δουν; Ένα κατακαΐδι, ένα ολόμαυρο αλλόκοτο πλάσμα, μια αρμαθιά κόκαλα που σε κάθε κίνηση έτριζαν απαίσια.
Μπρουμούτιζε ο Άγιος κατάχαμα, κολλούσε τη μαύρη τρύπα που έχασκε από το στόμα του στη γης, μετά έβαζε αυτί… άκουγε! Άκουγε! Σηκωνόταν απάνω, βαρούσε τα στήθια, τα πλευρά, έβγαζε άναρθρες κραυγές, σήκωνε τα σκελετωμένα χέρια του προς τον ουρανό· και πάλι ξαναμπρουμούτιζε και πάλι ξανασηκωνόταν και πάλι τα ίδια και τα ίδια.
Πισωπερπάτησαν οι προσκυνητές φοβισμένοι. Σταυροκοπήθηκαν, αλλά σε λίγο όταν ξεθύμανε ο φόβος, η περιέργεια τους έκανε να πλησιάσουν περισσότερο. Τα περίεργα φτερνίσματα του Αγίου τους προβλημάτιζαν. Κάποιος νέος, περισσότερο τολμηρός από τους άλλους, ήλθε και στάθηκε πλάι του. Άνοιξε το στόμα να μιλήσει, μα ο Άγιος έβαλε το χέρι στο στόμα και πρόφερε σιγανά: «Σώπα άνθρωπε… σώπα». Σώπασε ο νέος, και παρακολουθούσε σιωπηλός τα καμώματα του Αγίου, μα η αυθάδεια της νιότης τον έκαμε να πει θαρρετά:
– Τι κάνεις αυτού, Πάτερ; Τι ακούς;
– Πάψε, παιδί μου· δεν ακούς εσύ τους λυγμούς του κόσμου; Δεν ακούς εσύ τους αναστεναγμούς του και τα αναφιλητά του;
Απόμεινε σύξυλος ο νέος. Σαν συνήλθε, ξάπλωσε κι αυτός καταγής, έβαλε αυτί και άκουσε… το ξέφρενο ποδοβολητό του Χάρου να οργώνει τη γης.
* Συγγραφέας