Σε πετροπέρδικα μικρή π’ εχάθη εις τη πάχνη, στέλνω το δάκρυ της αυγής στο νου μου να τη ψάχνει.
Έστρεψ’ οπίσω ο καιρός και πόνους δεν εβρήκε, ενός χα’ι’νη η γητειά στο τόπο τους αφήκε.
Και ξύπνησεν ο Διγενής απο κρυφό μεθύσι και πέμπει μου τσ’ Αρχάγγελους τ’ Αυγερινό να σβύσει.
Στο νου γροικώ τη μπαλωθιά, στο μπέτη μου απάνω…