Ας μιλήσουμε για οπισθόφυλλα βιβλίων. Κομμάτι σημαντικό της κάθε έκδοσης, που περισσότερο αφορά την πώληση παρά το περιεχόμενο, περιλαμβάνει μια σύνοψη της υπόθεσης και ενίοτε κάποιο κριτικό διθύραμβο. Απαιτεί μια ξεχωριστή ικανότητα ταυτόχρονης σύνθεσης και αφαίρεσης. Στην πραγματική ζωή αποτελεί ένα πάρεργο της έκδοσης, μια αγγαρεία για κάποιον -φαινομενικά- άτυχο υπάλληλο.
Το όνομα του Λεντς μού ήταν γνωστό. Είχα ακούσει αρκετά γι’ αυτόν, όχι αποθεωτικά αλλά δυνατά να μου προκαλέσουν το ενδιαφέρον. Μόλις αντίκρισα στο βιβλιοπωλείο το μυθιστόρημά του, “Ενός λεπτού σιγή”, το οποίο κυκλοφόρησε λίγο πριν τα Χριστούγεννα στα ελληνικά, το εξώφυλλο με ξένισε. Η πρώτη εικόνα ενός βιβλίου, ευτυχώς ή δυστυχώς, είναι το εξώφυλλό του. Iσως να έχουν δίκιο εκείνοι που πρεσβεύουν τη λιτή ομοιομορφία των προσόψεων για την αποφυγή εξαγωγής άσχετων με τη λογοτεχνία συμπερασμάτων, όμως, και όσο μια τέτοια τακτική δεν εφαρμόζεται, η εικόνα θα συνεχίσει να οδηγεί σε συμπεράσματα. Eτσι λοιπόν, μαγκωμένος από το εξώφυλλο το πήρα στα χέρια μου για να εξετάσω την υπόθεσή του, η οποία συνοπτικά είναι η εξής: ο αδύνατος έρωτας του νεαρού Κρίστιαν και της Στέλλας Πέτερσεν, καθηγήτριας του στα αγγλικά.
Είμαι σίγουρος πως ο συντάκτης του οπισθόφυλλου ούτε που θα μπορούσε να φανταστεί το συναίσθημα που θα μου προκαλούσε το μικρό σε έκταση κείμενό του: Ένα πείσμα, βασισμένο σε μια πεποίθηση -ισχυρή εντός μου- πως σπουδαίος είναι ο γραφιάς εκείνος που καταφέρνει να εμπλέξει συναισθηματικά τον αναγνώστη παρά το γεγονός πως εξακολουθεί να θεωρεί το θέμα του μυθιστορήματος παντελώς αδιάφορο λογοτεχνικά. Αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισα να διαβάσω το μυθιστόρημα του Λεντς: το λογοτεχνικά αδιάφορο θέμα του. Σας μπέρδεψα; Ας προσπαθήσω άλλη μία, λοιπόν. Ήθελα, από πείσμα, να δω αν ο Λεντς είναι τόσο σπουδαίος συγγραφέας ώστε να καταφέρει, καταπιανόμενος με ένα θέμα αδιάφορο να με γοητεύσει. Και τα κατάφερε.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του νεαρού Κρίστιαν, την ώρα που το φέρετρο με τη σορό της Στέλλας Πέτερσεν βρίσκεται στην αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου, μια αφήγηση με συνεχή πήγαινε-έλα στον χρόνο, ξεκινώντας από το ζεστό καλοκαίρι, τότε που ο έρωτάς τους γεννήθηκε, και καταλήγοντας στην επιμνημόσυνη τελετή, παρουσία των συναδέλφων και των μαθητών της Στέλλας, ανάμεσα στους οποίους στέκει συντετριμμένος ο Κρίστιαν, δίχως να μπορεί να αποκαλύψει σε κανέναν τα πραγματικά του συναισθήματα. Μια αφήγηση – ανασύσταση μνήμης, η ανάγκη για χρονικό πάγωμα και διατήρηση του παρελθόντος μακριά από τη λήθη.
Εκεί, στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, βρίσκεται η μαστοριά του Λεντς, ο οποίος, έχοντας απόλυτη εμπιστοσύνη στην πένα του, ενισχύει την αίσθηση παραληρήματος με τις συνεχείς αλλαγές στην απεύθυνση του λόγου του Κρίστιαν, ο οποίος, συγκλονισμένος καθώς είναι, αδυνατεί να αποδεχτεί το μοιραίο γεγονός της απώλειας της Στέλλας, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να μείνει σταθερός στην τριτοπρόσωπη απεύθυνση της αφήγησής του, αφήγηση που, σε πρώτο επίπεδο, σκοπό έχει την περιγραφή της τελετής και των συναισθημάτων του, σιωπηρά βιωμένων, καθώς αρνείται να εκφωνήσει τον επικήδειο λόγο εκ μέρους των μαθητών του σχολείου, όμως, τελικά, καταλήγει σε έναν μονόπλευρο μονόλογο προς τη νεκρή, διακοπτόμενο από τις λεπτομέρειες του τώρα. Eτσι, ο Λεντς μετατρέπει το παραλήρημα του νεαρού Κρίστιαν σε μια σφιχτή και λογοτεχνικά άρτια αφήγηση, εξόχως εγκεφαλική, δίχως να απολύει καθόλου τον συναισθηματισμό του αγνού και νεανικού πάθους του νεαρού για την ερωμένη του, εμπλέκοντας έτσι ολοκληρωτικά τον αναγνώστη στον ιστό του.
“Με δάκρυα στον τάφο σου καθόμαστε”, τραγούδησε η σχολική χορωδία στην αρχή του μνημόσυνου κι έπειτα ο κύριος Μπλοκ, ο διευθυντής μας, πλησίασε το βήμα που ήταν στολισμένο με στεφάνι. Περπατούσε αργά, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στην κατάμεστη αίθουσα τελετών· μόλις έφτασε στη φωτογραφία της Στέλλας, που ήταν τοποθετημένη σε μια ξύλινη βάση μπροστά από το βήμα, σταμάτησε, κορδώθηκε -ή τουλάχιστον έτσι φάνηκε- και υποκλίθηκε βαθιά.
Εκατσε πολλή ώρα σ’ αυτήν τη στάση, μπροστά στη φωτογραφία σου, Στέλλα, που τη διέτρεχε μια μαύρη κορδέλα, μια κορδέλα πένθους, μια κορδέλα μνήμης· όση ώρα ήταν σκυμμένος έψαχνα το πρόσωπό σου -είχες το ίδιο εκείνο συγκαταβατικό χαμόγελο που εμείς, οι μεγαλύτεροι μαθητές, το γνωρίζαμε από το μάθημα των αγγλικών.