Ένα μεγάλο ερώτημα που προκύπτει είναι πώς οι διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων ενσωματώνουν περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς και παράγοντες διακυβέρνησης (ESG) στις επενδυτικές τους πρακτικές.
H επένδυση ESG επικεντρώνεται σε διαφορετικές μη χρηματοοικονομικές διαστάσεις της απόδοσης μιας μετοχής (βλ. Κ Ζοπουνίδης, Μ. Εσκαντάρ κοινωνικά υπεύθυνη επένδυση, μέθοδοι και κριτήρια ESG, Εκδ. Κλειδάριθμος, 2022). Σχετίζεται συγκεκριμένα με τον αντίκτυπο της εταιρείας στο περιβάλλον, την κοινωνική διάσταση και τη διακυβέρνηση. Για κάθε διάσταση, συλλέγονται και αναλύονται πολλές πληροφορίες σχετικά με τις πρακτικές και τις πολιτικές της επιχείρησης. Η ανάλυση χρησιμοποιείται από έναν διαχειριστή χαρτοφυλακίου για την κατασκευή ενός διαφοροποιημένου χαρτοφυλακίου. Αυτό συνήθως είναι δομημένο ώστε να πληροί τα ελάχιστα πρότυπα όσον αφορά τις τρεις διαστάσεις. Οι κύριες στρατηγικές ESG είναι ο αρνητικός έλεγχος (δηλαδή, εξαιρουμένων συγκεκριμένων εταιρειών ή βιομηχανιών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ESG), ο θετικός έλεγχος (δηλ. επικέντρωση σε συγκεκριμένους κλάδους που πληρούν τις προϋποθέσεις), η “best in class”επένδυση (βλ. Κ. Ζοπουνίδης, Α. Γαλαριώτης, Μ. Εσκαντάρ, ESG Investing, Ναυτεμπορική Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2021), ο ακτιβισμός ( υποβολή αναφορών και ψηφοφορία στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων) και δέσμευση (συνάντηση με το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας και προσπάθεια να πειστούν να εφαρμόσουν καλύτερα στο ESG).
Η λογιστική για το ESG στην επενδυτική διαδικασία έχει χαρακτηριστεί ως (κοινωνικά) υπεύθυνη επένδυση (ΚΥΕ) (Johnsen 2003· Eccles and Viviers 2011). Ωστόσο, δεν φαίνεται να υπάρχει συναίνεση σχετικά με το τι ακριβώς σημαίνει ο όρος ΚΥΕ για τους επενδυτές (Berry and Junkus 2013). Πολλές ακαδημαϊκές μελέτες επικεντρώνονται στον αντίκτυπο της ΚΥΕ στη χρηματοοικονομική απόδοση, παρά στην ακριβή έννοια της ΚΥΕ. Οι Capelle-Blancard & Monjon (2012) βρίσκουν ότι το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιογραφίας ΚΥΕ συμπεραίνει ότι ο αντίκτυπος στη χρηματοοικονομική απόδοση είναι περιορισμένος και όχι στατιστικά σημαντικός. Πιο πρόσφατες μελέτες, π.χ., Humphrey & Tan (2014), επιβεβαιώνουν αυτό το συμπέρασμα. Οι Capelle-Blancard & Monjon αναφέρουν ότι οι περισσότερες μελέτες για το ΚΥΕ επικεντρώνονται στη χρηματοοικονομική απόδοση ενώ χρησιμοποιούν περίπου τις ίδιες μεθόδους που αποφέρουν παρόμοια αποτελέσματα. Φαίνεται ότι δίνεται υπερβολική προσοχή στις χρηματοοικονομικές επιδόσεις, ενώ φαίνεται ότι απαιτείται περισσότερη έρευνα σε εννοιολογικό και θεωρητικό έδαφος, ιδίως στις φιλοδοξίες των επενδυτών ΚΥΕ, τη σχέση μεταξύ κανονισμών και ΚΥΕ, καθώς και την αξιολόγηση των μη χρηματοοικονομικών επιδόσεων.
Ενσωμάτωση ESG
Το Eurosif (2014) ορίζει την ενσωμάτωση ESG ως «…. τη ρητή συμπερίληψη από τους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων, κινδύνων και ευκαιριών ESG στην παραδοσιακή χρηματοοικονομική ανάλυση και επενδυτικές αποφάσεις που βασίζονται σε μια συστηματική διαδικασία και κατάλληλες ερευνητικές πηγές….». Το Eurosif χωρίζει τις δραστηριότητες που εκτελούνται από τους διαχειριστές περιουσιακών στοιχείων σε τρεις κατηγορίες:
Κατηγορία 1 (“μη συστηματική Ενσωμάτωση ESG”): Έρευνες και αναλύσεις ESG που διατίθενται σε αναλυτές και διαχειριστές κεφαλαίων.
Κατηγορία 2: Συστηματική εξέταση/συμπερίληψη έρευνας/αναλύσεων ESG σε χρηματοοικονομικές αξιολογήσεις από αναλυτές και διαχειριστές κεφαλαίων.
Κατηγορία 3: Υποχρεωτικοί επενδυτικοί περιορισμοί με βάση τις χρηματοοικονομικές αξιολογήσεις που προέρχονται από έρευνες/αναλύσεις ESG.
Το Eurosif θεωρεί ότι μόνο οι κατηγορίες 2 και 3 συνάδουν με τον ορισμό της.
Η ενσωμάτωση παραγόντων ESG στις επενδυτικές στρατηγικές έχει γίνει μια ξεχωριστή υπηρεσία για πολλούς παρόχους επενδυτικών υπηρεσιών. Η επένδυση ESG είναι μια προσέγγιση που εστιάζει σε πολλές μη χρηματοοικονομικές διαστάσεις της απόδοσης μιας μετοχής, συμπεριλαμβανομένου του αντίκτυπου της εταιρείας στο περιβάλλον, μιας κοινωνικής διάστασης και της διακυβέρνησης. Η επένδυση ESG βασίζεται στην πεποίθηση ότι τόσο οι επενδυτές όσο και η κοινωνία επωφελούνται από τη συμπερίληψη πληροφοριών ESG. Αυτή η αισιόδοξη άποψη εκφράζεται πολύ καλά στον Shiller (2013), ο οποίος συζητά το σημαντικό ρόλο των χρηματοπιστωτικών αγορών στην υποστήριξη πολλών δραστηριοτήτων στην κοινωνία. Από αυτή την άποψη, η καινοτομία στα χρηματοοικονομικά είναι απαραίτητη για να συμβαδίζει με τις αλλαγές στην κοινωνία η οποία τις απαιτεί.
Η ενσωμάτωση ESG δυνητικά προσθέτει μια περιττή επιβάρυνση στην επενδυτική διαδικασία επιβάλλοντας δαπανηρούς περιορισμούς. Οι Kempf & Osthof (2008) βρίσκουν πράγματι ότι τα αμοιβαία κεφάλαια που συμμετέχουν σε επενδύσεις ESG χρεώνουν υψηλότερους δείκτες εξόδων. Άλλοι συγγραφείς τονίζουν ότι οι πληροφορίες ESG παρέχουν θετικό όφελος παρέχοντας ανώτερες χρηματοοικονομικές αποδόσεις. Για παράδειγμα, οι Derwall et al. (2005) διαπιστώνουν ότι τα χαρτοφυλάκια μετοχών με υψηλές βαθμολογίες στην οικολογική απόδοση (η παραγόμενη προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα παραγόμενα απόβλητα) έχουν υψηλότερες αποδόσεις προσαρμοσμένες στον κίνδυνο από τα χαρτοφυλάκια με χαμηλές βαθμολογίες στην οικολογική απόδοση. Ο Edmans (2011), σε μια μελέτη με τις εκατό καλύτερες επιχειρήσεις σε συνθήκες εργασίας στην Αμερική, αναφέρει ότι η υψηλή ικανοποίηση των εργαζομένων πρέπει να συσχετιστεί με θετικές αποδόσεις προσαρμοσμένες στον κίνδυνο σε στατιστικά σημαντικό επίπεδο. Ωστόσο, κατά την ανασκόπηση της εμπειρικής βιβλιογραφίας σχετικά με την απόδοση των επενδύσεων ΚΥΕ, η επικρατούσα αντίληψη είναι ότι οι κοινωνικά υπεύθυνες επενδύσεις δεν αποφέρουν σημαντικές θετικές αποδόσεις προσαρμοσμένες στον κίνδυνο (Galema et al. 2008, Renneboog et al., 2008). Υπάρχουν ακόμη στοιχεία ότι η επένδυση σε «ανεύθυνες» μετοχές (όπως οι κλάδοι του καπνός, του αλκοόλ και τω τυχερών παιχνιδιών) μπορεί να οδηγήσει σε μη χρηματοοικονομικές αποδόσεις (Hong & Kacperczyck 2009).
Διαχείριση «ενεργής» και ESG επένδυσης
Φαίνεται δίκαιο να ειπωθεί ότι η επένδυση ESG φέρει μια μεγάλη υπόσχεση, ακόμη μεγαλύτερη από την υπόσχεση που υπονοούνταν κάποτε στην «ενεργή» επένδυση. Η «ενεργή» επένδυση είναι μια επενδυτική στρατηγική που αποσκοπεί στην υπέρβαση του δείκτη της αγοράς προσαρμοσμένη στον κίνδυνο. Ως στρατηγική, περιλαμβάνει τη θεμελιώδη ανάλυση με τους Graham & Dodd (1934) ως υποστηρικτές και την τεχνική ανάλυση με πρώιμες ρίζες στον Charles Dow. Ενώ η «ενεργή» επένδυση συνεπάγεται μόνο μια προσδοκία θετικών αποδόσεων προσαρμοσμένων στον κίνδυνο, η επένδυση ESG υπόσχεται επιπλέον έναν καλύτερο κόσμο. Σε μια έρευνα μεταξύ χρηματοοικονομικών αναλυτών, οι Chugh & Meador (1984) βρήκαν ενδείξεις σχετικά με το τι μπορεί να είναι σημαντικό στην κλασική επένδυση. Διαπιστώνουν ότι οι αναλυτές δίνουν μεγάλη έμφαση στη μακροπρόθεσμη οικονομική και χρηματοοικονομική απόδοση μιας εταιρείας, ενώ προτιμούν τις πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένες μετοχές έναντι των γενικών οικονομικών προοπτικών. Αποδίδουν επίσης υψηλή αξία στην ποιότητα της διαχείρισης και στην ποιότητα του στρατηγικού σχεδιασμού.
Φαίνεται πολύ εύλογο να υποστηρίξουμε ότι η ποιότητα της διαχείρισης σχετίζεται στενά με την εταιρική διακυβέρνηση. Επιπλέον, η αντιμετώπιση των συμφερόντων των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ομάδων απαιτεί πολύ καλό στρατηγικό σχεδιασμό. Ωστόσο, το πιο πειστικό επιχείρημα είναι ότι η πλειονότητα των επενδυτών ESG πιστεύει ότι ξεπερνά την «παθητική» επένδυση. Αν και η επένδυση ESG δίνει μεγάλη έμφαση στις μη χρηματοοικονομικές διαστάσεις της εταιρικής απόδοσης, στην πραγματικότητα, παρέχει μια νέα δυνατότητα επιλογής μετοχών.