Σημαντική αύξηση των κρίσεων πανικού κατά 20 – 25% διαπιστώνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, ο αν. καθ. Ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Πέτρος Σκαπινάκης, ο οποίος μίλησε στο Πρακτορείο FM, στην εκπομπή 104,9 “Μυστικά Υγείας” της Τάνιας Μαντουβάλου.
«Η κρίση πανικού είναι ένα αρκετά συχνό φαινόμενο. Από μελέτες τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, μπορεί να συμβεί στον οποιοδήποτε μία φορά στη ζωή του, ακόμα και στο 5-6% του πληθυσμού», αναφέρει κ. Σκαπινάκης, εξηγώντας ότι «επειδή σχετίζεται πολύ με γεγονότα που συμβαίνουν γύρω μας και με το γενικότερο στρες που υπάρχει, οι κρίσεις πανικού είναι κάτι που περιμένουμε να έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Ισως να έχουμε μία αύξηση της τάξης του 20 – 25% των κρίσεων πανικού. Υπάρχει μία τάση όσο αυξάνεται το γενικότερο στρεσογόνο περιβάλλον. Η πρώτη μελέτη την οποία κάναμε ξεκίνησε το 2010. Στη συνέχεια έχουμε διάφορα δεδομένα που έρχονται από άλλες μελέτες που έχουν γίνει και το 2012 και το 2013».
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Οσον αφορά τη συμπτωματολογία ο κ. Σκαπινάκης σημειώνει: «Η κρίση πανικού είναι μία πολύ μεγάλη εκφόρτιση του αυτόνομου νευρικού συστήματος, του συμπαθητικού νευρικού συστήματος, όταν ο άνθρωπος εκτιμήσει ότι υπάρχει κάτι επικίνδυνο. Κάτι που μπορεί να απειλεί τη ζωή του, είτε πραγματικό, είτε φαντασιακό στο μυαλό του. Οταν γίνει κάτι τέτοιο πρέπει το σώμα μας να μας προετοιμάσει να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο, γι’ αυτό τον λόγο βλέπουμε μεγάλη αύξηση του καρδιακού ρυθμού, μεγάλη εφίδρωση, έντονο μυικό τρόμο, διότι προετοιμάζεται το σώμα μας να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο. Αίσθημα δυσφορίας, γιατί θέλουμε να πάρουμε πιο γρήγορη αναπνοή και πολύ συχνά έχουμε μία αίσθηση. ότι κάτι κακό θα συμβεί. Γι’ αυτό και συχνά οι άνθρωποι με κρίσεις πανικού, εμφανίζονται στα επείγοντα, θεωρώντας ότι έχουν μία καρδιοπάθεια ή ένα εγκεφαλικό».
Η ΚΡΙΣΗ ΠΑΝΙΚΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
Ωστόσο η αντιμετώπιση που προτείνει ο κ. Σκαπινάκης αφορά στην εκλογίκευση του φαινομένου: «Αν είναι πρώτη κρίση, τα επείγοντα δεν τα γλυτώνουμε. Αν έχουμε πάθει αρκετές κρίσεις και ξέρουμε τα συμπτώματα νομίζω ότι θα πρέπει να τα κατανοήσουμε και να μάθουμε να μη τα φοβόμαστε. Είναι καθαρά θέμα να μειώσουμε στο μυαλό μας την εκτίμηση του κινδύνου. Η διαδικασία της κρίσης πανικού δεν είναι παθολογική, είναι φυσιολογική διαδικασία που ακολουθεί ο οργανισμός, όταν θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος. Απλώς ο συναγερμός στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι ψευδής. Και πρέπει να κατανοήσουμε ότι τα συμπτώματα αυτά δεν είναι επικίνδυνα από μόνα τους, θα μπορέσουν να υφεθούν σε ένα διάστημα 20-30 λεπτών. Και αυτά τα λεπτά κάνουμε υπομονή. Δεν φοβόμαστε τα συμπτώματα. Ερμηνεύουμε κι εξηγούμε στον εαυτό μας, ότι είναι κάτι που έχουμε ξαναπάθει, την προηγούμενη φορά πέρασε μέσα σε 15 – 20 λεπτά, άρα και αυτή τη φορά θα συμβεί κάτι παρόμοιο. Αν οδηγούμε δεν σταματάμε να οδηγούμε. Συνεχίζουμε να κάνουμε αυτό που κάναμε, γιατί με αυτό τον τρόπο δείχνουμε στον εαυτό μας, ότι δεν φοβόμαστε. Αν περπατάμε, σε καμία περίπτωση δεν σταματάμε να περπατάμε. Εμείς πάντοτε προτείνουμε ότι ένας άνθρωπος με κρίση πανικού μπορεί να κάνει σχεδόν τα πάντα, απλώς τα κάνει με λίγο μεγαλύτερη δυσκολία».
ΑΛΛΟ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΠΑΝΙΚΟΥ
Κρίσιμος σύμφωνα με τον κ. Σκαπινάκη είναι ο διαχωρισμός της κρίσης πανικού από τη διαταραχή πανικού, που σημαίνει ότι κάποιος άνθρωπος αρχίζει και κάνει επανειλημμένα κρίσεις πανικού και στη συνέχεια αρχίζει στο μεσοδιάστημα και φοβάται μήπως ξαναπάθει μία κρίση και έτσι περιορίζει τη δραστηριότητα του. «Εμείς από τις έρευνες που έχουμε κάνει, είχαμε κάνει και μια μελέτη πανελλήνια, πριν από λίγα χρόνια σε ένα δείγμα 5.000 Ελλήνων, γενικά βλέπουμε να είναι σχετικά σταθερή η διαταραχή πανικού κοντά στο 1 – 1.5% Και απ’ αυτό το ποσοστό το μισό του πληθυσμού, έχει μια πιο σοβαρή ασθένεια, που προκαλεί αυτό που ονομάζουμε αγοραφοβία. Τα ποσοστά της διαταραχής πανικού είναι αρκετά σταθερά και το βλέπουμε και παγκοσμίως.
ΠΟΤΕ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΑΠΟΤΑΘΟΥΜΕ ΣΤΟΝ ΕΙΔΙΚΟ
«Οταν ένας άνθρωπος μέσα σε έναν μήνα κάνει 8 – 10 κρίσεις και στο μεσοδιάστημα θα έχει έντονο φόβο μήπως του ξανάρθει, είναι ένας άνθρωπος, που θα πρέπει να απευθυνθεί, είτε σε ένα ψυχίατρο, είτε σε ένα εξειδικευμένο κλινικό ψυχολόγο, για να μπορέσει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, με ψυχοθεραπεία, τη γνωστική συμπεριφορική, με την οποία προσπαθούμε να αλλάξουμε τον τρόπο, με τον οποίο εκτιμά ο άνθρωπος τον κίνδυνο, και να τον επαναδραστηριοποιήσουμε σε αυτά που αποφεύγει», λέει ο κ. Σκαπινάκης. Προσθέτει ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δίνονται και κάποιες φαρμακευτικές αγωγές ή γίνεται συνδυασμός ψυχοθεραπείας και φαρμακευτικής αγωγής.