Βρεθήκαµε και πάλι στο φιλόξενο σπίτι του κ. Γιώργου Καρεφυλάκη, ευδιάθετος και κοτσονάτος, παρά τα 94 χρόνια του, είχε έτοιµο το θέµα της κουβέντας µας.
– Κύριε ∆άσκαλε, σήµερα θα µιλήσουµε για παλιά επαγγέλµατα και ασχολίες στο χωριό και που σήµερα έχουν εξαφανιστεί εντελώς.
Ως γνωστόν τα επαγγέλµατα συνεχώς εξελίσσονται, άλλα παρουσιάζονται άλλα εξαφανίζονται, λόγω κυρίως της προόδου της τεχνολογίας. Πάντως όλα σκοπεύουν στην ικανοποίηση βασικών αναγκών του ανθρώπου και της κοινωνίας γενικότερα.
Η εποχή µας διαφέρει κατά πολύ, όσον αφορά τα επαγγέλµατα που υπήρχαν πριν και λίγο µετά τον πόλεµο. κι εδώ, όπως κάθε πόλεµος, είναι ένα τέλος και µια αρχή.
Παρακάτω παίρνει τον λόγο ο κ. Γιώργος και θυµίζει σε µας τους µεγαλύτερους πράγµατα που λίγο ζήσαµε, για δε τους νεότερους αναφέρει άγνωστες και ίσως ακατανόητες δράσεις για την σηµερινή εποχή.
• ΤΟ ΜΕΤΑΞΑΡΙΟ Η εκτροφή του µεταξοσκώληκα και η επεξεργασία του <<κουκουλιού >> ήταν µια πολύ διαδεδοµένη και επικερδής επιχείρηση σε όλα τα γύρω χωριά, για αυτό και καλλιεργούσαν και πολλές µουρνιές για την διατροφή του. Τον “ µεταξόσπορο “ τα αυγά δηλαδή του µεταξοσκώληκα είτε τα αγόραζαν από το ψιλικατζίδικο ή το µπακάλικο της περιοχής, µέσα σε µικρά κουτάκια, είτε τον “κρατούσαν” οι ίδιες οι οικογένειες από τα δικά τους κουκούλια.
Την Άνοιξη που ζέσταινε ο καιρός και άνοιγαν οι µουρνιές , “άνοιγαν”εκκολάπτονταν και τα αυγά του µεταξοσκώληκα και έβγαιναν µικρά µικρά σκουληκάκια και που η µόνη τους τροφή ήταν τα µουρνόφυλλα. Στην πορεία µεγάλωναν, ήθελαν περισσότερη τροφή και χώρο και σε πολλά σπίτια που είχαν έλλειψη χώρου “έστρωναν” το µεταξαριό ακόµα και στους “οντάδες” που τότε διέθεταν πολλά σπίτια.
Μετά από λίγο καιρό και ενώ όλοι έψαχναν για νέα µουρνόφυλλα , οι µεταξοσκώληκες σταµατούσαν να τρώνε και άρχιζαν να “πλέκουν” το κουκούλι τους.
Σε λίγο, άρχιζε η επεξεργασία του κουκουλιού για να πάρουν την µεταξωτή κλωστή.. Στο χωριό ήταν δυο εργαστήρια επεξεργασίας τους , του Καράκη και της Αλατζάς της Μαρίας και µετανιώνω που δεν τα είχα επισκεφτεί και έτσι δεν γνωρίζω τίποτα σχετικό.. Ξέρω όµως ότι το µετάξι το πουλούσαν ακριβά και το χρησιµοποιούσαν και σε ορισµένα καλά υφαντά κάποιες υφάντρες στους αργαλειούς του χωριού.
• ΑΡΓΑΛΕΙΟΣ και ΥΦΑΝΤΡΕΣ Πριν την Κατοχή και λίγο µετά, ήταν αδιανόητο να παντρευτεί οποιαδήποτε κοπελιά και να µην έπαιρνε και το µικρό εργοστάσιο της υφαντικής, τον αργαλειό και να ξέρει βεβαίως και να τον δουλεύει.
Οι υφάντρες στο χωριό εξαφανίστηκαν την δεκαετία του 1960, τελευταία που ύφανε µόνο “κουρελούδες” ήταν η Ευαγγελία Σαραντάκη από τον Γαρίπα, οι
“κουρελούδες” ήταν πρόχειρα χαλάκια, υφασµένα από κοµµένα παλιά ρούχα που ήταν για πέταµα,η τέλεια εφαρµογή της ανακύκλωσης της εποχής..
• ΚΕΝΤΉΣΤΡΕΣ Ενόσω ίσχυε το έθιµο της προίκας υπήρχαν και οι κεντήστρες, κεντούσαν σχεδόν πάντα στο χέρι , σπανίως στην µηχανή : Σεντόνια , τραπεζοµάντηλα , µαξιλάρια κ.ά. Ονοµαστή κεντήστρα ήταν η Λευτερία Χοντράκη που έµενε στα Κουκιανά.. Τώρα είναι όλα ετοιµατζίδικα και συνήθως κινέζικα.
• ΠΛΕΚΤΡΙΕΣ Πιο παλιά που υπήρχαν τα οικόσιτα ζώα και κυρίως πρόβατα, η κάθε οικογένεια αξιοποιούσε και το µαλλί τους για να πλέξει διάφορα ρουχαλάκια για όλους , κυρίως πουλόβερ, ζακέτες κάλτσες , γάντια ή ακόµα και κουβέρτες. Βέβαια, υπήρχαν και πλέκτριες που έπλεκαν µε “ βελονάκι” διάφορα σεµεδάκια και δαντέλες µε ειδική κλωστή, για στολισµό του σπιτιού ή ακόµα ακόµα έπλεκαν και τα κουµπιά του γελεκιού της Κρητικής φορεσιάς, τα λεγόµενα “κούµαρα”>,
δουλειά που τους ανέθετε ο Μπαλαντίνος που διατηρούσε ειδικό ραφείο στο Κρύο Βρυσάλι στα Χανιά.
Ενθυµούµαι, µικρό παιδί, στον Γαρίπα, την δεκαετία του 60 ,γυναίκες όλων των ηλικιών, ιδίως όµως γιαγιάδες, να κάθονται στα πεζούλια των καλντεριµιών να γειτονεύουν και να πλέκουν ασταµάτητα., µεταξύ αυτών και την αδελφή της µάνας µου, Λευτερία Χουδαλάκη , την δεύτερη µας µάνα.
∆εν ξεχνώ ακόµα , ως πρωτοδιόριστος δάσκαλος, στα Μονοθέσια Σχολεία να δίνουµε ως χειροτεχνία στα κορίτσια να κεντούν σταυροβελονιά πάνω σε τυπωµένους καµβάδες και υφάσµατα εταµίν, διάφορα σχέδια, που µας έστελναν διάφοροι οίκοι, όπως οι κλωστές “Πεταλούδας”.
• ΜΟ∆ΙΣΤΡΕΣ Πριν αρκετά χρόνια , αν ρωτούσες κανένα κοριτσάκι τι θα γίνει όταν µεγαλώσει , σου έλεγε συνήθως µοδίστρα.. Τότε που οι περισσότερες γυναίκες ασχολούνταν συνήθως µε τα οικιακά ,πήγαιναν και στην µοδίστρα του χωριού, σαν µαθητευόµενες, να µάθουν να ράβουν κανένα πρόχειρο ρουχαλάκι, κάποιες παίρναν και προίκα ραπτοµηχανή Singer..
Ονοµαστές µοδίστρες στο χωριό ήταν η Ιφιγένεια Μουτάφη – Κουφουδάκη- Κουκάκη, η Μαρίκα Πειρουνάκη – Σαρτζετάκη – Αρτζουχαλτζή και η Σµαράγδη Καµαλεδάκη – Χναρά που δραστηριοποιούνταν στα Χανιά.
Τώρα, µάλλον, πως δεν υπάρχει καµιά ,αφού όλες οι κυρίες έχουν στραφεί στα έτοιµα.
• ΜΑΝΤΑΡΙΣΤΡΕΣ καλτσών. Πριν τον πόλεµο, πάντα ορόσηµο, ο έρµος ο πόλεµος,, κάθε νύφη στην προίκα της έπαιρνε κι ένα ξύλινο αυγό, όχι για τσούγκρισµα την Λαµπρή, αλλά για να µπαλώνει τις κάλτσες όλης της οικογένειας. Αργότερα που βγήκαν οι νάιλον κάλτσες , ξεφύτρωσε και το επάγγελµα της “µανταρίστρας”Από το χωριό µας, η Ελευθερία Βασιλάκη, είχε µια µικρή γωνιά σε ένα κατάστηµα της πόλης και επιδιόρθωνε τις νάιλον κάλτσες, αργότερα το έκλεισε γιατί βγήκαν τα φθηνά καλσόν και ήταν ασύµφορη η επιδιόρθωση.
Τα παραπάνω , ήταν ασχολίες πιο πολύ , παρά επαγγέλµατα γυναικείας φύσεως,µέσα στα υπόλοιπα βάρη της νοικοκυράς.
Ας δούµε τώρα και κάποια επαγγέλµατα και λιγότερο ασχολίες, ανδρικής φύσεως κυρίως, µιας και οι άνδρες , τότε , είχαν αναλάβει τα οικονοµικά βάρη της οικογένειας.
•ΖΕΥΓΑ∆ΕΣ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΕΣ ΓΗΣ Ένα καλό άλογο ή µουλάρι ήταν το τρακέρ της εποχής, αρκετοί λοιπόν χωριανοί είχαν ως επάγγελµα αυτό του ζευγά, σε συνδυασµό και µε τις υπόλοιπες αγροτικές δουλειές που έκαναν στα χωράφια τους.
Το “κτήµα” τους ,άλογο ή µουλάρι, το περιποιούνταν και το φρόντιζαν σαν και τα παιδιά τους, γιατί από αυτό ζούσαν την οικογένειά τους . Όργωναν τα πάντα τότε , λιόφυτα , περιβόλια, σπαρµένα , κηποχώραφα και οι καλοί ζευγάδες ήταν περιζήτητοι, όπως ο Γιώργης ο Σαραντάκης , Χαράλαµπος ο Ηλιάκης, ο Γιώργης ο Αγγελάκης , ο Βαγγέλης ο Ορφανός και άλλοι.
Στα αµπέλια , στους κήπους, στο “γούρνιασµα” και το πότισµα των περιβολιών δούλευαν οι εργάτες γης µε αποκλειστικό εργαλείο το “σκαπέτ” την τσάπα.
• ΜΥΛΩΝΑ∆ΕΣ ΚΑΙ ΝΕΡΟΜΥΛΟΙ Τα σπαρτά χρειάζονταν θέρισµα, εκεί πρωτοστατούσαν οι γυναίκες ακολουθούσε το αλώνισµα , συνήθως µε το γαιδούρι στο αλώνι , µετά είχε σειρά το άλεσµα του σιταριού ή κριθαριού στον νερόµυλο. Νερόµυλοι ήταν αρκετοί στο χωριό, µιας και περνάει µέσα από το χωριό ο Κλαδισός ποταµός και υπήρχε άφθονο νερό για την λειτουργία τους, δυο ανήκαν σε µοναστήρια, αλλά µέχρι και µετά τον πόλεµο λειτουργούσαν µόνο του Κοντουδάκη του Γιάννη, κοντά στην Αγία Παρασκευή και του Μουτσάκη στα Ζαφειριανά, οι µυλωνάδες αντί για χρήµατα έπαιρναν δικαίωµα επί του αλέσµατος ,όπως σήµερα παίρνουν τα ελαιοτριβεία.
Τώρα δεν έχουµε ούτε σπαρτά , ούτε αλωνίσµατα και αλέσµατα , ψωµί κατευθείαν από το φούρνο της γειτονιάς.
•ΚΛΑ∆ΙΣΚΟΙ ΕΣΠΕΡΙ∆ΟΕΙ∆ΩΝ. Μιας και το χωριό µας και γενικά ο κάµπος τότε, είχε πολλά εσπεριδοειδή, δηµιουργήθηκε παλιότερα το επάγγελµα του µάστορα κλαδίσκου µε δουλειά 2-3 µήνες το χρόνο αλλά µε καλό µεροκάµατο. Οι µανταρινιές θέλανε κάθε χρόνο κλάδεµα για να έχουν καλή ποιότητα καρπών, τότε τα µανταρίνια είχαν καλή τιµή και είχαν κέρδος όλοι όσοι εµπλέκονταν στη καλλιέργεια και διακίνηση του προϊόντος. Ονοµαστοί κλαδίσκοι ήταν οι Σιγιολτζάκηδες από το Καστροχώρι , ο Στρογγυλός από τα Μαρνιανά , ο Μανιάς από τον Γαρίπα, ο Κουρνιδάκης ,ο Γιανναράκης κ. .ά.
• ΤΣΑΓΚΑΡΗ∆ΕΣ Πολλά παιδιά και πριν τον πόλεµο και µετά ,ακολουθούσαν την τέχνη του τσαγκάρη, γιατί είχε πολλή πέραση, όλα γίνονταν µε το χέρι και χρειάζονταν πολύς κόπος και χρόνος για ένα ζευγάρι παπούτσια.
Στο χωριό δεν είχαµε τσαγκάρικο , όµως στα Χανιά είχε ένα εξαιρετικό κατάστηµα ο Μανώλης ο Παπαδάκης και αργότερα δηµιούργησε ολόκληρη βιοτεχνία η οικογένεια Καράκη που δούλευαν αρκετοί Περβολιανοί. Τώρα είναι όλα έτοιµα και τα<< Στιβανάδικα >> στα Χανιά έχουν γίνει εµπορικός δρόµος για τους τουρίστες µε σχεδόν όλα τα δερµάτινα είδη εισαγόµενα..
• ΣΚΟΥΠΑ∆ΕΣ Μέχρι σχεδόν και τα µέσα της δεκαετίας του 1960 , η πόλη µας , τα Χανιά, διέθετε λίγους εργάτες καθαριότητας και όλοι όσοι ασχολούνταν µε το σκούπισµα των δρόµων και άλλων κοινόχρηστων χώρων χρησιµοποιούσαν σκούπες από “παρασύρα”.
Στα Περβόλια είχαµε 3 άξιους σκουπάδες , τον Βαγγέλη τον Τογκουσίδη , τον ∆ηµητρη τον Χουδάλη και τον Αχιλλέα τον Μιχαηλίδη. που πήγαιναν είτε στην περιοχή του Αναβάλλοντα , είτε της Αγίας Κυριακής και διάλεγαν καλές “παρασύρες” , θάµνους που µοιάζουν µε το ρείκι, τις διαµόρφωναν σε σκούπες, τους έβαζαν και ένα ξύλινο “κοντάρι”. και τις πουλούσαν στο ∆ήµο Χανίων
• ΛΟΥΣΤΡΟΙ Μέχρι και το 1970 περίπου, στην Νοτιοανατολική πλευρά της Αγοράς ήταν τα “στιλβωτήρια “ ,µικρά καταστήµατα που καθάριζαν και έβαφαν τα παπούτσια κυρίως των ανδρών..
Πιο παλιά, όµως , ειδικά την περίοδο της Κατοχής υπήρχαν πλανόδιοι λούστροι, µικρά παιδιά συνήθως, µε το κασελάκι και το σκαµνάκι τους που έβαφαν στο δρόµο τα παπούτσια και κυρίως τις µπότες των Γερµανών κατακτητών, λέγοντας τους παρακλητικά “Σούε πούτζεν—Schuhe putzen—Να σου γυαλίσω τα παπούτσια;”/
Από τα Περβόλια,υπήρχαν αρκετά παιδιά, κυρίως από το Καστροχώρι, που λόγω ανάγκης έκαναν αυτή τη δουλειά και εµείς οι δήθεν σπουδαίοι τα “παρανοµιάζαµε” , καλοπροαίρετα βέβαια, µε την ίδια φράση “Σούε πούτζεν”.
Μεγάλο σε ηλικία θυµάµαι, τον Σάββα τον Κόψη , έναν µικρόσωµο , καλοσυνάτο και ευγενέστατο Μικρασιάτη πρόσφυγα.
• ΤΡΑΓΑ∆ΕΣ Ένα άλλο εποχικό επάγγελµα, απαραίτητο για την εποχή, τότε που όλοι είχαν στα σπίτια τους και οικόσιτα ζώα για το γάλα και το κρέας, ήταν και αυτό του γυρολόγου ιδιοκτήτη τράγου ( τραγάς) για το ζευγάρωµα των κατσικιών Για τις προβατίνες η κάθε οικογένεια είχε συνήθως το κριαράκι της , αλλά τράγο δεν είχαν γιατί ήταν άγριος και επιθετικός και συγχρόνως µύριζε πολύ άσχηµα
Τέτοιοι γυρολόγοι ήταν ο Αλέξης ο Κόψης , ο Μάνταρης ο Χρήστος , ο Βαγγέλης ο Ορφανός και άλλοι.∆υστυχώς ,τώρα , τα οικόσιτα τα αντικατέστησαν τα σκυλιά και τα γατιά, σε λίγο προβλέπω να εξαφανιστούν και τα κοτόπουλα από τα χωριά.
*Ο Μανιαδάκης Γεώργιος είναι συν/χος δάσκαλος.