Στις ειδήσεις του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ στις 23-4-2014 ειπώθηκε ότι ο πρώην υπουργός (και επίσης Κρητικός γαμπρός, παντρεμένος από το Ρέθυμνο) κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είπε, σχολιάζοντας την -κατά τα άλλα- κακή συνήθεια των πυροβολισμών του Πάσχα, πως τα όπλα στην Κρήτη δεν είναι έθιμο, γιατί, αν οι Κρητικοί είχαν όπλα από παλιά, θα είχαν ξεσηκωθεί το 1821.
Ωστόσο, ο σχολιασμός αυτός αφενός ήταν άστοχο επιχείρημα και αφετέρου ανιστόρητος και προσβλητικός για τους Κρήτες, γιατί στον μεγάλο αγώνα του 1821 και η Κρήτη δεν έλειψε από τον μεγάλο ξεσηκωμό. Υπενθυμίζεται ότι στις 27 Μαΐου 1821, δηλαδή αμέσως μετά την κήρυξη της Εθνικής Επανάστασης στις 25 Μαρτίου 1821, πραγματοποιείται Παγκρήτια Επαναστατική Συνέλευση στη «Θυμιανή Παναγιά» των Σφακίων, όπου οι εμπειρότεροι και ανδρειότεροι ορίζονται αρχηγοί των όπλων και με καπεταναίους τους: Μιχαήλ Κόρακα (Μιχάλης Καρούζος από την Πόμπια Ηρακλείου, 1797 – 1882), Εμμ. Καζάνη (Εμμ. Ροβίθης από το χωριό Μαρμακέτω του Οροπεδίου Λασιθίου, 1793 – 1843), Βασιλακογιώργη (Βασιλάκης Γεώργιος από το χωριό Άγιο Χαράλαμπο ή Γερωντομουρί του Οροπεδίου Λασιθίου 1794 – 1854) κ.ά.
Η αρχή των γεγονότων έγινε τον Ιούνιο του 1821 στο Λούλο Χανίων με νίκη των χριστιανών. Οι Τούρκοι αντιδρώντας την επόμενη κιόλας μέρα κρέμασαν τον επίσκοπο Κισάμου Μελχισεδέκ και σκότωσαν στα Χανιά 400 χριστιανούς.
Στο Ρέθυμνο φυλάκισαν τον επίσκοπο, τον οποίο κρέμασαν μετά από έναν χρόνο και έσφαξαν πολλούς χριστιανούς. Στο Μεγάλο Κάστρο τα πράγματα είναι χειρότερα. Οι Τούρκοι σκότωσαν τον μητροπολίτη Γεράσιμο και πέντε επισκόπους. Έκαψαν τη Μητρόπολη, λεηλάτησαν την πόλη και βγήκαν στα περίχωρα. Θανάτωσαν ηγουμένους μοναστηριών, άοπλους διαβάτες και αγρότες. Σε 800 υπολογίζονται οι νεκροί. Στη Σητεία σκοτώθηκαν 300 χριστιανοί, ενώ η Μονή Τοπλού κάηκε και πολλοί μοναχοί σφαγιάστηκαν. Τον Νοέμβρη του 1821 ήρθε στην Κρήτη ο Μιχαήλ Αφεντούλης, απεσταλμένος του Δημ. Υψηλάντη, με τον τίτλο “Γενικός Έπαρχος και Αρχιστράτηγος Κρήτης”, ο οποίος συγκάλεσε Γενική Συνέλευση στους Αρμένους Χανίων τον Μάη του 1822, όπου ψηφίστηκε το “Σχέδιο Προσωρινής Διοικήσεως της νήσου Κρήτης” και η Κρήτη διαιρέθηκε σε τέσσερα διαμερίσματα.
Το 1822 ο Σουλτάνος, μετά από τον πολυμέτωπο αγώνα σε όλο τον ελληνικό χώρο, ζητά τη βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή [Μωχάμετ Άλυ]. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας οι Αιγύπτιοι θα κατέπνιγαν την επανάσταση στην Κρήτη, στην Κάσο και στην Πελοπόννησο. Στις 28 Μαΐου 1822 περίπου 10.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες και 5.000 ιππείς αποβιβάστηκαν στη Σούδα υπό την αρχηγία του Χασάν Πασά και έπνιξαν την επανάσταση των Κρητών στο αίμα. Στη συνέχεια τον Ιανουάριο του 1823 ο Χασάν πέρασε στο Οροπέδιο Λασιθίου και το έκαψε πέρα ως πέρα. Τα Τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα κατασφάζουν όσους κατοίκους του Οροπεδίου Λασιθίου δεν είχαν φύγει στα βουνά και στήνουν πυραμίδα από τα κεφάλια τους. Οι βάρβαρες ορδές του στρατηγού Χασάν τον χειμώνα πέρασαν στη συνέχεια στο Μεραμπέλλο και τον Φλεβάρη του 1823 πολιόρκησαν για 15 ημέρες το σπήλαιο της Μιλάτου, σφαγιάζοντας τα 2.000 γυναικόπαιδα που είχαν καταφύγει εκεί. Κατά τη διάρκεια αυτών των γεγονότων ο Αφεντούλης τσακώστηκε με τους Κρητικούς οπλαρχηγούς κι εκείνοι ζήτησαν να αντικατασταθεί. Τον Μάη του 1823 έρχεται στην Κρήτη στη θέση του Αφεντούλη ο Υδραίος Εμμανουήλ Τομπάζης με μερικά πλοία και λίγους εθελοντές και έδωσε νέες ελπίδες στον αγώνα. Νέος Αιγύπτιος στρατηγός ορίστηκε ο Χουσεΐν πασάς που έφερε 3.000 ακόμη στρατιώτες και άφθονα πολεμοφόδια, συγκεντρώνοντας συνολικά 12.000 στρατό. Ο Τομπάζης λόγω της αναρχίας που επικρατούσε κατάφερε να συγκεντρώσει μόλις 3.000 επαναστάτες. Στη μάχη που δόθηκε στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας οι Έλληνες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και ο Χουσεΐν, αφού υπέταξε τη Μεσαρά πέρασε στο Αμάρι και στον Μυλοπόταμο του Ρεθύμνου. Στις 2 και 3 Οκτωβρίου του 1823 στο σπήλαιο Μελιδονίου βρήκαν οικτρό θάνατο 370 κάτοικοι του χωριού Μελιδονίου που κρύφτηκαν, επειδή δεν ήθελαν να παραδοθούν στους επιδρομείς Τούρκους. Οι τελευταίοι πετούσαν από την είσοδο του σπηλαίου αναμμένα υλικά, που ο καπνός τους προκάλεσε ασφυξία. Οι νέοι και οι νέες, αφού κακοποιήθηκαν, πουλήθηκαν στην Αίγυπτο. Σαν από θεία δίκη, ο Χασάν σε λίγες μέρες έπεσε από το άλογό του και σκοτώθηκε.
Ο Χουσεΐν κινήθηκε μετά προς τα δυτικά και λεηλάτησε την επαρχία του Αποκόρωνα, κυρίεψε τα Σφακιά και τον υπόλοιπο Νομό Χανίων. Είχε καταφέρει να καταπνίξει την κρητική επανάσταση, αφού λόγω του εμφυλίου πολέμου που επικρατούσε τότε στην Ελλάδα δεν στάθηκε δυνατό να σταλεί βοήθεια στον Τομπάζη, ο οποίος τελικά εγκατέλειψε την Κρήτη τον Απρίλη του 1824.
Θα μου επιτραπεί να συμπληρώσω και τα εξής στο χρήσιμο για κάθε φιλίστορα άρθρο του κ. Α. Κρασανάκη:
Τους τελευταίους, όμως, μήνες της θητείας του Τομπάζη στο νησί και πρώτους για το 1824, περισσότεροι από 60.000 Έλληνες είχαν φύγει πρόσφυγες από την Κρήτη, μολονότι τα αιγυπτιακά πλοία είχαν αποκλείσει τα λιμάνια του νησιού. Μαζύ του ο Τομπάζης πήρε και το γενναίο και πολύπειρο οπλαρχηγό της Μεσαράς, Μιχάλη Κουρμούλη, που, σύντομα, από τη στενοχώρια του για την Κρήτη, πέθανε στην Ύδρα. Οι μόνοι που αντιστέκονταν πια, στο νησί, ήσαν οι «καλησπέρηδες», οι χαΐνηδες, που, περιμένοντας μάταια τη βοήθεια που ‘ χε υποσχεθεί, φεύγοντας, ο Τομπάζης, θύμιζαν έντονα τους κλέφτες της Ρούμελης και του Μοριά. Είχαν τα λημέρια τους στα βουνά και με κλεφτοπόλεμο (νυχτερινές επιθέσεις – δολιοφθορές) έπλητταν τους Τούρκους και τους Αιγυπτίους του Χουσεΐν, οι οποίοι, για να τους αντιμετωπίσουν, επιστράτευσαν τρομοκρατικές ομάδες γενιτσάρων («ζουρίδες»). Έτσι, κράταγαν, επί μιαν τριετία σχεδόν, απασχολημένο το στρατό του Μωχάμετ Άλυ στο νησί χωρίς να μπορεί να επιτεθεί στην υπόλοιπη Ελλάδα.