Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024

Επέτειος 25ης Μάρτη

Η 25η Μάρτη θεωρείται ως ηµεροµηνία έναρξης της ελληνικής εθνικοαπελευθερωτικής Επανάστασης των Ελλήνων στα 1821, αν και στις 23 Μάρτη ο Κολοκοτρώνης απελευθέρωνε την Καλαµάτα.

Ο συγγραφέας της «Ελληνικής Νοµαρχίας» «Ανώνυµος Έλλην», «ξεσκεπάζει και µαστιγώνει αλύπητα τους εχθρούς της Επανάστασης, τους εκµεταλλευτές του λαού, τον ανώτερο κλήρο, τους Φαναριώτες, τους κοτζαµπάσηδες», (Νίκου Μπελογιάννη, «Κείµενα από την αποµόνωση»). Είναι, επίσης, χαρακτηριστικοί οι διάλογοι του Παπαφλέσα µε τους κοτζαµπάσηδες και τον Παλαιών Πατρών Γερµανό στο Αίγιο, (τότε Βοστίτσα), στις 26 Γενάρη 1821, όταν ως πληρεξούσιος του Αλέξανδρου Υψηλάντη τους συνάντησε στο σπίτι τού Αντρέα Λόντου, προκειµένου να τους πείσει να συµµετάσχουν στην Επανάσταση.

Ο Παλαιών Πατρών Γερµανός αρνιόταν την Επανάσταση, ρωτώντας: «Πού πολεµοφόδια; Πού όπλα; Πού χρήµατα πολυάριθµα; Πού στρατός πεπαιδευµένος; Πού στόλος εφοδιασµένος;». Για να καταλήξει: «… Αλλ’ εις την εποχήν ταύτην οποία δείγµατα θετικότητας έχοµεν, διά να πιστεύσωµεν όσα λέει ο ∆ικαίος και όσα γράφει ο Υψηλάντης;». Ενώ ο Σωτήρης Χαραλάµπης είπε: «… πιστεύω πως η Ρωσία, όπου έχει την ίδια θρησκεία µ’ εµάς, θα συντροφέψει τον Υψηλάντη µε στρατεύµατα… Μα εµείς εδώ, αφού ξεκάνουµε τους Τούρκους, σε ποιον θα παραδοθούµε; Ποιον θα ‘χουµε ανώτερο; Ο ραγιάς, αφού πάρει τα όπλα δε θα µας ακούει πια και δε θα µας σέβεται και θα πέσουµε στα χέρια εκείνου, που δεν µπορεί να κρατήσει το πιρούνι να φάει! (αυτός ήταν ο Νικήτας Φλέσας, αδελφός του Παπαφλέσα). Κάλλιο οι Τούρκοι κι ο ραγιάς υπόδουλος, παρά λεύτερο έθνος µε το λαό να ‘χει δικαιώµατα»! Αυτό ήταν το πραγµατικό τους πρόβληµα. Ο επαναστατηµένος λαός, µε τα όπλα, θα αφαιρούσε τα προνόµια των κοτζαµπάσηδων, θα αποκτούσε ο ίδιος δικαιώµατα.
Αλλά ο Παπαφλέσσας τούς δίνει την πρέπουσα απάντηση: «Η Επανάσταση είτε θέτε είτε όχι θα γίνει! Πάρτε το απόφαση. Αν εσείς γυρεύετε να την εµποδίσετε, εγώ πήρα προσταγή από την Αρχή να ξεσηκώσω το λαό και να την κάνω. Και τότες όποιον βρουν ξαρµάτωτο οι Τούρκοι, ας τον κόψουν…». Για να του ανταπαντήσει ο Παλαιών Πατρών Γερµανός: «Είσαι απατεώνας, άρπαγας, εξωλέστατος!» (Αµβρόσιος Φραντζής «Επιτοµή της ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδας, τ. α΄ σελ. 98).
Ο κοινωνικός χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821
«Ας εξετάση διακεκριµένως οποιοσδήποτε έλαβεν µέρος εις την Επανάστασιν, και θέλει ίδει ότι η τάξις των ξενιτευµένων λογιοτάτων και εµπόρων είναι ήτις πρώτη ετόλµησεν και εκίνησεν τον µοχλόν τούτον και έµβασεν και τους Προεστούς και τους Αρµατολούς εις τα αίµατα».1

Ετσι περιγράφει την κινητήρια δύναµη της Επανάστασης του 1821 ένας εκ των πρωταγωνιστών της, ο Σερραίος επαναστάτης Ν. Κασοµούλης, καταδεικνύοντας το κοινωνικό της περιεχόµενο. Εκτοτε, αυτό εκτοπίστηκε από την κρατούσα ιστοριογραφία, για να κυριαρχήσουν το θρησκευτικό και µια «υπερταξική» έννοια του εθνικού ως αποκλειστικά κίνητρα της Επανάστασης.
Σε κάθε ιστορική εποχή, µια κοινωνική τάξη προβάλλει ως πρωτοπόρα, αποτελώντας την ηγέτιδα δύναµη – µοχλό της κοινωνικής προόδου. Την περίοδο εκείνη, ο ρόλος αυτός ανήκε στην αστική τάξη, η οποία διαµορφώθηκε και αναπτύχθηκε στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήµατος. Σε µια µακρόχρονη πορεία, οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής έγιναν εµπόδιο για την περαιτέρω ανάπτυξη των νέων παραγωγικών δυνάµεων, των καπιταλιστικών. Έπρεπε, λοιπόν, να σπάσουν. Και έσπασαν, µε τη νίκη των αστικών επαναστάσεων, οι οποίες συνέτριψαν τη φεουδαρχική εξουσία και συγκρότησαν τα αστικά έθνη – κράτη.

Η ελληνική Επανάσταση του 1821 δε διέφερε ως προς αυτό, από τις αντίστοιχες επαναστάσεις και κινήµατα που σηµειώθηκαν σε µια σειρά χώρες το ίδιο διάστηµα. Βεβαίως, πραγµατοποιήθηκε σε συνθήκες οθωµανικής κατάκτησης, µε ηγετική δύναµη την ελληνόφωνη χριστιανική αστική τάξη. Ήταν, εποµένως, εθνικοαπελευθερωτική στη µορφή και αστικοδηµοκρατική στο περιεχόµενο.
Όπως σε όλες τις αστικές επαναστάσεις, έτσι και στην ελληνική του 1821, πήραν µέρος, ως κινητήριες δυνάµεις, οι πλατιές µάζες της αγροτιάς, καθώς και η µικρή ακόµα αριθµητικά εργατική τάξη (ναύτες, τεχνίτες, κ.ά.). Ο µαζικός λαϊκός ηρωισµός, ακόµα και µεταξύ των αµάχων, η συλλογική δράση που έλαβε όλες τις µορφές πάλης – και κυρίως την ένοπλη – η αυτοθυσία, σφράγισαν τον πολυετή αγώνα, αφήνοντας πίσω διαχρονικά διδάγµατα.

Η άνοδος της αστικής τάξης

Ο 18οςαιώνας υπήρξε µια περίοδος, όπου η ελληνική αστική τάξη σηµείωσε πρωτόγνωρη ανάπτυξη. Σε αυτό συνέβαλαν µια σειρά παράγοντες. Οι αλλαγές στο οθωµανικό καθεστώς γαιοχρησίας και η εξάπλωση του διεθνούς εµπορίου επέφεραν σηµαντικές µεταβολές στο επίπεδο της αγροτικής οικονοµίας, που, από κλειστή, άρχισε σιγά σιγά να γίνεται εµπορευµατική. Το χρήµα έπαψε πια αποκλειστικά να αποθησαυρίζεται και άρχισε σταδιακά να κυκλοφορεί και να επενδύεται στο εµπόριο, στις τράπεζες, στη βιοτεχνία, κ.α.
Η Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774) και οι Ναπολεόντειοι πόλεµοι (1793 – 1813) δηµιούργησαν τις συνθήκες για ραγδαία ανάπτυξη και κερδοφορία του ελληνικού εµπορικού και ναυτιλιακού κεφαλαίου. Εκατοντάδες πλοία ναυπηγήθηκαν, εµπορικά δίκτυα εξαπλώθηκαν σε όλη την Ευρώπη, ενώ οι δραστηριότητες των Ελλήνων κεφαλαιούχων επεκτάθηκαν γρήγορα στους τοµείς των τραπεζών και των ασφαλειών. Σηµαντική υπήρξε, επίσης, η ανάπτυξη της βιοτεχνίας.
Κατά τα τέλη του 18ουαιώνα, η ελληνική αστική τάξη, πέραν της οικονοµικής δύναµης, οπλίστηκε ακόµη µε ιδεολογία και πολιτικό πρόγραµµα, που άντλησε από το ∆ιαφωτισµό και τη Γαλλική Επανάσταση. Λίγο πριν την Επανάσταση δεν ήταν λίγοι εκείνοι που υποστήριζαν: «Ας αφήσουµε τα παιδιά του Μωάµεθ να αποτελειώσουν τα παιδιά του Ροβεσπιέρου».2
Ωστόσο, η δυναµική που απελευθέρωσε η αστική τάξη της Γαλλίας δεν κατέστη εφικτό να καταπνιγεί. Όπως υπογράµµισε ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης, «η γαλλική επανάσταση και ο Ναπολέοντας, έκαµε, κατά την γνώµη µου, ν’ ανοίξουν τα µάτια του κόσµου».3

Ο Ρήγας Φεραίος µέσα από τον Θούριο πρόβαλλε τόσο ένα απελευθερωτικό σχέδιο όσο και ένα πολιτικό πρόγραµµα. Εκεί, καθώς και στο έργο του Νέα Πολιτική ∆ιοίκησης που ακολούθησε, καλούσε σε εξέγερση όλους τους λαούς της Βαλκανικής («Χριστιανούς και Τούρκους»), µε σκοπό το γκρέµισµα της οθωµανικής κυριαρχίας και τη δηµιουργία µιας Βαλκανικής οµοσπονδίας. Ο Ρήγας ήρθε σε επαφή µε το ∆ιευθυντήριο της Γαλλικής Επανάστασης, ίδρυσε µυστική Εταιρεία και ανέπτυξε δράση στα εµποροβιοτεχνικά κέντρα των Ελλήνων, στον ελλαδικό χώρο και τα Βαλκάνια.

Η σύσταση συνωµοτικών οργανώσεων µε ταξικούς – εθνικοαπελευθερωτικούς σκοπούς υπήρξε συνήθης πρακτική για τα αντίστοιχα κινήµατα της εποχής. Εκτός από την Εταιρεία του Ρήγα, συγκροτήθηκαν τα επόµενα χρόνια µια σειρά οργανώσεις, όπως η Εταιρεία των Πέντε, το Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον (Παρίσι 1809), η Φιλόµουσος Εταιρεία (Αθήνα 1813) και, βεβαίως, η Φιλική Εταιρεία(Οδησσός 1814).

Η τελευταία υπήρξε σαφώς η πιο σηµαντική, τόσο από την άποψη της µαζικότητας, όσο και της µαχητικότητας, αλλά και του ρόλου τον οποίο έπαιξε.
Στον πυρήνα της Φιλικής Εταιρείας (ΦΕ) ήταν η αστική τάξη. Στις γραµµές της εντάχθηκαν πολλοί σηµαίνοντες έµποροι και τραπεζίτες (όπως οι Α. Κροκίδας , ο Εµµ. Παππάς αντίστοιχα), εφοπλιστές (όπως οι Κουντουριώτης και Μεξής), κ.ο.κ. Η οργάνωση, η δοµή και οι αρχές λειτουργίες της ΦΕ αντλούνταν από την αντίστοιχη ευρωπαϊκή εµπειρία, ιδιαίτερα της καρµποναρίας.
Στη συνέχεια, µυήθηκαν στη ΦΕ και κοτζαµπάσηδες (όπως οι Π. Μαυροµιχάλης και Λόντος, οι Ρούφοι και οι Ζαΐµηδες), Φαναριώτες (όπως οι Μαυροκορδάτος, Νέγρης Νούτσος και Φιράρης) και ανώτεροι κληρικοί (όπως οι Α. Γαζής, Παλαιών Πατρών Γερµανός και Ιγνάτιος Ουγγροβλαχίας). Οι δυνάµεις αυτές δεν υπήρξαν οµοιογενείς, δηµιουργώντας συχνά αντιθέσεις και τριβές στους κόλπους της Φιλικής, ενώ η στάση τους στην Επανάσταση ποίκιλλε.

Το διεθνές πλαίσιο

Η Επανάσταση του 1821 εκδηλώθηκε όταν στη Γαλλία είχε ήδη ηττηθεί ο Ναπολέων (1815) και στην Ευρώπη είχε συγκροτηθεί η Ιερά Συµµαχία, η οποία αντιµετώπιζε µε καχυποψία έως και ανοιχτή καταστολή όλα τα ανάλογα πολιτικά – επαναστατικά κινήµατα της εποχής (στη Νεάπολη, στη Σικελία, στο Πεδεµόντιο, στη Μαδρίτη, στη Λισαβόνα, κ.α.).
Πολλοί εκ των πρωταγωνιστών των εθνικών – αστικοδηµοκρατικών αυτών κινηµάτων κατέφυγαν διωκόµενοι στην επαναστατηµένη Ελλάδα, λαµβάνοντας ενεργό µέρος στον Αγώνα. Τα φιλελληνικά «κοµιτάτα» που εµφανίστηκαν σε µια σειρά χώρες έδρασαν όχι µόνον ως πόλοι συγκέντρωσης χρηµάτων και εθελοντών για την επαναστατηµένη Ελλάδα, αλλά και ως «βιτρίνες» για τη διεξαγωγή της αστικοδηµοκρατικής προπαγάνδας στις ίδιες, σε µια περίοδο έντονων πολιτικών διώξεων.

Η στάση των Μεγάλων ∆υνάµεων δεν υπήρξε ενιαία. Οι αντιθέσεις και η διαπάλη που αναπτύχθηκε µεταξύ Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, και που εκφράστηκε µε τη διαφορετική στρατηγική της κάθε µιας στο λεγόµενο Ανατολικό Ζήτηµα, επέδρασαν σηµαντικά – κάποια στιγµή αποφασιστικά – στην τελική έκβαση του ελληνικού ζητήµατος. Επέδρασαν, όµως, άµεσα και στα διάφορα τµήµατα της ελληνικής αστικής τάξης, αναφορικά µε τη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση.

Κοινωνικές δυνάµεις και Επανάσταση

Η Εκκλησία: Ως επικεφαλής του µιλιέτ των Ρουµ η Εκκλησία κατέστη αναπόσπαστο τµήµα των οθωµανικών φεουδαρχικών δοµών εξουσίας, επιφορτισµένη µε συγκεκριµένα διοικητικά καθήκοντα, εξουσίες και αρµοδιότητες. Αναπτύσσοντας ιστορικά και σε µια πορεία σηµαντικούς δεσµούς µε το εµπορικό κεφάλαιο, εξελίχθηκε η ίδια σε οικονοµική δύναµη. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνη και για τη διατήρηση της ευταξίας στους υπ’ ευθύνη της πληθυσµούς. Ετσι, το Πατριαρχείο αρχικά, όχι µόνο δεν ευνόησε, αλλά καταδίκασε και κατέστειλε κάθε απελευθερωτική ιδέα ή κίνηση.
Βεβαίως, η στάση στις γραµµές της εκκλησίας γενικά δεν υπήρξε ενιαία. Σηµαντικό µέρος, κυρίως του κατώτερου κλήρου, δε συντάχθηκε µε τη γραµµή του Πατριαρχείου, µετέχοντας ενεργά στην Επανάσταση. Μαζί τους και µια σειρά µεσαίοι ή ανώτεροι κληρικοί, όπως οι Φιλικοί Άνθιµος Γαζής και Γρηγόριος (∆ίκαιος) Παπαφλέσσας, ο Θεόκλητος Φαρµακίδης, κ.ά.

Οι Φαναριώτες: Πρόκειται για πρώην ευγενείς του Βυζαντίου που απέκτησαν σηµαντικό πλούτο µέσω του εµπορίου, ενώ αναρριχήθηκαν σε υψηλά πόστα της οθωµανικής διοίκησης (Μεγάλου ∆ραγουµάνου της Πύλης, ∆ραγουµάνου του Στόλου και Ηγεµόνα της Βλαχίας και Μολδαβίας). Η στάση τους απέναντι στην Επανάσταση επίσης δεν ήταν ενιαία. Ορισµένοι υιοθετούσαν την προοπτική της ένοπλης εξέγερσης και συγκρότησης ενός ανεξάρτητου αστικού κράτους. Οι περισσότεροι, όµως, υποστήριζαν µια πολιτική «εκ των έσω διάβρωσης» της οθωµανικής αυτοκρατορίας, όπου η ελληνική αστική τάξη θα κυριαρχούσε σταδιακά οικονοµικά και πολιτικά.

Οι Φαναριώτες – µέλη της Φιλικής Εταιρείας, όπως οι Α. Μαυροκορδάτος και Θ. Νέγρης, που έλαβαν ενεργό µέρος στην Επανάσταση, κλήθηκαν στη συγκρότηση των πρώτων πολιτειακών θεσµών και µηχανισµών διοίκησης, συνδράµοντας αποφασιστικά στον αστικοφιλελεύθερο χαρακτήρα τους.
Κλέφτες και αρµατολοί: Οι κλέφτες ήταν κυρίως πρώην αγρότες ή κτηνοτρόφοι, οι οποίοι, είτε λόγω της φτώχειας είτε από αντίθεση στις οθωµανικές αρχές και τους κοτζαµπάσηδες (χριστιανούς και µουσουλµάνους), κατέφευγαν στην παρανοµία, στο βουνό, µακριά από την κατασταλτική δυνατότητα των οργάνων της οθωµανικής αυτοκρατορίας. Οι αρµατολοί ήταν κλέφτες που αµνηστεύονταν και επανεντάσσονταν στην οθωµανική νοµιµότητα, επιφορτιζόµενοι µε την τήρηση της τάξης σε συγκεκριµένες περιοχές.
Οι πρόκριτοι – εφοπλιστές των νησιών: ∆ιακρίνονταν από τους προκρίτους της ηπειρωτικής Ελλάδας, αφού, αν και εκπλήρωναν παρόµοιες λειτουργίες στα πλαίσια του οθωµανικού αυτοδιοικητικού συστήµατος, η οικονοµική τους βάση ήταν πολύ διαφορετική.
Οι κοτζαµπάσηδες: Οι κοτζαµπάσηδες στελέχωναν το κατώτερο τµήµα της οθωµανικής διοικητικής ιεραρχίας. Μεταξύ άλλων, ήταν υπεύθυνοι για τη διαχείριση της κοινοτικής περιουσίας, για την απονοµή δικαιοσύνης σε µια σειρά θέµατα, για την είσπραξη των φόρων και βεβαίως για την καταστολή των χωρικών στις περιοχές υπ’ ευθύνη τους.
Η διφορούµενη στάση τους απέναντι στην Επανάσταση. Από τη µια, διέθεταν προνόµια και καθήκοντα συνυφασµένα µε το υπάρχον οθωµανικό καθεστώς. Από την άλλη, είχαν υλικό συµφέρον για την ανατροπή του. Έτσι, άλλοι εντάχθηκαν στις γραµµές της Φιλικής, άλλοι κράτησαν στάση επιφυλακτική και άλλοι τάχθηκαν εναντίον.

 

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

Το Προσωρινόν Πολίτευµα (Σύνταγµα) της Επιδαύρου που ψηφίστηκε στην Α’ Εθνοσυνέλευση (∆εκέµβρης 1821) αποτέλεσε µια σύνθεση ιδεών και αρχών, επηρεασµένων από τα αντίστοιχα επαναστατικά Συντάγµατα της Αµερικής (1787) και της Γαλλίας (1793 και 1795).
Αντλώντας από την ιδεολογικοπολιτική δεξαµενή της επαναστατηµένης αστικής τάξης και του ∆ιαφωτισµού, το νέο Σύνταγµα προέβλεπε: Τη διάκριση των εξουσιών (Βουλευτικό – Εκτελεστικό), την ανεξιθρησκία, την τυπική ισονοµία, την κατοχύρωση των ατοµικών, πολιτικών δικαιωµάτων και ελευθεριών, την εισαγωγή καθολικού συστήµατος αντιπροσώπευσης και βεβαίως την κατάργηση των όποιων τοπικών – ταξικών προνοµίων. Ετσι, τέθηκαν οι βάσεις για τη δηµιουργία ενός αστικού κράτους. Οι πολιτικές εξουσίες (και κάποιες από τις οικονοµικές) που απολάµβανε µέχρι πρότινος η Εκκλησία στα πλαίσια του φεουδαρχικού συστήµατος καταργούνταν ή περιορίζονταν σηµαντικά. Η αποδυνάµωση των τοπικών – περιφερειακών διοικήσεων και η µεταφορά των βασικών τους αρµοδιοτήτων στην κεντρική εξουσία, σήµαινε και αντίστοιχη αποδυνάµωση των τοπικών εξουσιών πάνω στις οποίες εδραζόταν µέχρι τότε η πολιτική δύναµη των κοτζαµπάσηδων. Οι βασικές αυτές αρχές επιβεβαιώθηκαν και στις επόµενες Εθνοσυνελεύσεις (Β’ του Άστρους, 1823 και Γ’ της Τροιζήνας, 1827).

Η διαπάλη, που αρχικά εκφράστηκε σε πολιτικό επίπεδο, οδήγησε γρήγορα στη διάσπαση της κεντρικής ∆ιοίκησης και τη δηµιουργία δύο χωριστών κυβερνήσεων: Της Τρίπολης (κοτζαµπάσηδες – Κολοκοτρώνης) και του Κρανιδίου (Υδραίοι, Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και οι κοτζαµπάσηδες Λόντος και Ζαΐµης). Σύντοµα, οι αντιθέσεις αυτές έλαβαν και ένοπλη µορφή.

Γνωρίζοντας πως το δάνειο από τη Μ. Βρετανία είχε ήδη εγκριθεί, η κυβέρνηση του Κρανιδίου έδρασε αποφασιστικά. Επιτέθηκε σε όλα τα στρατηγικά σηµεία που έλεγχε η άλλη πλευρά, κατέλαβε την Ακροκόρινθο, ενώ έθεσε σε πολιορκία Ναύπλιο και Τρίπολη. ∆ίχως προοπτική άµεσης επικράτησης της µίας ή της άλλης µεριάς, η πρώτη φάση του «εµφυλίου» (α’ εξάµηνο του 1824) έληξε µε συµβιβασµό, σαφώς όµως υπέρ της κυβέρνησης του Κρανιδίου. Οι «στασιαστές» αµνηστεύτηκαν, αποκλείστηκαν όµως από τα όργανα της κεντρικής διοίκησης.

Βεβαίως, οι προσωρινά ηττηµένοι κοτζαµπάσηδες δεν προτίθεντο εύκολα να καταθέσουν τα όπλα. Όταν στις εκλογές της 3ης Οκτωβρίου 1824 για το Βουλευτικό – Εκτελεστικό δεν κατάφεραν και πάλι να συγκεντρώσουν την πλειοψηφία, άρχισαν να προσανατολίζονται ξανά προς την ένοπλη σύγκρουση: Κάτι που το επιδίωκε εξίσου και η άλλη πλευρά, ώστε να λύσει οριστικά το ζήτηµα της µορφής άσκησης της εξουσίας. Ξεκίνησε, λοιπόν, η δεύτερη φάση του «εµφυλίου», που επικεντρώθηκε κυρίως στην Τρίπολη και έληξε στα τέλη του 1824 µε ήττα των κοτζαµπάσηδων και τη φυγή τους εκτός Πελοποννήσου.

Τόσο οι ενδοαστικές συγκρούσεις, όσο και οι αλλεπάλληλες στρατιωτικές ήττες τα επόµενα χρόνια (1825 – 1827) ευνόησαν τις δυνάµεις εκείνες που ζητούσαν περιορισµό των χρονοβόρων κοινοβουλευτικών διαδικασιών και περισσότερο συγκεντρωτική διακυβέρνηση, στα πρότυπα µιας συνταγµατικής µοναρχίας.
Σε µια περίοδο, λοιπόν, έντονων πολιτικών ζυµώσεων πραγµατοποιήθηκε για πρώτη φορά και η οργάνωση των αντιτιθέµενων συµφερόντων σε κόµµατα: Το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό. Η ονοµασία τους, που παραπέµπει στις αντίστοιχες «προστάτιδες ∆υνάµεις», δεν υποδηλώνει εξάρτηση (όπως µονοσήµαντα και ισοπεδωτικά έχει ειπωθεί στο παρελθόν), αλλά τµήµατα αστικά προσκείµενα από άποψη συµφερόντων σε κάποιο ισχυρό κράτος.

Οδεύοντας προς την Γ’ Εθνοσυνέλευση, το ζήτηµα που βρέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής διαπάλης ήταν η αναζήτηση διεξόδου στο τέλµα των στρατιωτικών επιχειρήσεων (κυριαρχία Ιµπραήµ στη Πελοπόννησο, πτώση Μεσολογγίου, κ.λπ.), µέσω της εξασφάλισης κάποιας διεθνούς διαµεσολάβησης – προστασίας ή την εκλογή ξένου µονάρχη. Στην κατεύθυνση αυτή κινήθηκαν όλα τα κόµµατα. Την πρωτοβουλία ανέλαβαν από τα µέσα του 1825 οι «αγγλόφιλοι» µε τη λεγόµενη Αίτηση προστασίας (ή Πράξη υποταγής). Η Γ’ Εθνοσυνέλευση ψήφισε τον Ι. Καποδίστρια ως κυβερνήτη της Ελλάδος.

Το καλοκαίρι του 1827, η πορεία της Επανάστασης φαινόταν καταδικασµένη. Η πορεία αυτή ανατράπηκε από µια σειρά παρεµβάσεις του διεθνούς παράγοντα. Το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826) και η Συνθήκη του Λονδίνου (1827), η ναυµαχία του Ναβαρίνου (Οκτώβρης 1827), ο ρωσοτουρκικός πόλεµος (1828 – 1829) και η αποστολή γαλλικού εκστρατευτικού σώµατος κατά του Ιµπραήµ στο Μοριά (Ιούλιος 1828) υπήρξαν γεγονότα – σταθµοί ενόψει της αναγνώρισης της Ελλάδας ως ανεξάρτητου κράτους (Πρωτόκολλο του Λονδίνου, 3 Φεβρουαρίου 1930). Βασικός όρος της ανεξαρτησίας των Ελλήνων υπήρξε η µορφή του πολιτεύµατος, το οποίο όφειλε να είναι µοναρχικό.
Το Γενάρη του 1828 αφίχθη στην επαναστατηµένη Ελλάδα ο Ι. Καποδίστριας. Ο νέος κυβερνήτης προέβη άµεσα στη συγκέντρωση όλων των εξουσιών, γνωρίζοντας πως για να εφαρµοστούν οι αναγκαίες αστικές µεταρρυθµίσεις και να στερεωθεί το αστικό κράτος απαιτούνταν άµεσες κινήσεις, απαλλαγµένες από χρονοβόρες κοινοβουλευτικές διαδικασίες, επιβαλλόµενες µε πειθώ ή και αυταρχισµό – όπου και όποτε αυτό κρινόταν αναγκαίο.

Οι αποκλεισµένοι από την εξουσία συσπειρώθηκαν και ανασυντάχθηκαν, συγκροτώντας το µέτωπο των «συνταγµατικών» µε κέντρο την Ύδρα. Η ένοπλη σύγκρουση δεν άργησε και γρήγορα γενικεύτηκε. Συνεχίστηκε δε και µετά τη δολοφονία του Ι. Καποδίστρια στις 9 Οκτωβρίου 1831, δίχως όµως µια από τις δύο πλευρές να µπορεί να επικρατήσει οριστικά επί της άλλης. Το 1832, λοιπόν, η κεντρική εξουσία είχε σχεδόν αποσυντεθεί ολοκληρωτικά, ενώ η ύπαιθρος στεκόταν ρηµαγµένη από µια δεκαετία πολέµου και εχθροπραξιών.
Υπό αυτές τις συνθήκες, στις 25 Γενάρη 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο από τη βρετανική φρεγάτα Μαδαγασκάρη ο Όθωνας, υποσχόµενος να βάλει τέρµα στην «αναρχία» του παρελθόντος και εγκαθιδρύοντας – σύµφωνα πάντοτε µε τους όρους των σχετικών διεθνών συνθηκών – καθεστώς απόλυτης µοναρχίας. Το ελληνικό αστικό κράτος άρχιζε να κάνει τα πρώτα του βήµατα.

*Ο Σπύρος ∆αράκης είναι Π.Πρόεδρος της µαρτυρικής Μαλαθύρου Πρώην δήµαρχος Μηθύµνης Ιδρυτικό µέλος του ∆ικτύου Μαρτυρικών Πόλεων& Χωριών της Ελλάδας Μέλος του ∆.Σ. του δικτύου µαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδας Περιόδου 1941-1945 (ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑΤΑ)

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ:
1. Κασοµούλης Ν., Ενθυµήµατα στρατιωτικά, τ. Γ, 1942, σελ. 625 – 626.
2. Gazette de France, 7 Ιουλίου 1821, στο Μοσκώφ Κ., Ιστορία του κινήµατος της εργατικής τάξης, 1988, εκδ. «Καστανιώτη», σελ. 95 – 96.
3. Κολοκοτρώνης Θ., ∆ιηγήσεις των συµβάντων της Ελληνικής Φυλής, 1889, «Εστία», σελ. 49.
4. Εφηµερίδα Ριζοσπάστης


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα