Δρόμοι στα τρίσβαθα της αβύσσου. Δρόμοι στα τρίσβαθα του νου. Εναιώρησις του απύθμενου.
Μέσα απο το θνητό φως, αναδύεται η στιγμή. Κελάηδισμα που ρέει, απο αόρατο ερωδιό, η ανάσα. Καθώς αναδύονται οι σκιές απο τις ηλιαχτίδες. Αύρα. Μια αύρα-πρόσφυγας, στην αυγή. Στις εσχατιές της αυγής. Καθώς γύρισαν οι αστερισμοί, επί τα εκτός των εγγεγραμμένων. Στους παλιούς, σκονισμένους παπύρους. Τους χαμένους μέσα στους Έρωντες του εκκωφαντικά φωτεινού. Μειδίαμα απλωμένο. Ως η λευκή γενειάδα, ενός ονείρου-ασκητή. Σε μιά μακρινή αυγή. Που ανασαίνει στο πρώτο άγγιγμα. Υπαίθριο παζάρι οι σκέψεις. Ξάρτια που θροΐζουν σε συγχορδία με το κελάρισμα ενός κύματος μοναχού, στην απεραντοσύνη. Ορίζοντας χαμένος στην αγκαλιά της πάχνης. Που μόλις έφτασε από τον μύθο της νεράιδας. Που πλέκει τα τραγούδια της πλεξίδες, στην αυλή του ήλιου. Ταξίδι που αργεί να ξεκινήσει. Από την άκρη του σκοταδιού. Μετέωρη σκιά. Χορεύει μόνη. Στην πολύβουη συνάθροιση των σιωπών. Μετάφραση των ονείρων, τα βήματα του σπουργιτιού. Σκέψη που ακροβατεί, στο απλωμένο υφαντό του φωτός. Μοναχικό γαλανό. Χαμένο μέσα στην απεραντοσύνη του. Περιπλανόμενο άλικο ρόδι. Σπασμένο στο ασπρισμένο κατώφλι των εσώτερων εσχατιών. Αναμένει. Αγραφος λόγος, το νεύμα της κρινοδάκτυλης. Παλιές μυρωδιές σε μιά ανασύνταξη εικόνων. Του νου. Της καρδιάς. Του πόθου. Της τσιγγάνας ώρας. Η γραμμή του ορίζοντα διαγράφει. Και το βλέμμα ελευθερώνεται. Στην αναζήτηση ενός μετέωρου αγγίγματος. Ξένοι ήχοι. Συντροφιά στην εναιώρηση. Στους κρεμαστους κήπους του περιπλανόμενου μύθου. Του περιπλανόμενου ονείρου. Των περιπλανόμενων σκέψεων. Επι τα εκτός των εγγεγραμμένων…