Και ξάφνου, φάνηκε μια ρωγμή στο λυκόφως. Και ’συ, σαν άλλος Ηρακλής, βάζεις όλη σου τη δύναμη. Για να την ανοίξεις ακόμα περισσότερο. Σπρώχνοντας τις δύο πλευρές του ανοίγματος αντίθετα ως να ’ταν αυτές οι Συμπληγάδες πέτρες. Και φαίνεται όλο το τέλος στο άλικο λιόγερμα. Ενα τέλος που σηματοδοτεί μιαν αρχή. Ενός φωτεινού σκότους. Αναμένα μυριάδες κεριά. Υψώνονται. Ως ικέτιδες φωνές, μπροστά στο αγκάθινο στεφάνι. Που μελλοντικά θα φορέσει ο νιογέννητος θεός. Που τώρα ζεσταίνεις τη θύμησή του. Η κάθε γέννηση έχει πάντα ένα αγκάθινο στεφάνι και μιαν ανάσταση. Προς το παρόν έκαναν ανακωχή οι λογισμοί.
Και ξεκουράζεται ο νους. Μέσα σε ήχους από οπτασίες. Νωχελικό απόγευμα. Στριμωγμένο μέσα σε αυτό το κάτι που αλλάζει συνέχεια. Εντός σου. Το όνειρο έχει πάντα καλές προθέσεις. Καθώς επανέρχεται ως ένας ηθοποιός – εφιάλτης. Που κι αυτός παίζει έναν τρομαχτικό ρόλο. Προσπαθώντας να αφυπνίσει βαλτωμένες συνειδήσεις. Η αλήθεια, όταν ειπωθεί, ξορκίζει τους φόβους και τους εφιάλτες. Κυρίως όταν ειπωθεί στον εαυτό μας. Μετέωρο φως μέσα στη σιωπή. Ιπταται του εντός σου. Η αναχώρηση πλησιάζει καθώς η απόφαση ελήφθη. Το ταξίδι συνεχίζεται. Απρογραμμάτιστο ως είθισται. Απρογραμμάτιστο σαν αλήθεια.
Που ήλθε μετά την παραδοχή. Οτι δεν μπορείς να μπεις στα καλούπια, τα δικά σου και των άλλων. Αιώνια εντροπικός. Μέσα σ’ ένα άλικο σκοτάδι. Γεμάτο από τη γαλήνη της μη αναπαυόμενης σκέψης. Σαν το αιώνιο κύλισμα των Συμπληγάδων. Που τις απέφυγες για άλλη μια φορά. Γνωρίζοντας τις αρχαίες γραφές. Καθώς τις είδες με άλλο μάτι.
Από άλλη οπτική γωνία. Τελείως διαφορετική από το δικό σου σκέπτεσθαι. Καθώς η ρωγμή άνοιξε ακόμα περισσότερο. Σε ένα εντροπικό φως. Τελείως άναρχο για τα δικά σου δεδομένα. Μια ρωγμή, ως απόπλους μυστικός. Προς άγνωστες θάλασσες. Και χαίρεσαι που πηγαίνεις πάλι προς το άγνωστο.
Ως βράχος αφιερωμένος τω αγνώστω θεώ. Εκεί, δίπλα στη Πνύκα. Δίπλα στην αγορά. Με τα ξωτικά μύρα. Που θα ντύσουν τελικά το δικό σου καινούργιο. Το δικό σου, επί τα εκτός των γραφών και των μύθων. Σε παλιές πόλεις, που επέζησαν κατακτητών, κοιμάται η γνώση. Και σε προσκαλεί να ξεσκονίσεις τους αρχαίους παπύρους της. Ξεσκονίζοντας πρώτα τη ματιά σου. Τη ματιά που θα τις δει και θα τις ερμηνεύσει. Κοιτώντας πάντα επί τα εντός σου. Καθώς το αδυσώπητο λιόγερμα, ανοίγει τη δική σου ρωγμή. Επί τα εντός.