1. Εισαγωγή Στη χώρα μας η επιχειρηματικότητα συνεισφέρει σημαντικά στην ανάπτυξη της οικονομίας. Εκτιμάται ότι το 2012 πάνω από 450 χιλ. πρόσωπα με ηλικίες 18-64 ετών βρισκόταν σε φάση εκκίνησης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο που είχε καταγραφεί το 2011. Η ίδια πτωτική τάση εμφανίζεται και για το έτος 2013, γεγονός που συνδέεται με την οικονομική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται η χώρα καθώς η οικονομική ύφεση μεταβάλει επί τα χείρω τις προοπτικές ανάληψης νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών και -ως εκ τούτου- συρρικνώνει τα επίπεδα ανάπτυξης της χώρας, αυξάνει την ανεργία και συντείνει σε ένα φαύλο κύκλο αποανάπτυξης. Η σημασία των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας και στη δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης γίνεται ολοένα και περισσότερο αντιληπτή σήμερα. Αλλωστε, η ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας ενισχύει καθοριστικά και το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (Α.Ε.Π.) της χώρας, βελτιώνοντας ουσιαστικά και το λόγο δημοσίου χρέους προς Α.Ε.Π. Δεδομένο αποτελεί το γεγονός ότι όσο πιο γρήγορα αυξάνεται το ονομαστικό Α.Ε.Π., τόσο πιο εύκολα μπορεί να εξυπηρετηθεί το χρέος μιας χώρας, στοιχείο κομβικό για τη βιωσιμότητα της Ελλάδας και ως εκ τούτου την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Από την άλλη, όμως, καθώς η ύφεση συρρικνώνει τις παραδοσιακές δραστηριότητες, διαφαίνεται να αναδεικνύονται νέες ευκαιρίες για ανάπτυξη καινοτόμων εγχειρημάτων, πολύ σημαντικών για την ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας στις ΜμΕ. Λαμβάνοντας υπόψη τη διαχρονική πορεία βασικών δεικτών που συνδέονται με τις ΜμΕ, όπως είναι η πορεία του αριθμού των ΜμΕ που δραστηριοποιούνται στην ελληνική οικονομία, ο αριθμός του απασχολούμενου προσωπικού, η προστιθέμενη αξία στο σύνολο της ελληνικής παραγωγικής δυναμικής της ελληνικής οικονομίας καθώς και ο συνολικός κύκλος εργασιών των ΜμΕ, μπορούν να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για το μέλλον τους. 2. Επιχειρηματική δραστηριότητα Είναι γνωστό ότι ο πυρήνας της ελληνικής επιχειρηματικότητας εστιάζεται κυρίως στις πολύ μικρές επιχειρήσεις που αποτελούν διαχρονικά το συντριπτικό ποσοστό του συνόλου των ελληνικών ΜμΕ. Η φθίνουσα πορεία των τελευταίων ετών στη δραστηριοποίηση των πολύ μικρών επιχειρήσεων οδηγεί σε αντίστοιχη πτωτική πορεία του συνόλου των ελληνικών ΜμΕ. Σύμφωνα με στοιχεία του Observatory of European SMEs, European Commission είναι χαρακτηριστικό ότι οι πολύ μικρές επιχειρήσεις συνεισφέρουν στο 48,5% της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ και στο 34% του συνόλου των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα. Στην ελληνική οικονομία, οι τομείς ιδιαίτερου οικονομικού ενδιαφέροντος και ουσιαστικής συνεισφοράς των ΜμΕ στην απασχόληση και στο Α.Ε.Π. είναι ο τομέας των εμπορικών υπηρεσιών και ο κατασκευαστικός τομέας. Από τους κύριους τομείς, οι ΜμΕ που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο είναι αυτές που ανήκουν στον κατασκευαστικό, στον βιομηχανικό, στην εκπαίδευση και την έρευνα, καθώς και στον τομέα του εμπορίου. Λαμβάνοντας στοιχεία έτους 2013 (Observatory of European SMEs, European Commission) διαπιστώνεται ότι η οικονομική δραστηριότητα των ΜμΕ στη χώρα μας καταγράφεται στα στοιχεία που αναφέρονται στον “Πίνακα 1”. Οι σημαντικότεροι τομείς οικονομικής επιρροής των ΜμΕ στην Ελλάδα εστιάζονται σε ποσοστό 78% στους κλάδους των Κατασκευών, του Εμπορίου, της Βιομηχανίας και της Εκπαίδευσης, που αποτελούν τους κυριότερους κλάδους δραστηριότητας τους. Ο αριθμός των εργαζόμενων στα ΜμΕ ανέρχεται περί τα 2,1 εκ. με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση να εστιάζεται, όπως αναμενόταν άλλωστε, στο Εμπόριο, σε ποσοστό 39%, στη Βιομηχανία και στην Εκπαίδευση (Γράφ.2). Η συνολική προστιθέμενη αξία των ΜμΕ ανέρχεται σε 50,3 εκ. ευρώ, ο δε συνολικός κύκλος εργασιών στα 97,8 εκ. ευρώ, με τη μεγαλύτερη συνεισφορά να προκύπτει από το εμπόριο και τις βιομηχανίες (Γράφημα 3). Από τα παραπάνω διαπιστώνεται ότι η επιρροή των τομέων του εμπορίου, των βιομηχανιών, των υπηρεσιών εκπαίδευσης & έρευνας καθώς και του κατασκευαστικού τομέα στη συνεισφορά στο Α.Ε.Π. είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού η προστιθέμενή τους αξία στο σύνολο της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ ξεπερνά το 80% και σε απόλυτα μεγέθη τα 40,6 εκ. ευρώ. Τέλος, οι πωλήσεις των επιχειρήσεων αυτών των τεσσάρων κλάδων αντιστοιχούν στο 86% των συνολικών πωλήσεων των ΜμΕ, ήτοι 83,8 εκατ. ευρώ. 3. Κύρια προβλήματα ΜμΕ Από μελέτη της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (Ε.Σ.Ε.Ε.) του 2013, εντοπίζεται ότι τα σημαντικότερα προβλήματα στη λειτουργία των ΜμΕ είναι η έλλειψη ρευστότητας, η υψηλή φορολογία και η χαμηλή καταναλωτική ζήτηση. Επιπλέον προβλήματα αποτελούν το υψηλό λειτουργικό κόστος, ο έντονος ανταγωνισμός από φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα και ο έντονος ανταγωνισμός από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Επίσης, σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι κατά την τελευταία διετία, ο κύκλος της πίστωσης των προμηθευτών των ελληνικών ΜμΕ εμφανίζεται να έχει συντομευθεί, επηρεάζοντας συνολικά και τα επίπεδα πωλήσεων τους (τζίρος), καθώς υπάρχει μικρότερη προθυμία για προώθηση πωλήσεων με βελτίωση των όρων πίστωσης με τους πελάτες τους. Σύμφωνα με στοιχεία της Ε.Σ.Ε.Ε., εντοπίζεται αντιστροφή στην παραγωγικό - συναλλακτική λειτουργία των ΜμΕ, με τα κεφάλαια των προμηθευτών να αποπληρώνονται σε προγενέστερο χρόνο σε σχέση με τη χρονική περίοδο είσπραξης των απαιτήσεων τους, γεγονός που φανερώνει την ολοένα και εντεινόμενη ανάγκη άντλησης ρευστότητας από το τραπεζικό σύστημα και την περαιτέρω εξάρτησή τους από αυτό. 4. ΜμΕ και εξωστρέφεια Ωστόσο, στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία εμφανίζονται ευκαιρίες και στρατηγικές, οι οποίες αν αξιοποιηθούν κατάλληλα από τις ΜμΕ μπορούν αυτές να επιβιώσουν ή ακόμα και να αναπτυχθούν. Βασική συνιστώσα, βέβαια, παραμένει η πολιτική παράμετρος στη χώρα και το γεγονός της επιστροφής της καθημερινότητας σε καταστάσεις κανονικότητας της οικονομίας. Η λέξη - “κλειδί” σε κάθε περίπτωση, για την επιβίωση σε καιρό κρίσης είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας σε όρους τιμών, διαφοροποίησης, αλλά και ποιότητας. Ωστόσο, πολλά έχουν λεχθεί μέχρι σήμερα για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας των ΜμΕ. Τα βασικά στοιχεία που καταδεικνύονται, τόσο από την καθημερινότητα, όσο και από την επιστημονική έρευνα (π.χ.: Ερευνες των Leachman et al., 2005, Man et al., 2002 Vargas and Rangel 2007, Mesquita et al., 2007, Mc Gaham 1999, Andrea Gal, 2010, Voulgaris and Lemonakis, 2013, κ.ά.) είναι η ενίσχυση της εξωστρέφειας των ελληνικών ΜμΕ. Μια ενέργεια που δεν είναι ούτε τόσο εύκολη, κυρίως δε προϋποθέτει σωστή στρατηγική ανάπτυξης και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Τα προβλήματα που πρέπει να ξεκαθαριστούν σε μια τέτοια πορεία είναι αρκετά, με κύριο το ζήτημα της αλλαγής επιχειρηματικής φιλοσοφίας. Οι αδυναμίες των ελληνικών ΜμΕ είναι πολλές, μεταξύ των άλλων: Οι ελλείψεις σε τεχνολογικές υποδομές, η έλλειψη έρευνας και ανάπτυξης, ο προσανατολισμός σε προϊόντα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, η έλλειψη εξειδίκευσης, η εξάρτηση από την εσωτερική αγορά, κ.ά. Η υιοθέτηση μίας κουλτούρας καινοτομικής επιχειρηματικότητας, με έμφαση στον εξαγωγικό προσανατολισμό, προϋποθέτει την απρόσκοπτη πρόσβαση σε πηγές χρηματοδότησης, αλλαγή νοοτροπίας και νέα προσέγγιση στον τρόπο διοίκησης, επαγγελματικό που θα πρέπει να ξεφεύγει από τα διαδεδομένα έως σήμερα πρότυπα, εκτεταμένη χρήση νέων τεχνολογιών κ.ά. Προκειμένου οι ΜμΕ να αντιμετωπίσουν το υψηλό κόστος χρηματοδότησης της τεχνολογίας, αλλά και να βελτιώσουν την εξωστρέφεια στην παραγωγική τους λειτουργία, οφείλουν να εξειδικευτούν σε δραστηριότητες που γνωρίζουν αποδεδειγμένα να κάνουν καλά και να αναπτύξουν συνεργασίες με άλλες εταιρείες, με γνώμονα την ανάπτυξη οικονομιών κλίμακας, που θα οδηγήσουν σε μείωση του κόστους παραγωγής. H παρούσα έρευνα έχει συγχρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση (Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο - ΕΚΤ) και από εθνικούς πόρους μέσω του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και Διά Βίου Μάθηση» του Εθνικού Στρατηγικού Πλαισίου Αναφοράς (Ε.Σ.Π.Α.) – Ερευνητικό Χρηματοδοτούμενο Έργο: ΑΡΧΙΜΗΔΗΣ ΙΙΙ. Επένδυση στην κοινωνία της γνώσης μέσω του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου.