1. Εισαγωγή
Η τρέχουσα συγκυρία επηρεάζει την οικονομική δραστηριότητα με τρόπο καταλυτικό, δημιουργώντας συνθήκες χρηματοπιστωτικής ασφυξίας.
Σήμερα, τα Πιστωτικά Ιδρύματα (Π.Ι.) δεν παρέχουν νέες πιστώσεις ή και αν παρέχουν, αυτές είναι εξαιρετικά περιορισμένου ύψους και σε εταιρικούς πελάτες, επιχειρήσεις με πολυετή και σταθερή συνεργασία με αυτά. Ωστόσο, οι πιστώσεις αυτές δεν κρίνονται ως επαρκείς, σε σχέση ακόμη και με το προ οκτάμηνου διάστημα, χωρίς να παραμελείται επιπλέον και το ζήτημα του υψηλού κόστους χρήματος. Πράγματι οι ελληνικές επιχειρήσεις και κυρίως οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ), όταν καταφέρνουν να δανείζονται, δανείζονται με επιτόκια τα οποία σε σχέση με τον Ευρωπαϊκό Βορρά είναι απαγορευτικά. Αυτό το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας έχει -μεταξύ των άλλων- συνέπεια στη βιωσιμότητα πλέον και εν συνεχεία στην κερδοφορία των επιχειρήσεων, καθιστώντας την ύπαρξη αποτελεσματικού μάνατζμεντ ως απαίτηση για την επιβίωσή τους. Οι επιχειρήσεις τις ημέρες μας έχουν αναδιαμορφώσει το πλαίσιο οικονομικής λειτουργίας τους, ώστε να μειωθεί σταδιακά η εξάρτησή τους από το τραπεζικό σύστημα, φανερώνοντας και μια υγιή αντίδραση προσαρμογής τους στα σημερινά δεδομένα. Ωστόσο, εξωγενείς παράγοντες διαμόρφωσης του κόστους αποτελούν τροχοπέδη στη λειτουργία τους. Το ενεργειακό κόστος, που αφορά κυρίως τις ενεργοβόρες μονάδες παραγωγής εξακολουθεί να κινείται σε υψηλά επίπεδα, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το κόστος παραγωγής υψηλό. Επιπλέον, δεν είναι άνευ σημασίας και το κόστος από την ύπαρξη της γραφειοκρατίας (π.χ.: πολυνομία, μη σταθερό και σύνθετο φορολογικό καθεστώς, σημαντική απαίτηση σε χρόνο και πόρους για την τήρηση της νομιμότητας από μέρους των επιχειρήσεων), στοιχεία που πρέπει να δρομολογηθούν τάχιστα, σε επίπεδο πολιτικής, ει δυνατόν και εντός του τρέχοντος έτους 2015.
Από την άλλη, καταγράφεται καθίζηση στην καταναλωτική δαπάνη και ως επακόλουθο αυτού και επενδυτική δραστηριότητα των επιχειρήσεων, με διάχυτη την αποστροφή ανάληψης επιχειρηματικού κινδύνου, βασικό συστατικό, ωστόσο, μιας υγιούς ανάπτυξης κάθε σύγχρονης οικονομίας και κοινωνίας.
Σε γενικές γραμμές, η περίοδος πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας που διέρχεται η χώρα μας σήμερα, επιτείνει -μεταξύ των άλλων- την υστέρηση στην επιχειρηματικότητα, προτάσσοντας την εσωστρέφεια και μεταθέτοντας χρονικά την έξοδο της χώρας από την κρίση. Απαίτηση για αναστροφή του σκηνικού αυτού είναι η άμεση διακοπή της παρατεταμένης πολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας, που ανατρέπει τον επιχειρηματικό σχεδιασμό των οικονομικών μονάδων, επιτείνοντας -έτι περαιτέρω- τη ζημία που έχει επέλθει στην οικονομία.
2. Οι επιχειρήσεις σήμερα
Στο πλαίσιο αυτό η πλειοψηφία των ΜΜΕ αδυνατεί σήμερα να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή τους, καθώς αυτές βρίσκονται στο όριο της βιωσιμότητας. Οι περισσότερες ΜΜΕ δεν δύνανται να καλύψουν τις τρέχουσες υποχρεώσεις τους και τα ανακύπτοντα λειτουργικά τους έξοδα. Χωρίς τη βελτίωση των όρων δανεισμού, τη ρύθμιση των οφειλών στα Π.Ι. και κατ’ επέκταση την αποτελεσματική αντιμετώπιση της συσσώρευσης τεράστιου όγκου ακάλυπτων επιταγών (κυρίως μέχρι το έτος 2012), σε επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα, δεν είναι εύκολο να επουλωθούν γρήγορα τα τραύματα που έχουν ήδη δημιουργηθεί από τη σοβούσα χρηματοοικονομική κρίση.
Το σύνολο των ακάλυπτων επιταγών (Πίν. 1) τείνει, βέβαια, να μειώνεται αισθητά κατά τα έτη 2013 και 2014, σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, κυρίως το 2011 και εν συνεχεία το 2012. Ο όγκος των διενεργούμενων συναλλαγών αλλά και τα σώματα των αξιόγραφων που διακινούνται σήμερα έχουν μειωθεί δραστικά, σε βαθμό τέτοιο που δεν αντανακλά ούτε το 10% των αξιών που διακινούνταν τα προηγούμενα έτη (κυρίως μέχρι το 2011). Με άλλα λόγια, η αγορά έχει αλλάξει άρδην τα χαρακτηριστικά λειτουργίας και διευθέτησης των πληρωμών, σε σχέση με τη αποδοχή ή/και χρήση των μεταχρονολογημένων επιταγών ως τρόπο πληρωμής. Επιπλέον, ακόμη και στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται σήμερα η επιταγή ως μέσο συναλλαγής, ο χρόνος πληρωμής της, κατά περίπτωση, έχει περιοριστεί σημαντικά, ανάλογα και με τον κλάδο δραστηριότητας της επιχείρησης ή του επαγγελματία, κυρίως εντός διαστήματος 1 έως 2 μηνών, στο μέγιστο.
Η συσσώρευση μη τακτοποιημένων υποχρεώσεων που σχετίζονται με επίδικα αξιόγραφα αποτελεί, ωστόσο, μια πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπιστεί από τα Π.Ι. και εν συνεχεία την Πολιτεία, με ρεαλισμό, στο πλαίσιο ορθολογικής ρύθμισης οφειλών, προς όφελος τόσο των ενεχομένων όσο και των Π.Ι. Όπως καταγράφεται στον Πίν. 1, οι ακάλυπτες επιταγές κατά το έτος 2011 ανέρχονταν σε 2,08 δις ευρώ, σε πλήθος 178,4 χιλ. σωμάτων. Σταδιακά, από το 2012 και έπειτα, καταγράφεται σημαντική μείωση της χρήσης των αξιόγραφων ως συναλλακτικό μέσο με την αντικατάστασή τους κυρίως από τα μετρητά ή και άλλους τρόπους.
Επιπλέον, καταγράφοντας στοιχεία της πορείας του δείκτη επιχειρηματικών προσδοκιών στη βιομηχανία για το έτος 2014 έως και το Α’ τριμ. του 2015, για το σύνολο των βιομηχανικών κλάδων της χώρας (Πίν. 2), παρατηρείται πτωτική τάση, κυρίως από τα τέλη του 2014 και έπειτα, αποτυπώνοντας γλαφυρά την αβεβαιότητα στο πολιτικό σκηνικό της χώρας, ενώ συνεχίζεται η πτωτική τάση και κατά το Α’ τριμ. του τρέχοντος έτους, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΟΒΕ.
Από τον Πίν. 2 είναι ευκρινής η πτώση του δείκτη για τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2015, σε σχέση με τους αντίστοιχους του 2014. Ως γνωστόν, η μείωση των πωλήσεων, λόγω εξασθένισης της ζήτησης, επηρεάζει συνολικά τη βιομηχανική παραγωγή και τις επιχειρηματικές προσδοκίες, στοιχείο που επιτείνεται και από την παρατεταμένη αβεβαιότητα ως προς την επίτευξη συμφωνίας της χώρας με τους εταίρους και την αποφυγή χρεοκοπίας.
Το πλαίσιο αυτό συνδιαμορφώνεται και από την αδυναμία των Π.Ι. να προβούν στη χορήγηση νέων δανειοδοτήσεων προς τις επιχειρήσεις. Με εκροές καταθέσεων περί τα 22 δις ευρώ από την αρχή του 2015, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) και την περαιτέρω εξασθένιση της κεφαλαιακής βάσης, η αναστροφή της κατάστασης αυτής καθίσταται ακόμη πιο δύσκολη σήμερα. Σύμφωνα με την ΤτΕ, στο τέλος Μαρτίου 2015 το σύνολο των καταθέσεων που διατηρούσαν στα Π.Ι. επιχειρήσεις και νοικοκυριά, υποχώρησε στα 138,5 δισ. ευρώ από 140,5 δισ. ευρώ που ήταν τον Φεβρουάριο 2015. Η απώλεια αυτή είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί περαιτέρω η εξάρτηση των Π.Ι. από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και τον ELA (Emergency Liquidity Assistance). Τα στοιχεία της ΤτΕ αποτυπώνουν, επίσης, ότι οι χορηγήσεις δανείων τον Μάρτιο 2015 ανήλθαν στα -639 εκ. ευρώ, καταδεικνύοντας το γεγονός ότι οι αποπληρωμές παλαιότερων δανείων ήταν σημαντικά υψηλότερες των χορηγήσεων νέων δανείων.
3. Ανάπτυξη με στόχο και προτεραιότητες
Η επανεκκίνηση της επιχειρηματικότητας σήμερα διέρχεται από τα Π.Ι., μέσω της ειλικρινούς σχέσης τους με το επιχειρηματικό δυναμικό, τον έμπορο, τον επαγγελματία, την ΜΜΕ. Τα Π.Ι. οφείλουν να διατηρήσουν τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων. Όχι όλων των επιχειρήσεων, ωστόσο. Προτεραιότητα, πρέπει να δοθεί σε μοντέρνες, καινοτόμες, εξωστρεφείς, ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, με έξυπνες και δραστήριες επιχειρηματικά διοικήσεις, με κοστολογημένα σχέδια, όρεξη και σεβασμό στην αξία του δανεικού χρήματος, στη σημερινή πραγματικότητα. Σε τέτοιες επιχειρήσεις οφείλουν τα Π.Ι. να προσδώσουν «χρηματοδοτική προτεραιότητα», αμέσως με το ξεκαθάρισμα του πολιτικού σκηνικού. Η παροχή πιστώσεων προς τις υγιείς και καλά οργανωμένες ΜΜΕ, αποτελεί σήμερα ίσως την πρώτη προτεραιότητα της ελληνικής οικονομίας, για την οποία το κράτος οφείλει να λάβει άμεσα μέτρα.
Το επιχειρηματικό πλαίσιο απαιτεί ρεαλισμό και ανάδειξη προτεραιοτήτων. Οι επιχειρήσεις δεν μπορεί να συνεχίσουν να περιορίζονται μόνο στους κλασσικούς προμηθευτές που τους χορηγούν πιστώσεις και όχι σε εκείνους από τους οποίους μπορούν να αγοράσουν πρώτες ύλες σε χαμηλότερο κόστος ή ακόμη και σε καλύτερη ποιότητα. Αυτό περιορίζει τις επιλογές τους και προκαλεί σημαντική επιβάρυνση τόσο στο κόστος των αγορών, όσο και στην ποιότητα των προϊόντων. Ο κύκλος αυτός συρρικνώνει ακόμη περισσότερο την οικονομική δραστηριότητα στη χώρα, στρέφοντας τους λίγους επίδοξους επενδυτές σε κλασικές-αποδεκτές επιλογές επενδύσεων, εντείνοντας, ωστόσο, ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας, αντί να ανοιχθούν νέα δεδομένα, με εξειδίκευση και ανάδειξη των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων κάθε επιχείρησης, ακόμη και στους ίδιους κλάδους. Αυτό έχει ανάγκη η χώρα σήμερα. Στην κατεύθυνση αυτή το κράτος και εν συνεχεία τα Π.Ι. έχουν χρέος να εξελίξουν νέα, μοντέρνα και ανταποδοτικά χρηματοδοτικά εργαλεία και να επιδείξουν έμφαση στην ανάπτυξη επενδυτικών σχεδίων (π.χ.: νέος Αναπτυξιακός Νόμος), καθώς και άλλα που θα αναφέρονται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις αλλά και τις ΜΜΕ, που αποτελούν τον κορμό της οικονομίας της χώρας.
Η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μέσα από ένα κύμα νέων επενδύσεων, σε τομείς που μπορούν να προσδώσουν άμεση αλλαγή της σημερινής δυσμενούς κατάστασης, με προτεραιότητα. Η ανάπτυξη, ωστόσο, προϋποθέτει κεφάλαια, αλλιώς τα σχέδια μένουν στα χαρτιά. Η εμπιστοσύνη, το μεράκι, ο επαγγελματισμός, η συνέπεια, ο σχεδιασμός, η προοπτική παρέχουν μεταξύ των άλλων, τα εχέγγυα για προσέλκυση επενδυτών, εντός και εκτός τειχών. Αυτός ο στόχος φανερώνει από μόνος του μια στρατηγική Win-Win και είναι ικανός να επουλώσει σταδιακά τις πληγές της ύφεσης στον επιχειρηματικό κόσμο. Η χρηματοδότηση κατά προτεραιότητα, βιώσιμων ΜΜΕ, για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό τους αποτελεί πρώτιστη ανάγκη, τόσο σε πολιτικό όσο και κοινωνικό-οικονομικό επίπεδο.
Την επόμενη ημέρα, η Ελλάδα θα εξακολουθεί να έχει τα σημερινά προβλήματα και ενδεχομένως και περισσότερα αν δεν ληφθούν σαφείς στρατηγικές αναφορικά με την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, με τρόπο επιτακτικό. Είναι βέβαιο ότι χωρίς ρεαλισμό και επιχειρηματική εξωστρέφεια, σε συνδυασμό με την εξειδίκευση παραδοσιακών κλάδων της οικονομίας, όπως ο τουρισμός, η ναυτιλία και η γεωργία, η χώρα θα οδηγηθεί «νομοτελειακά» σε απομόνωση και έξοδο από την Ευρωζώνη. Η Ελλάδα χρειάζεται τώρα ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, βασισμένο σε στοχευόμενες προτεραιότητες, επιδεικνύοντας ρεαλισμό και ικανότητα να προσαρμοστεί στο νέο σκηνικό.