Σε τουτηνέ τη γωνιά του καφενέ βρίσκω την ησυχία μου και με τη φαντασία μου ταξιδεύω στα περασμένα, με τη συντροφιά βέβαια τση θύμησής μου και με συνοδοιπόρους τσ’ αναμνήσεις μου, τσ’ ώρες απου με συντροφεύει η μοναξιά εδά στα γεράματα, προπαντός «ότι προς εσπέραν εστί και κέκλικεν η ημέρα» (Λουκ. 24, 29).
Μα πριχού όμως ξαμοληθώ για το σεργιάνισμα τουτηνέ τη φορά στα περασμένα, σοντηρώ με ιδιαίτερη ευχαρίστηση τη μαδάρα, απου τσοι τελευταίες μέρες την έντυσε ο χιονιάς για τα καλά, με τη χειμωνιάτική τση φορεσιά και γεμάτος από ευχαρίστηση εκφράζω την ευγνωμοσύνη μου στη Θεία Πρόνοια του Θεού και ξεσπώ με το «Δόξα σοι ο Θεός» απού μας εθυμήθηκε η χάρης Του και τουτηνέ τη χρονιά. Κι εξυπνήσανε οι γι ελπίδες μας τω κατωμεριτώ, πως θα ξαναπρασινίσουνε και πάλι τσοι καλοκαιρινούς μήνες οι κήποι μας και θα ποτιστούνε τα δεντρά μας.
Κι ύστερα παίρνω τη στράτα οθέ τα περασμένα, όπως είχα ορδινιαστεί από την αρχή. Για να συναναστραφώ με τα αγαπημένα μου χωριανάκια και να παίξομε την αμπάριζα, γη το κυνηγητό στο προαύλιο του σκολειού, στο διάλειμμα, απου ξεσηκώναμε τσοι γειτονιές του χωριού με τσοι φωνές μας. Κι ύστερα, σαν αναλικωθήκαμε, ν’ αναστορηθώ τσοι τραβάγιες μας στσοι καφενέδες όντεν εσκαμπιλοπαίζαμε τσοι κακοκαιριές γη τσ’ αργίες, γη κι όντεν ανηφορίζαμε οθέ τα μικιά γη μεγάλα πανηγύρια του τόπου μας κι εγευγουμέστανε μ’ ιδιαίτερη ευχαρίστηση τσοι πεντανόστιμες πανηγυριώτικες σαρδέλες κι επίναμε το ποτηράκι μας το μαρουβά κρασί, πανηγυριώτικη προσφορά «απου τσοι κάνει τσοι φτωχούς και τα ξεχνούνε ούλα».
Έτσα το ‘χω αντέτι και κάθε φορά απου ξεχειλίζει η θύμησή μου με τσ’ αναμνήσεις μου τσ’ αναθιβάνω τούτουσας φίλους και συγγενείς και ροζονάρω μαζί ντωνε, όπως κάνω και στσοι λουτρουγιές, κάθε φορά απου ψάλλει ο παπάς: «Και ων έκαστος κατά διάνοια έχει» π’ αραδιάζω τα ονόματά ντωνε κι επικοινωνώ μαζί ντωνε. Κι έτσα τσοι βαστώ ζωντανούς, γιατί κατά που λένε οι γι αποθαμένοι, αποθαίνουνε οριστικά, όταν τσοι ξεχνούνε οι ζωντανοί. Κι απατός μου τσοι θέλει ζωντανούς, γιατί μ’ αυτούς διατηρούμαι κι εγώ ζωντανός. Γιατί η ζωή μωρέ κοπέλια, είναι μονόδρομος και πάει μόνο όθεν ομπρός κι ούλα τα περασμένα γίνονται αναμνήσεις, απου γίνονται αποκούμπι για τα γεράματα τσ’ ώρες τση μοναξιάς, απου τσοι ξαναφέρνεις στη θύμησή σου και ‘τσά ξαναζείς τσοι χρόνους τση νιότης σου.
Έτσα κι απατός μου, εδά απου εκτός τσοι παραπάνω επιγραμματικές αναφορές μου στσ’ αναμνήσεις μου. Ξυπνά η θύμησή μου κατά καιρούς και τσ’ εποχιακές αναμνήσεις μου κι όι φυσικά από τη χλιδάτη και γεμάτη ανέσεις ζωής μου, αλλά από τα βάσανα και τσοι δυσκολίες, απου εμείς τσοι κάναμε τοτεσάς διασκέδαση και χαρούμενες στιγμές. Κι αναστορούμαι σαν τούτονε το καιρό τ’ αμπελοσκάμματα, από ξεχαχαλωμένοι εσκάφταμε τ’ αμπέλια κι εκάναμε σωρούς το χώμα ούλη μέρα. Και τα μεσημέρια εξεδιαλέγαμε το μπλια καλό απάγκιαδο για να κάτσομε ούλοι μαζί απου ‘μαστε συνοράτορες για να πιάσομε ψωμί, όπως ελέγαμε το μεσημεριανό φαϊτό, μα και να ξεκατσουνιάσουνε και λιγάκι τα κορμιά μας από το πολύωρο σκάψιμο. Και σαν ετρώγαμε ότι ‘χε βαρμένο του καθενός το σακούλι ντου η Μάνα ντου κι ηλέγαμε και κάμποσες κουβέντες, επαίξαμε και πάλι το πήδο μας, εσηκωνουμέστανε δηλαδή για να συνεχίσομε το σκάψιμο.
Ήρχουντανε και μέρες απου τσοι λαχταρούσαμε τσοι κακοκαιριές, γη και τσοι σκολάδες για να ξαργιούμε, γιατί ‘χαμε πολυκουραστεί με τα καθημερνά σκαψίματα. Την ίδια εδά εποχή, μου ‘ρχουνται στο νου τα πανηγυράκια τ’ Αγίου Αντωνίου και τσ’ Υπαπαντής στο Γουβερνέτο, απου ‘μαστονε κάθε χρόνο προσκυνητές τωνε, και με μεγάλη ευχαρίστηση ανηφορίζαμε το καλντερίμι απου οδηγούσε όθε το Γουβερνέτο και το σπήλιο τσ’ Αρκουδιάς, απου είναι το εκκλησάκι τσ’ Υπαπαντής. Και στο ενδιάμεσο διάστημα τση διαδρομής όθε την Αρκουδιά, επαραμερίσαμε στση κακοτράχαλη κατηφόρα για τον Άγιο Αντώνη. Έτσα την εχαιρουμέστανε εμείς οι ντελικανήδες κείνηνας τσ’ εποχής της ζωής μας, κι έτσα τα γλεντούσαμε τα νιάτα μας.
Μια ζωή κοντά στη φύση και ξεκάθαρα φυσιολογική. Κι απολούτρουγα, κι ύστερα από τσ’ ευκές του λειτουργού Ιερέως λαβάνομε όπως είπα και παραπάνω, το πανηγυριώτικο συνηθισμένο κέρασμα και όπως ήτανε φυσικό ακλουθούσανε οι συνηθισμένες χαιρετούρες κι εορταστικές ευκές. Μα την ίδια ώρα ανταλλάσσανε τσοι κλεφτές λοξές μαθιές οι κοπελιές και τα κοπέλια. Γιατί σε τουτουσές τσοι συναντήσεις απομένανε ασύδοτα τα μάθια κι ικανοποιούσανε τσ’ ενδόμυχες επιταγές των επιθυμιών και των αιστημάτων τωνε κι οι κωλοπετσωμένες προξενήτρες κι οι διορατικοί προξενητάδες εθωρούσανε τα στραβοξανοίγματα κι εμεσολαβούσανε όντεν έπρεπε κι όπως έπρεπε με τον εδικό ντωνε τρόπο.
Μα πριχού τελειώσει και τουτονέ τ’ οδοιπορικό μου στα Γουβερνεθιανά μονοπάθια, θα περάσω και τουτηνέ τη φορά με την καλή μου συντροφιά από τη φιλόξενη τράπεζα του Μοναστηριού, ύστερα από τη πανηγυριώτικη λουτρουγιά κι ανήμερα τσ’ Υπαπαντής, για τη καθορισμένη φασουλάδα. Μόνο και μόνο για να συμπεριλάβω και τσοι μακαριστούς Ιερομονάχους, Ιεροδιακόνους και Μοναχούς στο σιωπηρό μνημόσυνο τούτονε. Και παράλληλα να θυμηθώ το μακαρίτη Διονύσιο απού για πολλά χρόνια διακονούσε την Ενορία μας σαν εφημέριος, να ψάλλει με τη πανέμορφη φωνή ντου τ’ απολυτίκια «τοις εν Κρήτη Ευχέτης…» του Αγ. Ιωάννου του Ερημίτη, «το χαίρε Κεχαριτωμένη…» τση Υπαπαντής και «την πολυθαύμαστη Κρήτη τιμήσομε…» των Αγίω Δέκα που τόχε αντέτι και τα ‘ψελνε σε παρόμοιες συντροφιές. Κι ύστερα, επαίρναμε τη στράτα τσ’ επιστροφής, ανάλαφροι και χαρούμενοι, πότε τραγουδώντας και πότε με τ’ αλληλοπειράγματα και ξεγκαρδιζόμαστανε στα γέλια.
Κι έτσα τελειώνει ένα ακόμη ευχάριστο οδοιπορικό στα περασμένα, με συνοδοιπόρους τσ’ αναμνήσεις μου, με το συμπέρασμα πως τα χρόνια κεινανά ήτανε δύσκολα, μα η ζωή ήτανε όμορφη και τρισευλοημένη. Κι η γι αλήθεια είναι πως η δικιά μας γενιά που είχε μόνο υποχρεώσεις και δυσκολίες, κι αν είμαστονε πάμπτωχοι σε υλικά αγαθά κι ανέσεις, είμαστενε όμως ζάπλουτοι κι ανάλαφροι στα ψυχικά.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Ώρα καλή σας αναγνώστριες κι αναγνώστες μου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Σοντηρώ = Παρατηρώ με προσοχή
Μαδάρα = Βουνό, τα Λευκά Όρη
Οθέ = Προς
Ορδινιάζομαι = Ετοιμάζομαι
Αναλικωθήκαμε = Εγινήκαμε ενήλικες
Αναστορηθώ = Θυμηθώ
Όντε = Όταν
Τραβάγιες = Φασαρία
Σκαμπίλι = Παιχνίδι της τράπουλας
Μικιά = Μικρά
Μαρουβά κρασί = Παλαιό κόκκινο κρασί εξαιρετικό
Αντέτι = Συνήθεια
Αναθιβάνω = Ανακαλώ στη μνήμη μου
Ροζονάρω = Κουβεδιάζω
Απατός μου = Εγώ ο ίδιος
Ομπρός = Μπροστά
Ξεχαχαλώνω = Ανοίγω διάπλατα τα σκέλη μου
Απαγκιάδο = Μέρος που είναι απάνεμο
Ξεκατσουνιάζω = Ανασηκώνομαι, ισιώνω
Πήδος = Πήδημα
Σκολάδες = Αργίες και γιορτές
Ξαργιώ = Δεν εργάζομαι, έχω αργία
Ξεγκαρδίζομαι = Βγάζω το γκάρδα (λάρυγγα) από τα δυνατά γέλια
Αμαθιές = Ματιές
Ντελικανής = Νεαρός
Στραβοξανοίγω = Στραβοκοιτάζω