Η οµπρέλα όπως και πολλά άλλα µικρά είδη πρώτης ανάγκης αποτελούσαν είδη πολυτελείας για την πάµφτωχη οικογένεια, στη µικρή γειτονιά κάποιας επαρχιακής πόλης της δυτικής Κρήτης που έχει εγκατασταθεί εκεί πριν από αρκετά χρόνια. Εδώ πρέπει να διευκρινίσω ότι δεν έφυγαν από το ορεινό χωριό τους δίχως σοβαρό λόγο. Η ανέχεια και το αβέβαιο µέλλον τους, τους ανάγκασε να πάρουν των οµµατιών τους αναζητώντας την τύχη τους αλλού. Το κάπως καλά διατηρηµένο σπιτάκι και αυτό οφείλεται στα έµπειρα χέρια του αρχηγού της οικογένειας, αποτελούµενο από δυο µικρά δωµάτια και µια κουζίνα τους το είχε παραχωρήσει µια θεία τους, αρκετά ευκατάστατη, άτεκνη και πριν από λίγους µήνες χήρα για την ανάπαυση της ψυχής του µακαρίτη.
Ο µικρός µπόµπιρας γαντζωµένος στα πόδια της µητέρας του, σαν τον κισσό τυλιγµένο στον κορµό κάποιου δέντρου, µέσα από τ’ αναφιλητά του έλεγε κοιτώντας την µε πικρό παράπονο κατάµατα, µε τα δυο δακρυσµένα γαλάζια µατάκια του “όχι δεν θέλω να πάω σχολείο”.
Η βροχή έπεφτε ασταµάτητα λες κι οι κρουνοί τ’ ουρανού είχαν ανοίξει διάπλατα ρίχνοντας εκατοµµύρια τόνους νερό στην διψασµένη γη, κάτι µη φυσιολογικό για την εποχή, µαρτυρώντας περίτρανα ότι η αλόγιστη παρέµβαση του ανθρώπου στη φύση ταράζοντας την ισορροπία της. Η µητέρα του παιδιού προσπαθούσε κάτω από το µικρό υπόστεγο που βρισκότανε στην µικρή αυλή του σπιτιού, να τον πείσει χαϊδεύοντάς τον και λέγοντάς του ότι πρέπει να πάει στο σχολείο του “θα σε πάρω αγκαλιά και θα σε πάω εγώ” του έλεγε, “για να µην βραχείς” και συνέχισε “έλα τώρα µην κλαις”, σκουπίζοντας συγχρόνως πότε µε την µια παλάµη της και πότε µε την άλλη, τα πικρά της δάκρυα που κυλούσαν σαν τις σταγόνες της βροχής στα µάγουλά της ασταµάτητα.
Ο µικρός όµως, δεν είχε σκοπό να ξεκολλήσει από τα πόδια που ήταν γαντζωµένος της µητέρας του, επαναλαµβάνοντας µε όλη τη δύναµη της φωνούλας του “δεν θέλω να πάω σχολείο, δεν ακούς;”.
Λίγο πιο πέρα, ένα αγροτικό αυτοκίνητο ήταν σταµατηµένο κι ο οδηγός και ιδιοκτήτης του περίµενε τον πατέρα του µικρού να φύγουν µάλλον για την διεκπεραίωση κάποιας αγροτικής εργασίας του πρώτου. Το επάγγελµα του πατέρα του παιδιού ήταν γεωργός, κάνοντας συγχρόνως και κάποια µεροκάµατα αν έβρισκε, σε όποιον τον καλούσε στην δική του εργασία. Ο γονιός και πατέρας του µικρού, πριν δρασκελίσει την πόρτα της αυλής πήρε στην αγκαλιά του τον µικρό γιο του, κάτι του είπε, κι εφόσον τον φίλησε, τον άφησε κάτω, κι έφυγε βιαστικός δίχως να γυρίσει να δει τι θα επακολουθήσει πίσω του, προς την µεριά που τον καρτερούσε ο ιδιοκτήτης του αγροτικού, µάλλον για να µην το δει ο µικρός ότι ήταν κι αυτός δακρυσµένος.
Εγώ καθισµένος ακριβώς στην απέναντι πλευρά του δρόµου σε µια καρέκλα ενός µικρού καφενείου, απολάµβανα τον πρωινό µου καφέ κάτω από το σιγανό θρόισµα της βροχής και δίχως να το επιδιώξω κατέγραφα µε την κάµερα της ψυχής µου όλες τις εικόνες που ξετυλίγονταν µπροστά µου µε κάθε λεπτοµέρεια.
Η εν λόγω οικογένεια είναι γνωστή µου εδώ κι αρκετά χρόνια και γνωρίζω πολύ καλά την οικονοµική της κατάσταση. ∆εν άντεξα άλλο και δίχως να το καλοσκεφτώ πλησίασα το µικρό και τη µητέρα του κι εφόσον τους καληµέρισα είπα:
“Έλα µικρέ, θα σε πάω εγώ στο σχολείο σου να µην βραχείς, µε το αυτοκίνητό µου”, και συνέχισα δίχως να πάρω καµιά απάντηση – θετική ή αρνητική, “έλα, δεν µε πιστεύεις; να, ρώτησε και την µητέρα σου αν σου λέω ψέµατα. Άιντε έλα µην αργήσεις και σε µαλώσει η κυρία σου”. Κι αυτό έγινε.. Όταν κάποια στιγµή έµεινα µε τη δύστυχη µητέρα του µικρού, δίχως να τη ρωτήσω για τίποτα, µόνη της άρχισε να µου λέει, διακόπτοντας κάπου – κάπου τη ροή της αφήγησής της αναστενάζοντας. ∆εν θέλει να πηγαίνει σχολείο γιατί ντρέπεται, µου έλεγε, και πως να µην ντρέπεται το καµάρι µου; Απ’ ό,τι φοράει πάνω του, τίποτα δεν είναι δικό του, όλα αποφόρια είναι άλλων παιδιών της γειτονιάς κι όχι µόνο, και συνέχισε, ας είστε καλά όλοι σας που µας στηρίζετε. Μέχρι χθες, είπε δεν είχε µήτε τσάντα να βάλει τα βιβλία του µέσα και τα κρατούσε στα χεράκια του. Ευτυχώς µας έδωσε µια παλιά τσάντα µια γειτόνισσα, ας είναι καλά. Εγώ την έπλυνα βέβαια, την µπάλωσα κάπως, κι έπειτα του την έδωσα γιατί αν την έβλεπε όπως την παρέλαβα, δεν θα την δεχότανε µε τίποτα. Και συνέχισε, πολλές φορές έρχεται κλαίγοντας, καλέ µου άνθρωπε, στο σπίτι, δηλώνοντας ότι δεν θα ξαναπάει στο σχολείο, γιατί δεν έχω να του δώσω πενήντα λεπτά να πάρει η ψυχούλα µου ένα κουλούρι. Βλέπετε είναι παιδί και ζηλεύει, αφήνοντας αυτή τη φορά λεύτερες τις βρύσες των µατιών της να τρέξουν όσα δάκρυα της είχαν αποµείνει. Εδώ πρέπει να προσθέσω ότι δεν έφταναν η φτώχεια και η ανέχεια που έδερνε την πάµφτωχη οικογένεια, ο µικρός πάσχει κι από ελαφριάς, ευτυχώς, µορφής άσθµατος. Γι’ αυτό έλεγε η δύστυχη µάνα του µικρού ότι θα τον πήγαινε αγκαλιά στο σχολείο για να µην της κρυώσει. Τέλος εφόσον τη χαιρέτησα λέγοντάς της ότι όλα θα πάνε κατ’ ευχή και πριν δρασκελίσω το πεζοδρόµιο να φύγω µια “κυρία” µε το αυτοκίνητό της, µάρκας mercedes παρακαλώ, παρά λίγο να µε πατήσει, σταµατώντας απότοµα πλάι µου. Αν και τρόµαξα πάρα πολύ, η εν λόγω κυρία, όχι µόνο δεν µου ζήτησε συγγνώµη αλλά, ανοίγοντας την πόρτα να κατέβει να µπει στο προαύλιο του σχολείου χτύπησε κιόλας την συνοµιλούσα µου, ευτυχώς ελαφρά, και µε ύφος υπερόπτισσας είπε: “κάνε πιο πέρα Χριστιανή µου, δεν βλέπεις ότι άργησα;”. ∆εν είπαµε απολύτως τίποτα και οι δυο. Σε παρόµοιες περιπτώσεις η σιωπή είναι η καταλληλότερη απάντηση. Τέλος χωρίσαµε παίρνοντας διαφορετική κατεύθυνση ο καθένας µας. Αν µε ρωτήσετε πού πήγαινα, ειλικρινά δεν ήξερα. Έφυγα µε τα πόδια, αφήνοντας το αυτοκίνητό µου στην άκρη του δρόµου, ενώ η βροχή έπεφτε ασταµάτητα πάνω µου, κι οφείλω να πω ότι το απολάµβανα µε µεγάλη µου χαρά. Η σκέψη µου δε, γύρισε πίσω στα παιδικά µου χρόνια, λίγο µετά την απελευθέρωση της πολυπαθούς πατρίδος µας από τους βάρβαρους κατακτητές και τον καταλαγιασµό του εµφυλίου σπαραγµού, τότε που πήγαινα και εγώ στο σχολείο, ξυπόλητος και ποτέ χορτασµένος, µε χιλιοµπαλωµένα ρούχα, και µύριες άλλες ανέχειες. Έρχονταν στο νου µου οι σκληρές και πολύ αντίξοες συνθήκες κείνης της εποχής, που δυστυχώς κάτω από αυτές ανδρώθηκα, και τα µάτια µου βούρκωναν καθ’ όλη τη διαδροµή µου.
Τότε όµως εµείς κάναµε όνειρα. Η γενιά η δική µας βίωνε τέτοιου είδους καταστάσεις, παρόµοιες µε τις σηµερινές, αλλά, δουλέψαµε σκληρά, δανείζοντας πολλές φορές ώρες από τη νύχτα γιατί η µέρα δεν ήταν αρκετή, και πάνω στ’ αποκαΐδια του πολέµου δηµιουργήσαµε. ∆εν πιστεύαµε όµως ότι τα παιδιά µας και τα εγγόνια µας θα βιώνανε τις ίδιες καταστάσεις. Και να, σήµερα αυτή είναι η σκληρή πραγµατικότητα. Σήµερα όµως δεν έχουν και πολλά περιθώρια τα νέα ζευγάρια και οι νέοι µας να αισιοδοξούν ότι τα όνειρά τους κάποτε θα πραγµατοποιηθούν. Έχουν στενέψει οι ορίζοντες πάρα πολύ.
Και δεν φταίνε τα νέα παιδιά για την κατάντια µας αυτή, µήτε εµείς οι µεγαλύτεροι φταίµε. Εµείς οι πιο µεγάλοι εµπιστευτήκαµε τον ιδρώτα µας στους κυβερνόντες κατά καιρούς τούτη την πολυπαθή χώρα µας που δυστυχώς όπως οι βρικόλακες ρουφούνε το αίµα των θυµάτων τους έτσι τον ρουφήξανε πλουτίζοντας ορισµένοι, εξαθλιώνοντας τους πολλούς, δίχως έλεος. Εδώ θέλω να πω τα εξής: βγείτε κύριοι έξω από το καβούκι σας να δείτε όσοι ακόµα κρύβεστε σ’ αυτό και συνοµιλήσετε µε τους απλούς ανθρώπους και πείτε όλη την αλήθεια στο λαό και µην διαξιφιζόσαστε µεταξύ σας, εκ του ασφαλούς βέβαια πίσω από το γυαλί της οθόνης. Τέλος, έχω να σας προτείνω την πιο κάτω απλή λύση: Συνταχτείτε όλοι µαζί και οι τριακόσιοι, τώρα µάλιστα που επίσηµα πλέον βγήκαµε από τα µνηµόνια εφόσον πρώτα στύψετε το µυαλό σας και συµφωνήσετε σε όποιες λύσεις θα προβείτε για το καλό της πολύπαθης χώρας µας. Αυτό υποστηρίζετε όλοι σας ότι επιδιώκετε να κάνετε. Πείστε µας λοιπόν επιτέλους ότι τα λάθη των προηγούµενων ηγετών εσείς όχι µόνο δεν θα τα επαναλάβετε αλλά και από κείνα τα λάθη διδαχτήκατε κι ότι δεν µας λέτε ψέµατα. Να βγείτε όµως όλοι µαζί στους δρόµους, µε ένα ενιαίο πρόγραµµα, αποδεχτό όµως πρώτα από όλους εσάς κι αφήστε το λαό να επιλέξει τους ικανότερους που σ’ αυτούς θα το εµπιστευτεί να το υλοποιήσουν. Εσείς µην βαδίζετε στα χνάρια των παλιών πολιτικών, εφόσον όλοι γνωρίζετε ότι οι δρόµοι που ακολούθησαν εκείνοι πριν από εσάς οδήγησαν τη χώρα µας στο χείλος του γκρεµού. Μην διαπράξετε και σεις τα ίδια λάθη. Μονιάστε, βρείτε λύσεις όλοι µαζί κι αφήστε το λαό να κρίνει ποιος είναι ο ικανότερος να τις διεκπεραιώσει. Κάντε µας επιτέλους να πιστέψουµε µε τις ενέργειές σας ότι πράγµατι στο εγγύς µέλλον δεν θ’ αφήσετε να αισθάνονται παιδιά, ότι είναι παιδιά ενός κατώτερου θεού όπως αισθανότανε το παιδί του σηµερινού µας άρθρου.
*Ο ∆ηµήτρης Τυραϊδής είναι συγγραφέας – ποιητής, µέλος της Παγκοσµίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, µέλος των Πνευµατικών ∆ηµιουργών νοµού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων