Τα “Επιγράμματα” του Κωνσταντίνου Σκόκου είναι ένα μικρό, σε μέγεθος παλάμης βιβλιαράκι, το οποίο κυκλοφόρησε το 1921 και επρόκειτο για μία συλλογή με… επιγράμματα (φυσικά) αλλά και «μικροσατυρικά στιχουργήματα μεγάλης λογοτεχνικής αξίας» όπως αναφέρει ο Γρηγόριος Ξενόπουλος στον πρόλογο της έκδοσης. Αρκετά από αυτά είχαν πρωτοκυκλοφορήσει και στην επιθεώρηση “Εθνικόν Ημερολόγιον, χρονογραφικόν, φιλολογικόν και γελοιογραφικόν”, το οποίο ο Κωνσταντίνος Σκόκος εξέδιδε από το 1886 έως το 1918.
Τα επιγράμματα αυτά αποτελούσαν «θέλγητρα του Ημερολογίου για όλους ανεξαιρέτως τους αναγνώστας» -επισημαίνει ο Ξενόπουλος- και ο Σκόκος τα τοποθετούσε όπου «υπήρχε μια θεσούλα που έπρεπε να γεμίση -ένα τέλος σελίδος, που το άφηνε κενό το πολυσέλιδο διήγημα του κ. Ράδου, ο μονόλογος του κ. Δεληκατερίνη […]. Οταν το κενό αυτό δεν ήταν αρκετό για να χωρέση ένα ολάκερο ποίημα κανενός από τους συνεργάτας σου το εγέμιζες σύ μ’ ένα τετράστιχο ή οκτάστιχο επίγραμμα» σημειώνει αλλού ο Ξενόπουλος.
Από τις 154 σελίδες της έκδοσης επιλέξαμε και παρουσιάζουμε δίχως περιττά δικά μας σχόλια, κάποια απ’ αυτά που όχι μόνο διαβάζονται ευχάριστα αλλά και προβληματίζουν με τους συνειρμούς που προκαλούν σχετικά με τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα.
“Εις προγονόπληκτον” ο τίτλος του πρώτου: Γιατί διπλοκορδώνεσαι/ δεν το καταλαμβάνω/ τάχα πως φόρτωμα βαρύ/ φέρνεις ’ς τη ράχι επάνω;/ Μια δόξα ξένη κουβαλείς,/ κ’ είσαι, μην αμφιβάλλης,/ του πατρικού σου ονόματος ένας απλούς χαμάλης.
…Και τώρα η σειρά των αντιπολιτευόμενων, “Εις αδιάλλακτον αντιπολιτευόμενον”:
Σ’ ακούω ογκανίζοντα/ περί πατρίδος και θεσμών/ και τρέμω τον απύλωτον/ αυτόν σου πατριωτισμόν./ Κι όσο σε βλέπω σκέπτομαι/ τι να τραβά κι ο όνος,/ σαν τον αφήνουν νηστικόν/ έξω του αχυρώνος.
“Εις αντιπολιτευόμενον” έχει αφιερώσει και το παρακάτω:
Γαυγίζεις μόνο σαν πεινάς/
κι όπου φαΐ οσφραίνεσαι…/
Σου ρίξαν ένα κόκκαλο;/
Το γλύφεις και βουβαίνεσαι!
Απευθυνόμενος “Εις σοσιαλιστήν” της… εποχής του, λέει:
Χτυπούσε το κεφάλαιον/
με άγριον το ύφος,/
και για να εκδικηθή/
έγινε… τοκογλύφος!
Στο Β’ μέρος της έκδοσης
ο αναγνώστης διαβάζει τα
“Σατυρικά στιχουργήματα”.
Ιδού η… διαχρονική “Γενική κλεψιά”: Με φανό τον Διογένη/ είδα ψες και τον ’ρωτώ:/
’δω ’ς μας τι να γυρεύη!/
-Χριστιανέ μην τα ’ρωτάς,/
μήνες ψάχνω για ναυρώ/
ένανε που να μην κλέβη!
Τέλος αφήσαμε το… “Υμνος εις την κλεφτουριάν”:
Σε γνωρίζω απ’ την κούτρα/
που τρομάζουν σαν την δουν,/
σε γνωρίζω από τα μούτρα/
πούχουν χρόνια να πλυθούν…/
Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη/
των ρωμηών τα τρομερά,/
διπλο-τριπλο-χορτασμένη,/
χαίρε, χαίρε, κλεφτουριά./
Σε λημέρια κατοικούσες,/
λερωμένη ντροπαλή,/
κ’ ένα στόμα καρτερούσες:/
φάτα ούλα! να σου πη./
Μ’ άργειε νάρθη εκείνη η ώρα/
ως να φέρουν το ψητό,/
κ’ ευθύς ρίχτηκες με φόρα/
και με στόμα ανοικτό./
Κι άρχισες το ροκανίδι/
με τα δόντια σουβλερά,
που δεν άφησες παΐδι/
απ’ τα δόλια μας πλευρά.
Κι όλο τρως και δεν χορταίνεις/
χάβεις, τρως, και πάλι τρως,/
τσίροι εμείς και συ χορταίνεις
γαργαντούας τρομερός./
Απ’ τη τσέπη μας βγαλμένη,
κλεφτουριά περιπαθής,
πάντα είσαι μπουκωμένη!/
Φτου σου! να μη βασκαθής!