8.4 C
Chania
Κυριακή, 23 Φεβρουαρίου, 2025

Επικοινωνιακές “δυσλειτουργίες” στον εργασιακό χώρο

Οι άνθρωποι σχετικά γρήγορα από την εμφάνισή τους στη γη συνέπτυξαν κοινωνίες. Οι κοινωνίες αυτές είχαν κοινό στόχο την ευημερία των μελών τους, με την εξεύρεση αγαθών και τρόπων που θα διευκόλυναν την επιβίωση αφενός και τη διαβίωση αφετέρου  σε διάφορες συνθήκες, χρονικές και τοπικές.
Στις κοινωνίες τούτες σύντομα έχουμε κατανομή ρόλων, κάτι που θα έκανε πιο εύκολη τη ζωή των ανθρώπων. Με το πέρασμα του χρόνου, οι ρόλοι συνδέθηκαν με την εργασία που ασκεί κάποιος, την καθημερινή επαγγελματική απασχόληση με απώτερο σκοπό το βιοπορισμό.
Συχνά, όμως, στις καθημερινές μας συναναστροφές βλέπουμε αρκετούς ανθρώπους κατά τη διάρκεια της δουλειάς τους να είναι προκλητικοί, έτοιμοι για καβγά με το συναλλασσόμενο κοινό και ταυτόχρονα την έκφραση του προσώπου τους να μην κρύβει την πλήξη, πιθανόν, για τη δουλειά. Και τα δύο έχουν δυσμενείς μόνον συνέπειες και για τους υπόλοιπους ανθρώπους, που συνήθως ούτε φταίνε, ούτε έχουν τη διάθεση να «πληρώνουν την ανορεξία» των υπαλλήλων, αλλά και για τους ίδιους.
Οι αιτίες, συνεπώς, πρέπει να αναζητηθούν στους φιλόνικους και ανόρεχτους, οι οποίοι, σημειωτέον, με μια στάση και συμπεριφορά (να ‘ναι,  δηλαδή, καβγατζήδες και μουτρωμένοι συνεχώς, λες και κάνουν «καταναγκαστικά έργα») γίνονται απρόσιτοι, μα και δεν έχουν την απόδοση που θα ήθελαν. Μια πρώτη αιτία της εριστικής διάθεσης και της κακοκεφιάς ίσως είναι ο ίδιος ο χώρος εργασίας, όταν δεν είναι κατάλληλα διαμορφωμένος, ώστε να διευκολύνει τις κινήσεις τους ή να εξυπηρετεί τις ανάγκες των συναλλασσομένων.  Έτσι, αυτοί εξανίστανται ο καθένας με το δίκιο του, αφού ούτε οι «πίσω από το γκισέ» μπορούν να κάνουν άνετα τη δουλειά τους, ούτε οι άλλοι να βρουν ό,τι θα ήθελαν.
Ακόμη ως άλλη αιτία προβάλλει ο φόρτος συγκεκριμένης εργασίας, δίχως να υπάρχει το περιθώριο για ξεκούραση ή αλλαγή αντικειμένου εργασίας. Ο καθένας ασκεί ένα προκαθορισμένο έργο, από το οποίο η τυποποίηση της σύγχρονης εργασίας δεν τον αφήνει να ξεφύγει. Η δουλειά παύει να του προσφέρει τη χαρά της δημιουργίας και μετατρέπεται σε «αγγαρεία», αίσθημα που διακρίνεται εύκολα όταν αποτυπώνεται στο πρόσωπό του και έχει αντίκτυπο στις σχέσεις του με τους άλλους.
Όταν σε μια δουλειά δε δίδεται στον εργαζόμενο η δυνατότητα να ξεφεύγει έστω και λίγο, παρατηρείται, συνάμα, έλλειψη ενδιαφέροντος για ό,τι σχετίζεται μ’ αυτήν και η οποία έχει άμεση σχέση με το βαρύ και αντικοινωνικό αίσθημα της ανίας, της βαριεστημάρας από μια απαράλλακτη ρουτίνα. Η ρουτίνα αυτή, αλλά και η πλήξη από το διαρκώς τυποποιημένο – επαναλαμβανόμενο σκηνικό βαραίνουν πρώτα απ’ όλα την ψυχή και το νου του εργαζομένου και ως λογικό συνεπακόλουθο εφεξής τον κάνουν πιο ευπαθή και ευάλωτο σωματικά, με ό,τι συνέπειες μπορεί να φέρει η ψυχική και η σωματική εξουθένωση.
Συχνά, όμως, οι εργαζόμενοι έχουν όρεξη για καβγά, μολονότι το κοινό που προσέρχεται να εξυπηρετηθεί δεν φταίει σε τίποτα, παρασυρμένοι από μια εσώψυχη ανάγκη εκτόνωσης , η οποία είναι σε κάθε περίπτωση αδικαιολόγητη. Πληγμένοι από πληθώρα προσωπικών τους προβλημάτων, δεν μπορούν να τ’ αντέξουν άλλο και τα μεταφέρουν – άθελα ή εσκεμμένα, εξαρτάται από το ίδιο το άτομο – από το σπίτι στη δουλειά και τανάπαλιν, μ’ αποτέλεσμα η γκρίνια και η «μιζέρια» να χαρακτηρίζει κάθε τους κίνηση. Εξωτερικεύουν ό,τι τους βασανίζει, όχι για να βρουν λύση, μα σε μια προσπάθεια να εκτονωθούν, να ξεσπάσουν, αδιαφορώντας συχνά για τους υπόλοιπους ανθρώπους που είναι φυσικό μες στο καθημερινό άγχος να κοιτάνε τα δικά τους προβλήματα και πώς να τα επιλύσουν χωρίς περισσότερες επώδυνες συνέπειες.
Το σπουδαιότερο, όμως, αίτιο, κατά την προσωπική μου γνώμη, της ανάρμοστης κοινωνικά συμπεριφοράς πολλών εκ των υπαλλήλων είναι η λανθασμένη εκλογή του επαγγέλματος που έχει αρκετές και σοβαρές επιπτώσεις εξάλλου και στην προσωπική του ζωή, και στην εξάσκηση κάποιου επαγγέλματος, μα και στις κοινωνικές συναναστροφές και διασυνδέσεις του.
Εάν προσπαθήσουμε να βρούμε τι σπρώχνει σε μια λανθασμένη επαγγελματική εκλογή, θ’ αναζητήσουμε τις ρίζες της συχνότατα σε μιαν οικογενειακή «καταπίεση» που θέλει να σπρώξει το παιδί προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση αδιαφορώντας για τις πραγματικές δεξιότητες, δυνάμεις και δυνατότητές του. Επίσης, δεν είναι αμελητέος ο ελλιπής σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός, που «αποπροσανατολίζει» περισσότερο παρά βοηθά, ενώ στην ψυχοφθόρα ρουτίνα της λανθασμένης εκλογής επαγγέλματος από έναν ενήλικο παίζει σημαντικότατο ρόλο και η έλλειψη αυτογνωσίας. Το άτομο που δεν ξέρει τον εαυτό του, δεν μπορεί να γνωρίζει ποια ακριβώς είναι τα, σωματικά και ψυχικά, όριά του, τι μπορεί να προσφέρει και πώς να «προσαρμόζει» τη συμπεριφορά του ανάλογα με τις περιστάσεις και το περιβάλλον, ανθρώπινο και υλικό.
Τούτων όλων συνέπεια φυσική και αναμενόμενη είναι το άτομο να μη δένεται καθόλου με τον εργασιακό του χώρο και με το αντικείμενο της δουλειάς του. Από την πρώτη στιγμή που φτάνει στη δουλειά, σκέφτεται την ώρα που θα σχολάσει. Τίποτα δεν τον γεμίζει, όλα του φταίνε και ξεσπά οργισμένος σε καθετί, που για τα μάτια του μεταφράζονται σε χρήμα. Οικονομικοί, κυρίως και πλέον, λόγοι τον κρατούν, έχει αλλοτριωθεί τελείως απ’ ό,τι καλείται να προσφέρει, δίχως να έχει την ψυχική διάθεση και τη σωματική δύναμη για κάτι παραπάνω, που ίσως θα τον ευχαριστούσε, προσφέροντάς του λίγη «χαρά της δημιουργίας», και θα ομόρφυνε το κλίμα και τις σχέσεις με τους συναδέλφους του και το συναλλασσόμενο κοινό.
Πόσο διαφορετικά θα ήταν, όμως, τα πράγματα εάν είχε επιλέξει σωστά το επάγγελμά του; Πρώτα – πρώτα, θα του δινόταν η ευκαιρία να αναπτύξει ολόπλευρα και αρμονικά τις πραγματικές ικανότητες και δεξιότητές του και θα ένιωθε ευφορία από την παραγωγή κοινωφελούς έργου και ικανοποίηση από την ευγενική προσφορά που θα του ανταπέδιδαν όσες φορές θα ήταν συνεργάσιμος προς τους άλλους υπαλλήλους και τον κόσμο που έρχεται σε επαφή καθημερινά μαζύ του.
Έτσι, όμως, επιτυγχάνεται  και κάτι που είναι ανέκαθεν ανθρώπινος στόχος, η χωρίς προβλήματα και οδυνηρές συνέπειες για τον ίδιο ή τους άλλους κοινωνικοποίησή του. Η ένταξή του δηλαδή στις λειτουργίες της κοινωνίας που ζει και δραστηριοποιείται, η συμμετοχή δηλαδή στο κοινωνικό σύστημα εισροών – εκροών τον βοηθά, μέσω των σχέσεων με τους υπόλοιπους συνανθρώπους του, να λύσει ό,τι τον βασανίζει και όχι να το πηγαινοφέρνει χρονίζον άλυτο από το σπίτι στη δουλειά και αντίστροφα με τις γνωστές φθοροποιούς συνέπειες στην ψυχή και στην εν γένει συμπεριφορά του.
Η συμπεριφορά ενός ανθρώπου είναι ο καθρέφτης του εσωτερικού κόσμου του. Μπορούμε, μελετώντας την, να βγάλουμε χρησιμότατα συμπεράσματα. Αλλά και το ίδιο το άτομο, αν προσέξει τις συγκεκριμένες κινήσεις του, είναι εύκολο να διακρίνει πότε γίνεται αντικοινωνικός με τη διάθεση για καβγάδες για ασήμαντα συχνά πράγματα, και πότε φιλικός με τους άλλους.
Αναμφίβολα, λοιπόν, όσο κι αν το καθημερινό άγχος  καταπιέζει τους σύγχρονους ανθρώπους, αυτό δεν δικαιολογεί να παρατήσουν τον καθημερινό αγώνα, να ξεχάσουν τους ευγενικούς τρόπους συμπεριφοράς σε όσους έρχονται σ’ επαφή μαζύ τους, εφόσον μια τέτοια συμπεριφορά, αργά ή γρήγορα, θα εξελιχθεί σε μπούμερανγκ εις βάρος τους.

*Ο Γεώργιος Η. Ορφανός είναι φιλόλογος


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα