Ολοκάθαρα θυμάμαι σαν και τώρα,
όπως εγώ κι εσύ γεννήθηκες γυμνός.
Στην πορεία σου προσφέραν πολλά δώρα.
Μα ‘γω παρέμεινα, πεισματικά αγνός.
Απ’ το σύμπαν ένας ήλιος πυρωμένος,
για όλους είχε κι από λίγη θαλπωρή.
Της απληστίας σου, με σκίασε το μένος
κι ακόμη ψάχνει χαραμάδα να χωρεί.
Και οι βάσεις, για καλά έχουνε πέσει.
Οι ευκαιρίες, σου δοθήκανε πολλές.
Κανείς δε βρέθηκε όρια να θέσει,
ν’ αναστρέψει τις δουλειές σου τις θολές.
Η νέα μέρα, για σένανε ξυπνούσε.
Εδραιώθηκε η τόση διαφορά.
Ό,τι απέκτησες, λες πως δικαιούσαι.
Κι εγώ εισέπραττα, την άνυδρη σπορά.
Τον κόσμο, ό,τι γυαλίζει τον μαγεύει.
Εξελέγης της καρδιάς του ο εκλεκτός.
Απλόχερα, με καμάρι σε παινεύει
κι εγώ παρέμεινα, ερμητικά εκτός.
Και ξαφνικά, δε γεννιόμαστε το ίδιο.
Οι απόγονοι οι δικοί μου, είν’ γυμνοί.
Οι δικοί σου, αποκτήσαν μπλε γονίδιο
και όλος ο κόσμος, το χρήμα σου υμνεί.
Επιδόματα για φτώχεια τώρα παίρνω.
Λίγα κουπόνια προσφοράς για φαγητό.
Ανεργίας τη ντροπή, στους ώμους φέρνω
και με σκυμμένο το κεφάλι τα ζητώ.
Πώς να ορθώσω κορμί κουρελιασμένο;
Με μία ελπίδα προδομένη, να θρηνεί.
Στο περιθώριο να μ’ έχουνε δεμένο.
Κι η ζωή μου, σα να εκτίω, μια ποινή.
* Αυτό το ποίημα ξεχώρισε με έπαινο στον 16ο διεθνή διαγωνισμό ποίησης, που διοργάνωσε το περιοδικό “ΚΕΛΑΙΝΩ”, με θέμα “Στα στενά της ανέχειας”.