Η σταδιακή υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος, οι επιμολύνσεις και η ραγδαία κλιματική αλλαγή που έχει αλλάξει κατά πολύ τα δεδομένα, προκαλεί και ανησυχία για την ασφάλεια των τροφίμων αλλά και γενικότερα την επισιτιστική ασφάλεια.
Το έδαφος έχει διαβρωθεί, η ερημοποίηση και η έλλειψη νερού και κατ΄επέκταση η παρατεταμένη ξηρασία έχουν επηρεάσει σημαντικά τον πλανήτη.
Το μέγεθος του προβλήματος είναι τόσο μεγάλο που κάποιοι θεωρούν πως πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια αναστρεψιμότητας.
Στα πλαίσια αυτά, η Κομισιόν δημοσίευσε ανάλυση που εκπονήθηκε από τις υπηρεσίες της σχετικά με τους κύριους παράγοντες που επηρεάζουν την επισιτιστική ασφάλεια.
Η εν λόγω ανάλυση εξετάζει, μεταξύ άλλων και επιπτώσεις στην επισιτιστική ασφάλεια παραγόντων όπως η κλιματική αλλαγή και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Τα στοιχεία που παρατίθενται στην σχετική έκθεση – ανασκόπηση είναι άκρως ενδιαφέροντα.
Σύμφωνα με αυτά, περίπου το ένα τρίτο της επικράτειας της ΕΕ υποφέρει από υδατικό πρόβλημα αλλά και από αύξηση της θερμοκρασίας.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για το Νότια Ευρώπη και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου, η οποία απειλείται σοβαρά από ερημοποίηση.
Ελλείψει φιλόδοξων και αποτελεσματικών παγκόσμιων δράσεων μετριασμού του προβλήματος αυτού, αναφέρει χαρακτηριστικά στην έκθεσή της η Κομισιόν, τα μοντέλα προβλέπουν περαιτέρω άνοδο της θερμοκρασίας κατά 2-5°C στην Ευρώπη τις επόμενες δεκαετίες, με αποτέλεσμα την μετατόπιση των σημερινών κλιματικών ζωνών προς τα βόρεια.
Ακραία κλιματικά φαινόμενα, όπως οι σοβαρές ξηρασίες και οι καύσωνες εμφανίζονται με αυξανόμενη συχνότητα.
Αυτό δημιουργεί έναν πραγματικό κίνδυνο ότι συνδυασμένοι κίνδυνοι από την κλιματική αλλαγή (όπως τα χωροκατακτητικά ξενικά είδη, οι επιδημίες παρασίτων και οι αναδυόμενες ασθένειες, αυξημένη σοβαρότητα των ανέμων και των χαλαζοπτώσεων) μπορεί ήδη να πλήξουν ορισμένες από τις βασικές παγκόσμιες γεωργικές παραγωγές και να προκαλέσουν σοκ στις διεθνείς αγορές, αλλά και κατ΄επέκτασιν μεγαλύτερη αστάθεια στις τιμές μέσα στα επόμενα χρόνια.
Η εφαρμογή στοχευμένων τοπικών στρατηγικών προσαρμογής, όπως η μετάβαση σε καλλιέργειες που απαιτούν λιγότερο νερό, η βελτίωση της υγείας του εδάφους, ο εκσυγχρονισμός των υφιστάμενων συστημάτων άρδευσης με την εφαρμογή τεχνικών άρδευσης που εξοικονομούν νερό, η εφαρμογή ολοκληρωμένων σχεδίων διαχείρισης θρεπτικών ουσιών, η βελτίωση του μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και η αξιοποίηση του διεθνούς εμπορίου μπορούν να αμβλύνουν ορισμένες από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση από το όζον μειώνει τις αποδόσεις των βασικών καλλιεργειών της ΕΕ κατά 5-10% και ότι η μείωση αυτή μπορεί να μειωθεί στο μισό εάν εφαρμοστούν σημαντικά μέτρα ελάττωσης της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Στην ΕΕ, το 95% των τροφίμων παράγεται στην ξηρά και εξαρτάται από την υγεία του εδάφους. Εντατική γεωργία με υψηλές χημικές εισροές μαζί με μη βιώσιμη αποστράγγιση αύξησαν σημαντικά την διάβρωση του εδάφους.
Η εξάπλωση των έντονων ρύπων είναι επίσης ένας από τους κύριους παράγοντες υποβάθμισης του εδάφους.
Ένας άλλος παράγοντας είναι τα παράσιτα και οι ασθένειες που επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγή τροφίμων και τη διαθεσιμότητα τροφίμων.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με τα στοιχεία, έως και 40% των καλλιεργειών τροφίμων χάνονται λόγω φυτοπαράσιτων και ασθενειών .
Επιστημονικά στοιχεία δείχνουν ότι οι απειλές μετακινούνται και τα χωροκατακτητικά ξενικά είδη εξαπλώνονται σε νέα ενδιαιτήματα λόγω της αύξησης των θερμοκρασιών.
Τα γεωργικά συστήματα που ορίζονται από μονοκαλλιεργητική παραγωγή αυξάνουν επίσης τον επιπολασμό των παρασίτων και των ζημιών από παράσιτα.
Στην ΕΕ, ο σωρευτικός αντίκτυπος μόνο των ορισμένων ρυθμιζόμενων επιβλαβών οργανισμών καραντίνας, οι οποίοι εξακολουθούν να απουσιάζουν από το έδαφος της Ένωσης ή να υπάρχουν με
περιορισμένη εξάπλωση, θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 25 δις. ευρώ σε απώλειες ετησίως, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 20% της συνολικής αξίας της παραγωγής της ΕΕ.
Το έδαφος, τέλος – κάτι που θα πρέπει να γνωρίζουμε – και η διαμόρφωσή του αποτελεί επίσης αναπόσπαστο μέρος των οικοσυστημάτων και απαραίτητο παράγοντα για τη βιοποικιλότητα.
Οι οικοσυστημικές υπηρεσίες κυμαίνονται από την παροχή βιομάζας (π.χ. καλλιέργειες, ίνες, ξυλεία και αλιεία), το φιλτράρισμα των ρύπων (από τον αέρα, το νερό και το έδαφος) έως την προστασία από τις φυσικές κινδύνους (π.χ. πλημμύρες και κατολισθήσεις) και τη διατήρηση οικοτόπων (π.χ. επικονίαση, έλεγχος παρασίτων). και δέσμευση άνθρακα).
Η γενετική ποικιλομορφία βελτιώνει την ανθεκτικότητα στην κλιματική αλλαγή, τους εχθρούς, και τις ασθένειες.
Η Έκθεση της Κομισιόν σημειώνει ότι οι οικοσυστημικές υπηρεσίες και το φυσικό κεφάλαιο είναι ζωτικής σημασίας για την οικονομική παραγωγή, ιδίως στην γεωργικό τομέα. Για παράδειγμα, 1,3 εκατομμύρια από τις 9,6 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη γεωργία στην ΕΕ συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το πρόγραμμα Natura 2000.
Οι αγροτικοί οικότοποι που διαμορφώνονται σε μεγάλο βαθμό από τη γεωργία είναι απαραίτητοι για την άγρια ζωή, και η υγιής βιοποικιλότητα και τα λειτουργικά οικοσυστήματα συνθέτουν τα συστήματα διατροφής,
Στην ΕΕ, η συμβολή των οικοσυστημάτων στην παροχή των καλλιεργειών ανέρχεται περίπου στο 21% της συνολικής αξίας της απόδοσης.