Η Μόνη είναι κτισμένη στη νότια πλευρά των Ταλαίων Ορέων. (Σημερινού Κουλούκωνα). Σύμφωνα με την ιστορία βόρεια των Ταλαίων Ορέων βρισκόταν δύο αρχαίες πολιτείες η Σισαία (σημερινές Σίσες) και το Ατσάλι (δεν γνωρίζουμε πού ακριβώς).
Ατσάλι συνδέεται άμεσα με τον Τάλω και θα πει “Τόπος του Τάλω” ή “σημείο που ο Τάλως ξεκινά ή αναπαύεται”.
Στα τοπωνύμια της γύρω περιοχής βρίσκουμε και τη δράση και άλλων γιγάντων (εκτός του Τάλω) όπως των Σισαίων και των Αλοϊδών
Ο Τάλως ήταν μυθικός φύλακας της Κρήτης. Ηταν γιγάντιος, ανθρωπόμορφος και με σώμα από χαλκό. Σχετικά με την προέλευσή του υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές. Η πιο γνωστή από τον Απολλόδωρο λέει πως τον κατασκεύασε ο θεός Ηφαιστος και τον χάρισε στον βασιλιά Μίνωα για να φυλάει την Κρήτη. Ο Τάλως κατά τον Πλάτωνα ήταν επιφορτισμένος με το καθήκον να επιτηρεί την εφαρμογή των νόμων στην Κρήτη, κουβαλώντας τους μαζί του γραμμένους σε χάλκινες πλάκες. Οι περισσότερες πηγές αναφέρουν πως ήταν άγρυπνος φύλακας της Κρήτης που γύριζε τις ακτές του νησιού τρεις φορές τη μέρα. Κατά άλλους ήταν φτερωτός και το καθήκον αυτό το εκτελούσε πετώντας. Κρατούσε σε απόσταση τα άγνωστα πλοία που πλησίαζαν την Κρήτη πετώντας τεράστιες πέτρες. Αν οι άγνωστοι είχαν ήδη αποβιβαστεί, τους έκαιγε με την ανάσα του ή πυράκτωνε το χάλκινο σώμα του σε κάποια φωτιά, τους αγκάλιαζε σφιχτά πάνω του κι έτσι τους έκαιγε.
Η Μoνή είναι κτισμένη σε ένα οροπέδιο που σχηματίζεται ανάμεσα στις κορυφές, Κουτσοτρούλης, Σοφιανή κορφή και Κουφωτός των Ταλαίων ορέων του σημερινού Κουλούκωνα. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το σπήλαιο του Μουγκρή (που πιθανολογείται να ήταν η φωλιά του Τάλω). Λέγεται ότι ένας μύθος είναι πάντα χτισμένος σε μια βάση μίας αλήθειας. Κι η αλήθεια είναι ότι ο σημερινός Κουλούκωνας ήταν ένα απόρθητο φυσικό φρούριο που δεσπόζει στις βόρειες ακτές της Κρήτης και στη μέση του νησιού, ιδανικό να φιλοξενήσει και να συντηρήσει έναν στρατό (όμοιο του γίγαντα Τάλω) που θα μπορούσε να αποκρούσει ή να αντιμετωπίσει κάθε εισβολέα που θα επιχειρούσε να πατήσει την Κρητική γη. Εκτιμώντας οι Βυζαντινοί την στρατηγικής σημασία περιοχή έχτισαν -με βάση τα όσα αναφέρουν μεταγενέστερα νοταριανά έγραφα- ένα μοναστήρι ώστε να είναι απρόσιτο στον εχθρό και ελεύθερο στο να δοξάζεται το όνομα του Θεού στους αιώνες. Τα νοταριανά έγγραφα που αναφέρουν την ύπαρξη της Μονής είναι του 1562, του 1628 και του 1629. Αναφέρουν πως υπήρχε μια Μονή αφιερωμένη στους Αγίους Πάντες και λειτουργούσε παράλληλα και ανεξάρτητα με τη Μονή Βωσάκου. Αλλη μαρτυρία ότι υπήρχε Μονή την εποχή της Ενετοκρατίας. Είναι από τον ιστορικό και ποιητή του κρητικού πολέμου Μαρίνο Τζανή Μπουνιαλή που περιγράφει την επέλαση και κατάληψη των Τούρκων σε όλο το νησί και την κατάληψη της Μονής του Βωσάκου. Από αρχαιολογικής πλευράς στα σημερινά κτήρια δεν υπάρχει τίποτα να μας θυμίζει την περίοδο της Ενετοκρατίας. Το μόνο ότι είναι φρουριακού τύπου όπως όλα τα μοναστήρια που έκτισαν οι Ενετοί τον 17ο αιώνα. Όλα τα κτήρια είναι νεότερα και το μόνο που μπορεί να θυμίζει κάτι από την εποχή της Ενετοκρατίας είναι μια κρήνη – βρύση που βρίσκεται στον περίβολο της Μονής και χτίστηκε επί Τουρκοκρατίας το 1673. Ο αρχιτεκτονικός ρυθμός της ήταν καθαρά Ενετικός Μανιεριστικός. Η Μονή έπαιξε έναν σπουδαίο ρόλο στην περίοδο της Κρητικής επανάστασης εναντίον των Τούρκων. Η πρώτη σφαγή 18 καλογέρων και η πυρπόλησή της έγινε το 1821. Και για δεύτερη φορά έγινε το 1867. Υπήρξε κέντρο φιλοξενίας των εθελοντών στρατιωτών και αξιωματικών που στέλνονταν από την Ελλάδα για να βοηθήσουν την Κρητική επανάσταση, αλλά και των Κρητικών επαναστατών. Το 1855 ανοικοδομείται εκ των βάθρων και τα περισσότερα σημερινά κτήρια είναι αυτής της περιόδου. Οπως ο σημερινός καθεδρικός Ναός του Τιμίου Σταυρού. Το 1.900 κρίνεται από την Κρητική Πολιτεία διαλυτέα. Το 1935 κρίνεται διατηρητέα. Το 1955 πεθαίνουν οι τελευταίοι μοναχοί και το μοναστήρι ερειπώνεται εντελώς. Το 1998 ξεκινά η αναστήλωση της Μονής και σήμερα είναι σχεδόν κοντά στο τέλος της πλήρους αποκατάστασής της
Στη σημερινή Μονή, αφού περιπλανηθεί κάποιος στην πανέμορφη εσωτερική αυλή και στα κτήρια που τη στολίζουν και ρίξει τη ματιά του στον έξω χώρο, θα μείνει άφωνος από το κάλλος του φυσικού τοπίου, αλλά και από τo βάρος της ιστορικής μνήμης που κρύβουν οι άψυχες πέτρες του μοναστηριού.
Είναι επίσης πολύ δύσκολο και λίγες οι λέξεις να περιγράψεις τη μαγευτική διαδρομή περνώντας μέσα από τα ζωγραφισμένα και ιστορικά χωριουδάκια του ανυπότακτου και πάντα ελεύθερου Μυλοποτάμου.
Εκεί όταν σταματήσεις θα συναντήσεις τον παλιό λαϊκό τρόπο αρχιτεκτονικής των χωριών μας. Την αγιογραφημένη εκκλησιά από την εποχή του Βυζαντίου. Θα βρεις ένα ποτήρι τσικουδιά και ένα πλατύ χαμόγελο να σου λέει «καλώς όρισες».
Θα βρεις την αιώνια ψυχή της Ελλάδας.