Κύριε διευθυντά,
µε τον τίτλο αυτόν εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους από τον ‘‘Εκπολιτιστικό και επιµορφωτικό σύλλογο των απανταχού Κακοδικιανών’’ ένα ολιγοσέλιδο πόνηµα, που το γεγονός ότι είναι ολιγοσέλιδο καθόλου δεν το εµποδίζει να είναι και πόνηµα, ήτοι προϊόν αληθούς πνευµατικού (και όχι µόνο) µόχθου – το πράγµα περιποιεί τιµή σε όλους ανεξαιρέτως τους συντελεστές του, και το ότι το διάβασα µε κάµποσων µηνών καθυστέρηση οµολογώ ότι µού προκαλεί µιαν ένοχη αµηχανία.
Πρόκειται, κατ’ αρχάς, για ένα βιβλίο κοµψό, καλαίσθητο, για ένα όµορφο φυσικό αντικείµενο, που µένει πολύ µακριά τόσο από τα καµωµένα εκ των ενόντων ενηµερωτικά έντυπα της τοπικής αγοράς, όσο και από τα απαστράπτοντα εκείνα «ιστορικά» εκδιδόµατα, µε τα σκληρά εξώφυλλα, το πάνστιλπνο χαρτί, αλλά και τη χαµηλή τελικά αισθητική, των οποίων εξάλλου η εξωτερική γυαλάδα σπανιότατα συµβαδίζει µε την ποιότητα του περιεχοµένου.
Προτάσσονται πρόλογος του Κακοδικιανού συγγραφέα, του κοινωνιολόγου Κωστή Πετράκη, όπου αναφέρονται τα κίνητρα, συναισθηµατικά και άλλα, της όλης πρωτοβουλίας, και εισαγωγικό σηµείωµα του επίσης Κακοδικιανού επιµελητή, του φιλολόγου Γιώργου Λουπάση, όπου µε ακρίβεια εξηγούνται οι εγγενείς δυσκολίες του εγχειρήµατος και µε σεµνότητα αποτιµάται το αποτέλεσµά του. Το κυρίως βιβλίο, όπως και από τον τίτλο του συνάγεται, χωρίζεται σε δύο µέρη, από τα οποία το πρώτο διαλαµβάνει τα σχετικά µε τη σφαγή από µουσουλµάνους του Σελίνου περίπου εβδοµήντα αµάχων χριστιανών, κατοίκων του Κακοδικιού, που έλαβε χώρα στο ειρηµένο χωριό πιθανότατα τα Χριστούγεννα του 1821 -κορυφαίο γεγονός του εθνικού ξεσηκωµού στη µεγαλόνησο, το οποίο εν πολλοίς διαµόρφωσε το ζοφερό κλίµα που επικράτησε στην επαρχία µας για δεκαετίες ολόκληρες- ενώ το δεύτερο ελέγχει και εν τέλει ανασκευάζει τη διαβολή κατά της επιφανούς χριστιανικής οικογένειας Φούµη, ότι µέλος της είχε δήθεν προδοτική ανάµειξη στην υπόθεση. Στις επιµέρους ενότητες του βιβλίου ανασυντίθεται το ιστορικό πλαίσιο των γεγονότων, γίνεται πλήρης και αµερόληπτη εξιστόρησή τους, και αποτολµώνται ερµηνεία τους και συναγωγή συµπερασµάτων, πάντα µε υψηλό αίσθηµα ευθύνης και σε απόσταση απόλυτης ασφαλείας από την, κατά Παναγιώτη Κονδύλη, «µεταµοντέρνα σύµφυρση των πάντων µε τα πάντα»: καταπείθεται κανείς για την προηγηθείσα εργώδη αναδίφηση των δυστυχώς λιγοστών πηγών που υπάρχουν, και που µάλιστα συχνά αντιφάσκουν προς άλληλες, για την προσεκτική αντιβολή τους, για τους ηθµούς της γνώσης, της ευθυκρισίας και της δικαιοσύνης απ’ όπου κάθε αράδα είναι περασµένη. Υποσηµειώσεις και βιβλιογραφία υποστηρίζουν το κείµενο, επιτυγχάνοντας την επάρκεια και αποφεύγοντας τον φόρτο, ενώ τα άρτια νέα ελληνικά του και το συνοδό φωτογραφικό υλικό το καθιστούν ανάγνωσµα όχι µόνο ωφέλιµο αλλά και τερπνό.
Όχι επειδή τυχαίνει να γνωρίζω πρόσωπα και πράγµατα για τον τόπο αλλά επειδή από τις σελίδες του βιβλίου προκύπτει, δεν µπορώ να µην υπογραµµίσω ότι στην περίπτωση του συγγραφέα έχουµε την ευτυχή συλλειτουργία βαθιάς αγάπης για τη γενέθλια γη, στέρεης ελλογιµότητας, και πηγαίας διάθεσης για άδολη και ουσιαστική προσφορά. Έχοντας δε ακατάλυτους βιωµατικούς και συναισθηµατικούς δεσµούς µε την Κάντανο, και δεδοµένου ότι η γεωγραφική γειτνίαση Καντάνου, Πλεµενιανών και Κακοδικιού εµπλέκει τα χωριά αυτά στις ίδιες περιπέτειες, θέλω προσωπικά να τον ευχαριστήσω, γιατί ο κόπος του έκανε να αρθεί µέρος από την αχλύ που σκεπάζει και της ευρύτερης περιοχής το παρελθόν. Πολλαπλά εύγε.
Νίκος Κάσσιος