Το ελαφρύ κι απότομο φύσημα του δροσερού πρωινού αέρα άνοιξε ξαφνικά το παράθυρο της μικρής καμαρούλας. Το φως του ζείδωρου ήλιου λες και περίμενε τη στιγμή αυτή, με μιας απλώθηκε άπλετο μέσα σ’ αυτήν, ενώ ο νοικοκύρης της οικίας που ακόμα ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του προφανώς ενοχλημένος, ξεστόμισε κάπως αγανακτισμένος: «ω, γιατί θεέ μου, γιατί;», τρίβοντας συγχρόνως τα θολωμένα μάτια του με τις παλάμες των χεριών του, προσπαθώντας να κρατήσει την οργή του. Στη συνέχεια σηκώθηκε και τρικλίζοντας έφθασε κοντά στο μισοανοιγμένο παραθύρι και ακουμπώντας τα χέρια του πάνω του, κοίταξε πέρα μακριά σιγομουρμουρίζοντας με παράπονο, ενώ τα χείλη του στεγνά σαν το άνυδρο χώμα, με δυσκολία ανοιγόκλειναν. «Δεν αξίζω τίποτα», έλεγε και ξανάλεγε. «Είμαι ένας αποτυχημένος γονιός, ένας αποτυχημένος οικογενειάρχης». Και συνέχισε «εφόσον, δεν μπόρεσα κι αυτή τη φορά να τα καταφέρω, είμαι και δειλός και αναποφάσιστος και άχρηστος, σπέρνοντας μόνο τη δυστυχία και τη συμφορά στους γύρω μου». Τέλος έφυγε από το παράθυρο και ξάπλωσε πάλι στο κρεβάτι του αφήνοντας τώρα τον μορφέα να τον σεργιανίσει εκείνος στα γνωστά παλάτια του, έχοντας στα χείλη του χαραγμένο ένα αχνό γλυκό χαμόγελο. Τώρα ποιος ήταν εκείνος ο άντρας και γιατί ήταν τόσο πολύ απελπισμένος, θα το μάθουμε στις επόμενες σειρές. Με την καλή γυναικούλα του είχαν δώσει όρκο αιώνιας αγάπης πριν από τρία – τέσσερα χρόνια. Ο καρπός του έρωτά τους ήταν ένα τρισχαριτωμένο κοριτσάκι, και η αλήθεια ήταν ότι ζούσαν στο φτωχικό τους δύσκολα, όμως πολύ ευτυχισμένα. Η απόλυσή του όμως από την εργασία του πριν δύο περίπου χρόνια έφερε τα πάνω κάτω στην οικογένεια. Κι αυτό δεν το άντεχε.
Δεν κράτησε όμως το σεργιάνι στα παλάτια του μορφέα. Τ’ ανάλαφρο άγγιγμα από τρυφερό, σαν τον αφρό χεράκι της κορούλας του στο πρόσωπό του, και τα γλυκά σχεδόν παραπονιάρικα λογάκια της που του έλεγε, τον ξύπνησαν. Με μιας το γέλιο φάνηκε στα ξερά χείλη του αγκαλιάζοντας συγχρόνως το αγγελούδι του. Εφόσον το κράτησε για αρκετή ώρα στη ζεστή αγκαλιά του, είπε κοιτάζοντάς το στα μάτια: «όχι δεν θ’ αφήσω κανέναν να κλέψει την ευτυχία και τη ζεστασιά ετούτου του μικρού παιδιού». Και συνέχισε: «θα παλέψω με νύχια και με δόντια για την ευτυχία του. Έχω χρέος να το κάνω. Πρέπει να σταθώ όρθιος». Τέλος άφησε την κορούλα του από την αγκαλιά του λέγοντάς της όσο πιο τρυφερά μπορούσε: «να, ξύπνησα, τώρα πήγαινε στη γιαγιά», δίνοντάς της στα ροδοκόκκινα μαγουλάκια της ένα γλυκό τρυφερό φιλί. Όταν έμεινε και πάλι μόνος πλησίασε πάλι το ανοιγμένο παράθυρο και κοιτάζοντας πέρα μακριά είπε σχεδόν ενδόμυχα: «ευτυχώς που είναι η μητέρα μου ζωντανή και συντηρούμαστε κάπως με τη σύνταξη της, αλλά ως πότε θα κρατήσει αυτό». Στις σκέψεις αυτές γιόμισε η ψυχή του από ντροπή και ξεστόμισε: «σε τι όμως φταίω; Είχα κι εγώ τη δουλειά μου. Τι φταίω αν με απέλυσαν; Μήπως δεν έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου ώστε να μην τη χάσω»; Και συνέχισε με πικρό παράπονο κουνώντας ελαφρά το κεφάλι του: «δεν έπρεπε να δημιουργήσω οικογένεια, εφόσον δεν είχα μόνιμη δουλειά στα χέρια μου. Να, τώρα ξενοδουλεύει η γυναίκα μου καθαρίζοντας σπίτια, με συντηρεί η μητέρα μου, κι εγώ κάθομαι ώρες ολόκληρες, κλαίοντας τη μοίρα μου». Τέλος για μια φορά ακόμα τον κυρίευσε η απελπισία. Σκεπτικός ακούμπησε στο περβάζι του παραθύρου και άφησε τη σκέψη του λεύτερη να σεργιανίσει όπου εκείνη ήθελε και αυτό το έκανε για να ξεχάσει τη χθεσινή πικρή βραδιά που πέρασε κι αυτός και η γυναίκα του. «Δεν έπρεπε να φερθώ έτσι», έλεγε και ξανάλεγε. «Δεν είναι λύση αυτή που σκέφθηκα. Δεν λύνονται τα προβλήματα με το να δώσει τέλος στη ζωή του κανείς. Και καλά εγώ θα γλύτωνα μια για πάντα, από τους δανειστές μου κι από τις δυσκολίες της ζωής. Τι μου φταίει η οικογένειά μου όμως; Τι φταίει το αγγελούδι μου να μείνει ορφανό στους πέντε δρόμους, βορά του κάθε εκμεταλλευτή»; Και στη σκέψη αυτή ρίγος τύλιξε το κορμί του. «Ευτυχώς που με βρήκε η γυναικούλα μου και με μάζεψε στο σπίτι, αλλιώς, ω, όχι θεέ μου, όχι, δεν θέλω να το σκέφτομαι αυτό». Τέλος πέρασε αρκετές ώρες κάνοντας διάφορους συλλογισμούς και διάφορες σκέψεις. Η γλυκιά φωνούλα της μικρής κορούλας του, του απέσπασε απότομα τον ειρμό των σκέψεών του. «Πατερούλι, πατερούλι, έλεγε η μικρή, βγες έξω» και συνέχισε πηγαίνοντας με ανοιχτά τα χεράκια της προς το μέρος του. «Έλα πατερούλι μου, η μητέρα μου έρχεται. Να τη, γύρισε νωρίς σήμερα κι είμαι πατερούλι μου πολύ χαρούμενη». Όταν αγκάλιασε τη μικρή η μητέρα του παιδιού, η γυναίκα του, είχε φθάσει κοντά τους, τους αγκάλιασε και τους δυό λέγοντας γελαστά: «ω τι χαρές είναι αυτές πατέρα και κόρη. Τι γλυκές στιγμές είναι αυτές»; «Γύρισες καλή μου;» είπε εκείνος και δίχως να πάρει καμιά απάντηση είπε: «εσύ γύρισες στο σπίτι μας καλή μου και ‘γω μόλις επέστρεψα από την κόλαση που ζούσα, στη χαρά της ζωής», ενώ δύο δάκρια κύλισαν από τα κάπως καθαρά τώρα μάτια του.
*συγγραφέας – ποιητής