» Didier Eribon (μτφρ. Γιάννης Στεφάνου, εκδόσεις Νήσος)
Το βιβλίο του Ντιντιέ Εριμπόν το είχα στα υπόψη, αλλά, ας μη γελιόμαστε η εκδοτική πλημμυρίδα θα το παρέσερνε εν τέλει μακριά. Η Μ. μου μίλησε γι’ αυτό με ενθουσιασμό. Θα αρκούσε άραγε αυτό; Ίσως ναι, ίσως όχι. Δεν το ρίσκαρε στιγμή· μου το δάνεισε.
Για χρόνια ήταν για μένα μόνο ένα όνομα· τίποτα παραπάνω. Οι γονείς μου μετακόμισαν σ’ εκείνο το χωριό την εποχή που δεν πήγαινα πλέον να τους δω. Πού και πού, όταν βρισκόμουν στο εξωτερικό, τους έστελνα μια καρτ ποστάλ ‒ ύστατη προσπάθεια να συντηρήσω μια επαφή που ήθελα να είναι όσο πιο χαλαρή γίνεται. Γράφοντας τη διεύθυνση, αναρωτιόμουν πώς να είναι το μέρος που μένουν. Η περιέργειά μου δεν πήγαινε παραπέρα. Η μητέρα μου, όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο, μια-δυο φορές κάθε τρεις μήνες, συχνά και λιγότερο, με ρωτούσε: «Πότε θα έρθεις να μας δεις;». Ξεγλιστρούσα με το πρόσχημα πως είμαι πολύ απασχολημένος και της υποσχόμουν ότι θα πάω σύντομα· δεν είχα όμως την παραμικρή πρόθεση. Είχα αφήσει τους δικούς μου πίσω μου και δεν είχα καμιά διάθεση να τους ξαναδώ.
Ο θάνατος του πατέρα του αίρει εν μέρει την απροθυμία του. Επισκέπτεται εκείνο το προάστιο της Ρενς στο οποίο είχαν μετακομίσει τα τελευταία χρόνια οι γονείς του. Το κάνει ωστόσο μόνο για τη μητέρα του, με τα αδέρφια του όχι, εξακολουθεί να τα αποφεύγει, στην κηδεία δεν πήγε. Ίσως στον επόμενο θάνατο, σκέφτομαι. Η επιστροφή είναι ταξίδι σύνθετο, οι ρωγμές στην περιχαράκωση του εαυτού αγνώστου βάθους και κινδύνου για παρεπόμενη κατάρρευση του οικοδομήματος. Ο Ντιντιέ Εριμπόν υπήρξε ένας από τους λίγους που διέφυγε της προκαθορισμένης πορείας, που συνέχισε το σχολείο, που πέρασε στο πανεπιστήμιο, που έφυγε από τη Ρενς για το Παρίσι και τον κόσμο, που δεν έγινε εργάτης, που δεν παντρεύτηκε λίγο μετά τα είκοσι και τα λοιπά και τα λοιπά καθ’ όλα ρεαλιστικά κλισέ. Όταν έφυγε, η ομοφυλοφιλία του έμοιαζε να είναι το κυρίως πιάτο στο οικογενειακό τραπέζι, η διάχυτη ομοφοβία εντός και εκτός οικείας, έφευγε για να βρει τον εαυτό του, για να μπορεί να είναι ο εαυτός του. Φτάνοντας στο Παρίσι τον περίμενε μια άλλη ντουλάπα, εξίσου ασφυκτική και σκοτεινή στο εσωτερικό της, η καταγωγή, ο κόσμος από τον οποίο προερχόταν έπρεπε να μείνει κρυφός. Γκέι μπορούσε να είναι, παιδί λαϊκής οικογένειας όχι.
Δεν ήταν ωστόσο κάτι που βρέθηκε εξ αρχής στο συνειδητό φάσμα, παρότι ασχολήθηκε με τη φιλοσοφία και την κοινωνιολογία, ήταν μπροστά του και δεν το έβλεπε, κρυβόταν, θαρρείς, πίσω από τη σεξουαλικότητα του, εκείνη θεωρούσε πως βάραινε στα στοιχεία ταυτότητας. Είναι μια ιδιαίτερη αποκάλυψη η αδυναμία μας να είμαστε πλήρως αποδεκτοί σε κάποιο δωμάτιο. Πάντα θα πρέπει να φροντίζουμε για ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ερμάριο, όσο ευάερο και ευήλιο μοιάζει το κάθε επόμενο δωμάτιο, όσο καθησυχαστικός και αν είναι ο θόρυβος μιας πόρτας που κλείνει πίσω μας. Ο Εριμπόν ήρθε κάποια στιγμή αντιμέτωπος και με τη γαματοσύνη του, μελέτησε και κατανόησε διάφορα σχετικά με τον άνθρωπο, έγινε κάποιος σημαντικός σε κάποιους κύκλους, ένιωθε αυτοπεποίθηση. Τότε, κοιτάζοντας, πάντοτε από μακριά, προς τη μεριά της Ρενς, οι κατηγορίες απέναντι σε όλους και όλα, άλλοτε στιβαρές και αμετακίνητες, έχασκαν πια λειψές. Το μίσος ξέβαφε. Λέει κάπου πως αν πάψεις να μισείς κάποιον είναι ο εαυτός σου με τον οποίο οφείλεις να αναμετρηθείς, αυτό είναι που κάνει περίπλοκη την παύση του μίσους ακόμα και όταν όσα συνέθεταν το μίσος πια δεν υπάρχουν. Και πια ο Εριμπόν δεν μπορούσε απλώς να αρκείται ως κατήγορος στη στροφή του άλλοτε ψηφοφόρου του κομμουνιστικού κόμματος στην ακροδεξιά, όπως συνέβη σε πολλούς, ανάμεσά τους και στον πατέρα του, αλλά έπρεπε πια να δοκιμάσει να απαντήσει στο γιατί συνέβη αυτό. Και όταν τεθεί το πρώτο γιατί, το χαλί αρχίζει να ξηλώνεται, από τον θρόνο σου οφείλεις να παραδεχτείς πως δεν είχαν όλοι οι άνθρωποι τις ίδιες ευκαιρίες να γίνουν εξίσου υπέροχοι και αρεστοί στα γούστα σου. Και εσύ το μόνο που έκανες ήταν να τρέξεις μακριά τους και να μιλάς εξ ονόματός τους, χωρίς να τους ξέρεις, χωρίς να σε ενδιαφέρει να τους γνωρίσεις.
Και πια η καρέκλα στέκει άδεια. Ο πατέρας δεν κάθεται εκεί. Οι φωτογραφίες του στο σαλόνι αποτυπώνουν ένα πρόσωπο οικείο αλλά άγνωστο. Η Επιστροφή στη Ρενς είναι ένα αυτοδοκίμιο, ένας συνδυασμός αυτοβιογραφίας και θεωρίας. Ο δρόμος της επιστροφής είναι έντονα περιστοιχισμένος από τη θεωρία, το πρίσμα μέσα από το οποίο παρατηρεί τα πράγματα επίσης. Είναι ο τρόπος του συγγραφέα να αντιμετωπίζει τον κόσμο, την καθημερινότητα και δεν θα μπορούσε να συμβεί διαφορετικά με το παρελθόν. Το συναίσθημα παραμονεύει ωστόσο, πώς αλλιώς. Το ζήτημα που αποτελεί τον πυρήνα της αφήγησης, η σχέση πατέρα γιου δηλαδή, δεν συνοδεύεται από πρωτοτυπία, αυτό είναι σίγουρο. Αν προσθέσουμε και τα έργα στα οποία η σχέση αυτή κρύβεται πίσω από ένα μυθοπλαστικό παραβάν τότε ίσως και να μιλάμε για το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης γραμματείας. Η Επιστροφή στη Ρενς διαφέρει. Ο Εριμπόν πετυχαίνει κάτι σπουδαίο. Να γράψει κάτι απόλυτα προσωπικό με τρόπο που να απευθύνεται στο συλλογικό, χωρίς διάθεση για διδαχή και νουθεσία. Και καταφέρνει κάτι ακόμα: να απλώσει μέσω της θεωρίας το κοινό συναισθηματικό εμβαδόν με τον αναγνώστη. Και αυτό γίνεται γιατί το κατηγορώ γίνεται διερευνώ, επιχειρώ να εξηγήσω, να κατανοήσω, δίνω μια ευκαιρία να συγχωρήσω, να αποτινάξω ένα βάρος από τις πλάτες μου. Και όλο αυτό γίνεται μέσω της θεωρίας και της γνώσης από μια θέση πλεονεκτική. Η γαματοσύνη που ο καθένας λίγο πολύ νιώθει για τον εαυτό του συνοδεύεται και από κάποιες υποχρεώσεις που συχνά παραβλέπουμε.