Ηταν μια φορά στη δεκαετία του 1950 και στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1960 στο Νίππος ένα αστρόλογο παιδί… Ετσι σκέφτηκα ότι θα ξεκινούσα τον αποχαιρετισμό μου, που τελικά δεν έγινε στην κηδεία του, όταν έμαθα πριν από 3 μήνες, ότι ο Γιάννης, του Γεωργίου και της Αννας, το γένος Βαρανάκη, Κοτσιφάκης, έφυγε όντας στην Αμερική, εδώ και 50 χρόνια, για το άλλο ημισφαίριο της ζωής και ότι είχε ζητήσει να ταφεί στη γενέθλια γη. Για μια στιγμή, μόνο, ωστόσο. Ηταν μια φορά στο Νίππος ένα φιλότιμο παιδί… Ετσι θα άρχιζα, σκέφτηκα αμέσως μετά με το που τον έφερα στο κεκλιμένο επίπεδο της μνήμης, αναθιβάλοντας τα έργα και τις ημέρες των παιδικών του χρόνων. Ενα υπερβολικά φιλότιμο παιδί που η ζωή του δε μοιάζει με μυθιστόρημα, ήταν μυθιστόρημα. Ενα μυθιστόρημα που το πρώτο βασικό του κεφάλαιο αρχίζει όταν ήταν 13 χρονών κι έφυγε, ίσως απ’ το υπερβολικό του φιλότιμο, για πάντα απ’ το Νίππος, πηγαίνοντας αρχικά στα Χανιά, όπου θήτευσε και στον περίφημο “Γύρο του Θανάτου” κι ύστερα από 2 χρόνια στην Αμερική. «Χάνεται ο άνθρωπος στο Μανχάταν!»… Στον πρώτο στίχο του ποιήματος “Kostas – Kastoria – Astoria” του Γιάννη Κουβαρά ο νους μου, μιλώντας για τον δικό μας Γιάννη με τον αδελφό του τον Στέλιο την παραμονή της κηδείας του, έξω απ’ το πατρικό τους σπίτι. Χάθηκε όμως ο Γιάννης του Κοτσιφογιώργη στο όποιο Μανχάταν της Αμερικής; Με πολλά ερωτηματικά και με πάμπολλα κενά τα ενδιάμεσα κεφάλαια. Μέσα σ’ αυτά το ταξίδι των γονέων του εκεί…
Η εξαφάνισή του για 20 χρόνια… Η πίστη της μάνας του μέχρι το τέλος ότι ο Γιάννης της ζει… Ενα τηλεφώνημα που ήρθε λίγο πριν αυτή φύγει για πάντα στο επουράνιο Νίππος… Οι γεννήσεις των παιδιών του, που τα ονόματά τους μπήκαν κάτω απ’ το όνομα της γυναίκας του της Τζένης και πριν απ’ αυτά των αδελφών του στο αγγελτήριο της κηδείας του. Του Γιώργου… Το όνομα του πατέρα του. Της Αννας – Μαρίας… Το όνομα, κατά το ήμισυ, της μάνας του. Του Μιχάλη… Το όνομα του μεγάλου του αδελφού… Της Καλλιόπης… Το όνομα της αδελφής του. Η νοσταλγία της επιστροφής, που φαίνεται ότι τελευταία τον είχε κατακυριεύσει. Τι κεφάλαιο κι αυτό! Να ’ναι, λέει, την ημέρα της Παναγίας στο χωριό. Με τη γεύση ενός άγγουρου κοκκινάπιδου ακόμα στον ουρανίσκο. Με τις εικόνες των παιδικών αναμνήσεων πάντα στα μάτια του. Για να πάει πρωί – πρωί στην εκκλησία της, που είναι δίπλα στο σπίτι τους και ν’ ανάψει ένα κερί στη Χάρη της κι ένα στη μνήμη των γονέων του. Για να κουβεντιάζει ώρες ατέλειωτες με τ’ αδέλφια του… Το ψυχανεμιζόταν ότι δεν θα το αξιωνόταν. «Ζωντανός ή πεθαμένος θέλω να γυρίσω στο Νίππος», η τελευταία του επιθυμία.
Η κραυγή της αγάπης του! «Ας μη μου δώση η μοίρα μου/ εις ξένην γη τον τάφον/ είναι γλυκύς ο θάνατος/ μόνον όταν κοιμώμεθα/ εις την πατρίδα». Υποθέτω και δεν πρέπει να πέφτω έξω ότι ο Γιάννης του Κοτσιφογιώργη δεν είχε ακουστά ποτέ τον ποιητή Ανδρέα Κάλβο, ούτε είχε ποτέ διαβάσει τους στίχους του που μόλις ανέφερα. Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι αυτοί οι στίχοι απ’ το ποίημα του Ζακυνθινού ποιητή “Ο φιλόπατρις” δεν ήταν η καθημερινή του προσευχή. «Είναι γλυκύς ο θάνατος/ μόνον όταν κοιμώμεθα/ εις την πατρίδα». Πατρίδα ολωνών μας τα παιδικά μας χρόνια. Για τον Γιάννη που πήγε στην Αμερική και δεν χάθηκε τελικά στο όποιο Μανχάταν το Νίππος των παιδικών του χρόνων. Το αναστάσιμο διπλοκάμπανο της Παναγίας… Μια ξεμοναχιασμένη ποταμίδα στο Ραφιόλι… Μια αυλή που μύριζε βασιλικό και ασβέστη… Ο καημός – λυγμός των γονέων του… Η έγνοια των αδελφιών του, που έκαμαν τα αδύνατα δυνατά ξεπερνώντας αμέτρητες δυσκολίες και έναν λαβύρινθο γραφειοκρατιών για να φέρουν τη σορό του πενήντα μέρες μετά το φτερούγισμα της ψυχής του στα ουράνια στο Νίππος. «Είναι γλυκύς ο θάνατος, όταν κοιμώμεθα εις την πατρίδα». Και τίτλος του τελευταίου κεφαλαίου απ’ το μυθιστόρημα της ζωής του Γιάννη Γεωργίου Κοτσιφάκη ο στίχος του ποιητή. Και τίτλος μαθήματος ζωής, ωστόσο…