Το 2013 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών υπολόγισε ότι 232 εκατ. άνθρωποι ζουν εκτός της χώρας που γεννήθηκαν και οι μισοί περίπου από αυτούς είναι οικονομικά ενεργοί. «Η μετανάστευση είναι το “κλειδί” για την οικονομική ανάπτυξη των χωρών προέλευσης και υποδοχής» επισημαίνει σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο ειδικός σε θέματα μετανάστευσης, Πάτρικ Ταράν.
Ο κ. Ταράν χαρακτηρίζει τα ζητήματα της μετανάστευσης «σπαζοκεφαλιά», αλλά «σπάει» τα στερεότυπα που θέλουν τη μετανάστευση πρόβλημα για τις χώρες υποδοχής και παραθέτει τα σημαντικά πλεονεκτήματα που η κινητικότητα των πληθυσμών επιφέρει στις οικονομίες και τις κοινωνίες. Σπεύδει, όμως, να προσθέσει ότι χρειάζεται μακροπρόθεσμος σχεδιασμός από τις κυβερνήσεις, ώστε οι μετανάστες να πάψουν να αποτελούν τον «αποδιοπομπαίο τράγο» και να επιτευχθούν ο σεβασμός στη διαφορετικότητα και η πρόληψη της ξενοφοβίας.
Ο Πάτρικ Ταράν έχει περισσότερα από 35 χρόνια εμπειρίας σε θέματα μετανάστευσης. Είναι πρόεδρος της εταιρείας “Global Migration Policy Associates”, που ειδικεύεται στην παροχή συμβουλών σε κυβερνήσεις σε θέματα μεταναστευτικής πολιτικής, ενώ συνεργάζεται ως επισκέπτης καθηγητής με τη Σχολή Διπλωματίας της Γενεύης και με το Διεθνές Κέντρο Εκπαίδευσης της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας στο Τορίνο. Από το 2000 ως το 2011 συνεργάστηκε, επίσης, με τη Διεθνή Οργάνωση Εργασίας ως ειδικός σε θέματα μετανάστευσης, ενώ έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, και γραμματέας για θέματα μετανάστευσης στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών από το 1990 ως το 1998.
Δεν προσεγγίζει, όμως, τα θέματα μετανάστευσης μόνο με την οπτική του ειδικού, αλλά και υπό το πρίσμα των δικών του βιωμάτων. Με «σχεδόν γενετικό υπόβαθρο μετανάστευσης», όπως λέει ο ίδιος, καθώς και οι παππούδες και οι γονείς του ήταν μετανάστες, ο ίδιος βιώνει τα τελευταία 24 χρόνια την εμπειρία του να είσαι Αμερικάνος στην Ευρώπη (γεννήθηκε στο Σιάτλ και ζει στη Γενεύη). «Ωστόσο, δεν θα μπορούσα να συγκρίνω με τίποτα τις διακρίσεις αυτές με όσες υφίστανται όσοι έρχονται στην Ευρώπη από τη Λατινική Αερική ή την Αφρική ή την Ασία» συμπληρώνει.
Ο κ. Ταράν βρέθηκε στη Ρόδο, που συμμετείχε στο διεθνές συνέδριο “Διάλογος των Πολιτισμών” και έλαβε μέρος σε εργαστήριο για τη μετανάστευση και την κινητικότητα στην αγορά εργασίας. Στην ομιλία, αλλά και στη συνέντευξη που ακολούθησε, ο κ. Ταράν τονίζει ότι «διαμέσου των αιώνων, αλλά και σήμερα, η μετανάστευση αποτελεί επιτακτική ανάγκη για την οικονομική ανάπτυξη, κυρίως για την ανάπτυξη των βιομηχανικών χωρών, όπου εξαιτίας των διαρκών τεχνολογικών αλλαγών, καμία χώρα δεν μπορεί να εκπαιδεύσει ή να επιμορφώσει τον πληθυσμό της για όλες τις διαφορετικές δεξιότητες που χρειάζονται προκειμένου να λειτουργήσει μια μοντέρνα οικονομία σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον».
Ο ίδιος παραθέτει στοιχεία έρευνας του διεθνούς φήμης McKenzie Institute, σύμφωνα με τα οποία μέχρι το 2020 υπολογίζεται ότι θα υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο έλλειψη 85 εκατομμυρίων εξειδικευμένων εργαζόμενων. Στην ίδια έρευνα καταγράφεται ότι οι εργοδότες σε πολλές χώρες δεν μπορούν να βρουν εργαζόμενους με τις κατάλληλες δεξιότητες για μία στις τρεις δουλειές που προσφέρουν. «Πρόκειται για μία κατάσταση, με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι διεθνώς, που αποτελεί σπαζοκεφαλιά, πώς την επιλύεις, πώς τη χειρίζεσαι, καθώς υπάρχει ξεκάθαρα ανάγκη για εργατικό δυναμικό και ικανούς ανθρώπους σε αρκετές ευρωπαϊκές χώρες και στη Βόρεια Αμερική, αλλά και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας. Την ίδια ώρα έχουμε σε κάποιες αναπτυγμένες χώρες υψηλά επίπεδα ανεργίας, αλλά αυτά τα υψηλά επίπεδα ανεργίας είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και των λάθος χειρισμών της οικονομίας από τις κυβερνήσεις», παρατηρεί ο κ. Ταράν.
Επίσης, η μετανάστευση, τονίζει ο κ. Ταράν, αποτελεί «όχημα» για τη διατήρηση του πληθυσμού των χωρών υποδοχής, την ώρα που η πλειοψηφία των χωρών στον πλανήτη έχουν φτάσει ή τείνουν να φτάσουν σε μηδενική αύξηση του δείκτη γονιμότητας του πληθυσμού. «Βλέπουμε ότι οι χώρες της Ευρώπης και της Βόρειας Ευρώπης, καθώς και ορισμένες χώρες στη Λατινική Αμερική, στην Ευρασία, στην Καραϊβική και στην Ασία έρχονται αντιμέτωπες με καταστάσεις, όπου ο αριθμός των παιδιών που γεννιούνται δεν θα είναι αρκετός τα επόμενα χρόνια, ώστε να διατηρηθούν τα υπάρχοντα επίπεδα πληθυσμού. Και αυτό σημαίνει ότι το εργατικό δυναμικό θα αρχίσει να μειώνεται. Για παράδειγμα για πρώτη φορά στην Ιστορία, το 2012 το εργατικό δυναμικό της Κίνας άρχισε να μειώνεται και υπάρχει η πρόβλεψη ότι τα επόμενα 30 – 40 χρόνια θα μειωθεί κατά 100 εκατομμύρια εργαζόμενους».
Και υπάρχει και άλλη μια διάσταση, που κατά τον κ. Ταράν δεν συζητείται συχνά, αυτή της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών συστημάτων. «Στη Δυτική Ευρώπη το 2.000 το ποσοστό εξάρτησης της κοινωνικής ασφάλισης ήταν δύο συνταξιούχοι για κάθε επτά εργαζόμενους.
Με τα σημερινά δεδομένα υπολογίζεται ότι το 2050 μόλις τέσσερις οικονομικά ενεργοί θα υποστηρίζουν δύο ηλικιωμένους».
Ο κ. Ταράν χαρακτηρίζει την οικονομική συνεισφορά της μετανάστευσης στην παγκόσμια οικονομία αντίστοιχη με αυτή του πετρελαίου. Την ίδια ώρα, όμως, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις επιβάλλουν περιοριστικές πολιτικές. «Παράδειγμα της ειρωνείας αυτής αποτελεί η Ελβετία. Την ίδια ώρα που διεξαγόταν η ψηφοφορία για τον περιορισμό της μετανάστευσης, η Ελβετική Ομοσπονδία Ωρολογοποιών ανακοίνωνε δημόσια ότι αντιμετώπιζε αυξανόμενη έλλειψη σε υψηλής εξειδίκευσης εργατικό δυναμικό που να φτιάχνει ρολόγια».
Η μετανάστευση έχει σημαντικά πλεονεκτήματα και για τις χώρες προέλευσης. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία, λέει ο κ. Ταράν, η ετήσια ροή εμβασμάτων υπολογίζεται ότι είναι περισσότερα από 400 δισ. δολάρια, αριθμός μεγαλύτερος από την ετήσια αναπτυξιακή βοήθεια των ανεπτυγμένων χωρών και μεγαλύτερη από τις ετήσιες άμεσες ξένες επενδύσεις.
Γιατί, όμως, παρά τα πλεονεκτήματα της κινητικότητας των ανθρώπων, παρατηρείται διαρκής άνοδος των ποσοστών των ακροδεξιών πολιτικών κομμάτων; Ο Πάτρικ Ταράν τοποθετεί την εξήγηση στην αύξηση του αριθμού των ανθρώπων που ζουν κάτω ή κοντά στο όριο της φτώχειας. «Η άνοδος αυτή τροφοδοτείται από την αυξανόμενη δυσαρέσκεια και τις χειρότερες συνθήκες ζωής για μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Για παράδειγμα τα τελευταία 20 χρόνια το ποσοστό του πληθυσμού στο Ηνωμένο Βασίλειο που ζει στο όριο της φτώχειας ή κάτω από το όριο της φτώχειας έχει διπλασιαστεί και κυμαίνεται στο 33% του πληθυσμού» λέει.
Προσθέτει ότι «όταν δεν βλέπεις μέλλον για τα παιδιά σου και όταν τα παιδιά σου δεν βλέπουν μέλλον (ας μην ξεχνάμε ότι η νεανική ανεργία στην Ελλάδα υπολογίζεται στο 60%), το κράτος δεν προσφέρει λύσεις, η οικονομική κοινότητα δεν προσφέρει λύσεις και εμφανίζονται κόμματα που λένε ότι εμείς έχουμε λύσεις γιατί γνωρίζουμε ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα, τότε είναι πιθανό να υποστηρίξεις τα κόμματα αυτά. Οπως στη Γαλλία που η Μαρί Λεπέν είπε στους Γάλλους ότι «υπάρχουν τρία εκατομμύρια άνεργοι στη χώρα και υπάρχουν και τρία εκατομμύρια μετανάστες. Μπορείτε να καταλάβετε τι συμβαίνει». Το ίδιο γίνεται και στην Ελλάδα, αλλά και σε χώρες λιγότερο επηρεασμένες από την οικονομική κρίση, όπως είναι η Ελβετία. Υπάρχει μια αυξανόμενη ανησυχία για το μέλλον», λέει.
Πώς θα συμβούλευε, όμως, τις κυβερνήσεις να χειριστούν τα ζητήματα της μετανάστευσης; Ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός είναι η απάντηση, σημειώνει. «Θα συμβούλευα τις κυβερνήσεις πρώτα από όλα να καθίσουν κάτω και να εξετάσουν όχι μόνο τα δεδομένα του χτες, αλλά τα δεδομένα της επόμενης χρονιάς, των δέκα επόμενων χρόνων και των τριάντα επόμενων χρόνων. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Πρέπει να ξέρεις ποια είναι η πραγματικότητα τώρα και τουλάχιστον να έχεις μια ιδέα για το τι έρχεται και να έχεις μια μεθοδολογία, ώστε για παράδειγμα να προβλέψεις με ακρίβεια τα επόμενα δέκα χρόνια ποιες θα είναι οι ανάγκες σου σε εργατικό δυναμικό και δεξιότητες. Αυτό σημαίνει οικονομικό σχεδιασμό, γι’ αυτό οι κυβερνήσεις θα πρέπει να πάρουν αποφάσεις τώρα και όχι σε 20 χρόνια».
Επίσης, συμπληρώνει ότι «για να αντιμετωπίσεις το φαινόμενο της μετανάστευσης θα πρέπει να ασχοληθείς και με άλλα θέματα, όπως η εκπαίδευση και η απασχόληση, γιατί η μετανάστευση σήμερα είναι τμήμα της γενικότερης πορείας της οικονομίας».
Από μια συζήτηση για τη μετανάστευση δεν θα μπορούσε να απουσιάσει και ο σχολιασμός της κατάστασης που επικρατεί στην Ελλάδα. «Είτε μας αρέσει είτε όχι, λόγω της θέσης της μια χώρα όπως η Ελλάδα θα έχει όλο και περισσότερο διαφοροποιημένη εθνοτική σύνθεση. Και εάν η βάση για αυτό δεν είναι κομμάτι μιας κρατικής πολιτικής, αν δεν υπάρχει η κατανόηση του φαινομένου, τότε, όταν θα ο πληθυσμός θα αντιμετωπίσει σοβαρές κοινωνικές και οικονομικές αναταραχές, η μετανάστευση και οι μετανάστες θα αποτελέσουν με ευκολία τον αποδιοπομπαίο τράγο. Και το αποτέλεσμα θα είναι η βία, η ξενοφοβία, το καθεστώς φόβου στις μειονότητες και τις μεταναστευτικές κοινότητες και αυτό θα συνεχίζεται».
Οπως συμπληρώνει, «δεν μπορώ να προσφέρω μια εύκολη απάντηση για το τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα γιατί δεν έχω. Πάντως η Ελλάδα αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και ένα μέρος που οι μετανάστες έρχονται για να μπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οπότε δεν είναι ένα πρόβλημα που η Ελλάδα θα έπρεπε να αφεθεί να λύσει μόνη της. Για παράδειγμα οι μετανάστες που φτάνουν στην Ελλάδα και προσπαθούν να ταξιδέψουν οπουδήποτε αλλού, απελαύνονται πίσω στην Ελλάδα. Αυτό θα έπρεπε να είναι, στο πλαίσιο μιας κοινής αγοράς και ενός κοινού οικονομικού χώρου και ενός κοινού χώρου κινητικότητας, μια κοινή ευθύνη».