Στη φιλοσοφία του Επίκουρου, οι άμετρες επιθυμίες είναι μαζί με τον φόβο (με τον οποίο ασχοληθήκαμε στο προηγούμενο άρθρο) τα δύο μεγαλύτερα εμπόδια στο να κατακτήσει ο άνθρωπος μια ευτυχισμένη ζωή.
Πολύ σημαντικές πηγές για να μορφώσουμε άποψη για τις θέσεις της Επικούρειας φιλοσοφίας πάνω στο θέμα των ανθρώπινων επιθυμιών είναι η Επιστολή του Επίκουρου προς Μενοικέα “Περί βίων”, όπως τη διέσωσε ο Διογένης Λαέρτιος, και το έργο του Κικέρωνα “Περί των τελικών σκοπών, καλών και κακών” όπου καταγράφει τα λόγια ενός νεαρού επικούρειου, του Τορκουάτου, πάνω στο θέμα. Απ’ αυτές τις δύο πηγές σταχυολογούμε στα παρακάτω, για να δώσουμε τη σκέψη του Επίκουρου σχετικά με τις ανθρώπινες επιθυμίες.
Κατ’ αρχήν, πρέπει να πούμε ότι ο Επίκουρος αναγνωρίζει στον άνθρωπο το δικαίωμα να απολαύσει τα αγαθά της ζωής. Το συναίσθημα της ευχαρίστησης, η ευάρεστη διάθεση που έχουμε όταν λείψει κάθε τι το ενοχλητικό («παντός ἀλγοῦντος ὑπεξαίρεσιν», όπως έλεγε ο ίδιος), είναι αυτό που ονόμασε ηδονή και είναι κάτι που το αποζητούμε γιατί είναι πρωταρχικό αγαθό και “συγγενικόν” (γεννημένο μαζί με μας) και “σύμφυτον” (έμφυτο). Από αυτό το συναίσθημα ευχαρίστησης και καλής διάθεσης -που το είπαμε ηδονή- ξεκινάμε τις προτιμήσεις μας και τις αποφυγές μας και σ’ αυτό πάλι καταφεύγουμε για να βαθμολογήσουμε το κάθε αγαθό.
Πρέπει εδώ να πούμε ότι η Σχολή του Επίκουρου είναι από τις λίγες που έβαλε τάξη και έδωσε ανωτερότητα στην απόλαυση της ζωής. Ο επικούρειος Τορκουάτος λέει: «Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο χρήσιμο για το ευ ζην, από τη διδασκαλία του Επίκουρου σχετικά με τις επιθυμίες». Διδάσκει ο Επίκουρος: «Άλλες επιθυμίες είναι φυσικές και αναγκαίες, ενώ άλλες είναι φυσικές, όχι όμως και αναγκαίες· κι άλλες, πάλι, δεν είναι ούτε φυσικές ούτε αναγκαίες, αλλά γεννιούνται από τις κενές ιδέες». (Ο βιογράφος του Επίκουρου, Διογένης Λαέρτιος, σχολιάζει για τα παραπάνω: Φυσικές και αναγκαίες θεωρεί ο Επίκουρος εκείνες που διώχνουν τον πόνο, με τον ίδιο τρόπο που το νερό διώχνει τη δίψα· φυσικές και μη αναγκαίες είναι εκείνες που απλώς διαφοροποιούν την ηδονή, χωρίς όμως να εξουδετερώνουν έναν πόνο, όπως λ.χ. τα πολυτελή εδέσματα· μη φυσικές και μη αναγκαίες επιθυμίες είναι οι επιθυμίες για στεφάνια δόξας και αγάλματα).
Και συνεχίζει ο Τορκουάτος: «Βασική αρχή της κατάταξης αυτής είναι το ότι οι φυσικές και αναγκαίες επιθυμίες ικανοποιούνται με πολύ λίγο κόπο και ξόδεμα· οι φυσικές αλλά μη αναγκαίες επιθυμίες επίσης δεν απαιτούν πολλά, μιας και ο πλούτος της φύσης που αρκεί για την ικανοποίησή τους αποκτάται εύκολα και είναι περιορισμένος σε ποσότητα· τέλος, για τις κενές επιθυμίες δεν μπορεί να ανακαλυφθεί κανένα όριο».
Σχετικά μ’ αυτό παραθέτουμε εδώ από τις “Κύριες Δόξες” του Επίκουρου την 15, που είναι χαρακτηριστική και συμπυκνώνει όλη την ουσία:
«Ὁ τῆς φύσεως πλοῦτος καί ὥρισται καί εὐπόριστός ἐστιν, ὁ δέ τῶν κενῶν δοξῶν εἰς ἄπειρον ἐκπίπτει»,
που στα νέα Ελληνικά μεταφράζεται: «Ο πλούτος που μας αρκεί ώστε να ζούμε σύμφωνα με τη φύση, έχει τα όριά του και αποκτάται εύκολα. Ενώ ο πλούτος που αποζητά η ανθρώπινη ματαιοδοξία, χάνεται στο άπειρο».
Συνεχίζοντας πάνω στις ανθρώπινες επιθυμίες, παραθέτουμε σε ελεύθερη απόδοση ένα απόσπασμα από την Επιστολή του Επίκουρου προς Μενοικέα: «Η σωστή και καλά στηριγμένη μελέτη των επιθυμιών καταφέρνει να εξαρτήσει κάθε προτίμηση και αποφυγή από την υγεία του σώματος και από την αταραξία της ψυχής, αφού αυτός είναι ο τελειωτικός σκοπός της μακάριας και ευτυχισμένης ζωής. Γιατί όλα τα κάνουμε γι’ αυτό και μόνο, να μην πονάμε και να μην ταραζόμαστε. Αφού μια και το εξασφαλίσουμε αυτό, ηρεμεί η ψυχή γιατί δεν έχουμε τίποτε που να τρέχουμε να το κυνηγούμε και να γυρεύουμε κάτι για να συμπληρώσει το αγαθό της ψυχής και του κορμιού. Επειδή τότε μονάχα χρειαζόμαστε την ηδονή, όταν πονούμε από τη στέρησή της. Όταν όμως δεν υποφέρουμε, δεν την χρειαζόμαστε. Και γι αυτό την ηδονή τη λέμε αρχή και σκοπό της ευτυχισμένης ζωής». Και συνεχίζει στην Επιστολή ο Επίκουρος: «Όταν λοιπόν λέμε πως η ηδονή είναι σκοπός της ζωής, δεν εννοούμε τις ηδονές των ασώτων ούτε τις κολλημένες στην απόλαυση, όπως νομίζουν μερικοί απληροφόρητοι ή αντίθετοι ή όσοι σκόπιμα παραμορφώνουν τις γνώμες μας, παρά το να μην υποφέρουμε στο σώμα και να μη ταραζόμαστε στην ψυχή».
Από αυτά που έχουμε πει μέχρι τώρα, έχει, πιστεύω, ήδη γίνει φανερό ότι ο Επίκουρος αναγνωρίζει ευθέως και χωρίς σεμνοτυφίες ότι το να αποζητούμε την ηδονή είναι κάτι που είναι σύμφυτο και γεννιέται μαζί μ’ εμάς. Δίνει όμως στις ηδονές που πρέπει να επιδιώκει ο άνθρωπος στη ζωή του μια ανώτερη ποιότητα και μια απαίτηση να του λύνουν τα προβλήματα -να του εξαφανίζουν το άλγος, όπως λέει- και όχι να του δημιουργούν μεγαλύτερα. Και αυτό διότι το ζητούμενο είναι να εκλείψει από τον άνθρωπο κάθε πόνος και κάθε ταραχή και να ζήσει ευτυχισμένος. Αυτό είναι για τον Επίκουρο το “ἡδέως ζῆν”.
Για να κερδίσει ο άνθρωπος, λέει ο Επίκουρος, τις ηδονές που θα τον κάνουν ευτυχισμένο, πρέπει να βάλει αυστηρές προδιαγραφές στις επιθυμίες του. Είναι χαρακτηριστική η “Ἐπικούρου Προσφώνησις αρ. 21” την οποία παραθέτουμε, κλείνοντας το σημερινό άρθρο:
«Οὐ βιαστέον τήν φύσιν ἀλλά πειστέον· πείσομεν δέ τάς ἀναγκαίας ἐπιθυμίας ἐκπληροῦντες, τάς τε φυσικάς ἄν μη βλάπτωσι, τάς δέ βλαβεράς πικρῶς ἐλέγχοντες»,
Που στα νέα Ελληνικά αποδίδεται ως εξής: «Τη φύση δεν πρέπει να τη βιάζουμε αλλά να την υπακούμε. Και θα την υπακούσουμε εάν ικανοποιούμε τις αναγκαίες επιθυμίες μας και όσες φυσικές επιθυμίες δεν μας βλάπτουν, και εάν ελέγχουμε σκληρά τις βλαβερές».
*δρ μηχανικός
Βιβλιογραφία
Χ. Θεοδωρίδης, ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ – Η αληθινή όψη του Αρχαίου Κόσμου, εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, Αθήνα, 1999.
ΕΠΙΚΟΥΡΟΣ Κείμενα – πηγές της επικούρειας φιλοσοφίας και Τέχνης του Ζην, επιμέλεια Γ. Αβραμίδης, εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη, 2000.
Ερρίκος Σμιθ, Η φιλοσοφία της ηδονής στον Επίκουρο, μετάφραση Δ. Κωστελάνος, εκδόσεις Γλάρος, Αθήνα, 1982.