Οι επιθυμίες μας και η ικανοποίησή τους, όπως μας καλούν να ανακαλύψουμε μέσα μας οι Gilles Deleuze και Felix Guattari στο δίτομο μνημειώδες έργο “Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια” που κυκλοφόρησε το 1972 και 1980 στον απόηχο του γαλλικού Μάη του ’68, δεν πρέπει να εκλαμβάνονται ως το νόημα της ύπαρξής μας παρά μονάχα ως ο εξελικτικός μηχανισμός, η ατμομηχανή που δίνει κίνηση στα έμβια όντα, καλώντας τα να αποδράσουν από τις βολικές συνήθειες και τις μνήμες τους, να εξερευνήσουν τον κόσμο, να εξελιχθούν και να δημιουργήσουν. Αναμφίβολα, η δαιμονοποίηση των επιθυμιών από όπου και αν προέρχεται, αποτελεί διαχρονικά βασικό ανασταλτικό παράγοντα της ανθρώπινης εξέλιξης. Εξίσου προβληματική όμως με τη δαιμονοποίησή τους είναι και η υλιστική παραίσθηση πως προορισμός του ανθρώπου είναι η εντατική και επαναλαμβανόμενη ικανοποίηση των επιθυμιών του. Στόχος κάθε επιθυμητικής διαδικασίας είναι να δώσει κίνηση στο ον, να το φέρει αυθόρμητα μέχρι την εκπλήρωση της διαδικασίας και κατόπιν να αποσυρθεί σιωπηλά ώστε το ον να βαδίσει ισχυρότερο και πιο ελεύθερο στο επόμενο σκαλοπάτι. Γράφουν οι Deleuze και Guattari: «Κάναμε τη διαδικασία σκοπό. Σκοπός της κάθε διαδικασίας δεν είναι η επ’ άπειρον συνέχισή της, αλλά η εκπλήρωσή της… Η διαδικασία πρέπει να τείνει στην εκπλήρωσή της και όχι σε κάποια φοβερή εντατικοποίηση, σε κάποια φοβερή ακρότητα, όπου η ψυχή και το σώμα τελικά αφανίζονται».
Τα κομμουνιστικά καθεστώτα απέτυχαν όπως ήταν αναμενόμενο: αποπειράθηκαν να μπλοκάρουν βίαια τις επιθυμητικές διαδικασίες των ανθρώπινων όντων στο όνομα κάποιας αφηρημένης και ουσιαστικά καθόλου ορθά θεμελιωμένης κοινωνικής ισότητας. Αν όμως ο κομμουνισμός αποτέλεσε μια μαύρη σελίδα στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο καπιταλισμός ίσως αποτελέσει την ταφόπλακά της. Το πανίσχυρο όπλο των καπιταλιστικών καθεστώτων είναι ότι δημιουργούν στο ον την ψευδαίσθηση της ελευθερίας και συνεπώς το παίρνουν με το μέρος τους. Στην πραγματικότητα αυτό που κάνουν είναι να καθιστούν την ανθρώπινη ύπαρξη έρμαιο των επιθυμητικών της μηχανών (όρου ξανά δανεισμένου από τους δύο αυτούς μεγάλους Γάλλους φιλοσόφους), οδηγώντας τον άνθρωπο εξελικτικά μάλλον πίσω στους νόμους της ζούγκλας και όχι κοντύτερα στον προορισμό του. Στο καπιταλιστικό περιβάλλον, οι άνθρωποι μυούνται από πολύ νωρίς στην ιδέα ότι απώτερος σκοπός κάθε διαδικασίας είναι η παραγωγή χρήματος, δηλαδή του μέσου με το οποίο ο άνθρωπος εντός καπιταλιστικού περιβάλλοντος εξασφαλίζει την ικανοποίηση των επιθυμιών του. Γρήγορα το ον δημιουργεί την ψευδή συνείδηση πως ο προορισμός ολόκληρου του ταξιδιού αλλά και κάθε επιμέρους διαδικασίας δεν είναι άλλος από την ικανοποίηση όσο το δυνατόν περισσότερων επιθυμιών. O άνθρωπος αρχίζει να θυσιάζει έτσι τη δημιουργική του εξέλιξη, τη γενικότερη κίνηση του και την πνευματική του πρόοδο στο όνομα της εντατικής και ολοένα και πιο πλούσιας ικανοποίησης των επιθυμιών του, με όποιον τρόπο και αν αυτή έρχεται. Είναι σαν οι επιθυμητικές μηχανές να πέφτουν πάνω στη φλόγα του ανθρώπινου πνεύματος που βρίσκεται πίσω από αυτές και που διψάει για κίνηση και δημιουργία, να τη σβήνουν και να την υποκαθιστούν.
Το μεταλλαγμένο ανθρώπινο πνεύμα, κυνηγώντας την παραγωγή ηδονής μέσα από τη χωρίς φραγμούς ικανοποίηση των επιθυμητικών μηχανών του, αρχίζει να συμπεριφέρεται με επικίνδυνο τρόπο. Καθίσταται φυγόπονο: από τη στιγμή που η καθαυτή διαδικασία δεν έχει πια αξία, αρχίζει να αποφεύγει την κοπιαστική διαδικασία της παραγωγής και της δημιουργίας αλλά να αγαπάει την κατανάλωση και τη χρήση, να τυποποιεί, να αυτοματοποιεί και να επαναλαμβάνει τις ίδιες διαδικασίες εφόσον αυτές αποφέρουν χρήματα, να παγιδεύει τον εαυτό του στο γνώριμο περιβάλλον του στο οποίο νιώθει άνετα εφόσον ικανοποιούνται οι επιθυμητικές μηχανές του, αποφεύγοντας το επίπονο άνοιγμα στο άγνωστο. Αυτή η επανάληψη και στασιμότητα όμως διασπείρουν ανεξέλεγκτα πολυπλοκότητα, η οποία συρρικνώνει την ατομικότητα μέσα στο ολοένα και πιο πολύπλοκο κοινωνικό περιβάλλον. Ο άνθρωπος δε μπορεί να κατανοήσει πια την πραγματικότητα, καθίσταται δημιουργικά ανενεργός και τελικά καταπίνεται από αυτήν. Επίσης, το ανθρώπινο πνεύμα καθίσταται αδίστακτο: μιας που μονάχα ο γλυκός προορισμός μετράει πλέον, ο σκοπός αρχίσει να αγιάζει ολοκληρωτικά τα μέσα. Ο άνθρωπος αρχίζει να αναζητάει το λιγότερο κοπιαστικό, συχνά αναξιοκρατικό μονοπάτι ανέλιξης και όχι το πιο ουσιαστικό, αρέσκεται στο να εκμεταλλεύεται και στο να ασκεί τυφλή εξουσία πάνω στις άλλες ανθρώπινες υπάρξεις και όχι στο να επιδιώκει την ουσιαστική ανθρώπινη αλληλεπίδραση. Έτσι όμως η κοινωνική πραγματικότητα καθίσταται σταδιακά χαοδώς άδικη. Τέλος, καθίσταται άπληστο: Δεν προτίθεται να σταματήσει αν δεν εξασφαλίσει την υλική παντοδυναμία του. Με αυτό τον τρόπο ο πλούτος συσσωρεύεται σε συνεχώς λιγότερα χέρια, βαθαίνοντας με γοργούς ρυθμούς την κοινωνική ανισότητα και απειλώντας να τινάξει στον αέρα κάθε έννοια δημοκρατίας.