Πέμπτη, 7 Νοεμβρίου, 2024

Επιτόκια: Τι σηματοδοτεί η αλλαγή τακτικής από την ΕΚΤ

Η αναταραχή στις αγορές την περασμένη εβδομάδα, αρχικά λόγω της χρεοκοπίας της αμερικανικής τράπεζας Silicon Valley Bank (SVB) και στη συνέχεια των προβλημάτων της ελβετικής Credit Suisse, οδήγησε πολλούς αναλυτές να επαναπροσδιορίσουν χαμηλότερα τις προσδοκίες τους για τις αυξήσεις των επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed).

Η ΕΚΤ δεν επιβεβαίωσε κατ’ αρχήν τις προσδοκίες αυτές την περασμένη Πέμπτη καθώς προχώρησε στην αύξηση των βασικών επιτοκίων της κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, όπως είχε προαναγγελθεί από τον Φεβρουάριο, με στόχο τη μείωση του πληθωρισμού στον στόχο του 2%. Ωστόσο, απέφυγε επιμελώς να αναφερθεί σε νέες αυξήσεις επιτοκίων στο μέλλον, όπως έκανε σε προηγούμενες ανακοινώσεις της, τονίζοντας την ανάγκη οι αποφάσεις να λαμβάνονται σε κάθε συνεδρίαση με βάση τα στοιχεία που θα είναι τότε διαθέσιμα για την πορεία του γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή και του δομικού πληθωρισμού. Μετά τις αυξήσεις της Πέμπτης, το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων διαμορφώνεται στο 3% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 3,5%.

Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, είπε ότι με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί να γίνουν εκτιμήσεις για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων, επικαλούμενη την πρόσθετη αβεβαιότητα για τις προοπτικές του πληθωρισμού λόγω των αναταράξεων στις αγορές.

Οι νέες προβλέψεις της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη, οι οποίες έγιναν πριν από τα γεγονότα της περασμένης εβδομάδας, δείχνουν μία ταχύτερη αποκλιμάκωσή του σε σχέση με τις προβλέψεις του περασμένου Δεκεμβρίου, η οποία οφείλεται στη μεγάλη πτώση των τιμών ενέργειας. Συγκεκριμένα, σε μέσα επίπεδα έτους ο πληθωρισμός αναμένεται στο 5,3% για φέτος, στο 2,9% το 2024 και στο 2,1% το 2025 που είναι και ο μεσοπρόθεσμος ορίζοντας αναφοράς για τις αποφάσεις της κεντρικής τράπεζας. Τον Δεκέμβριο, αναμενόταν πληθωρισμός 6,3% για φέτος, 3,4% για το 2024 και 2,3% για το 2025.

Η αναθεώρηση των προβλέψεων για τον πληθωρισμό προς τα κάτω σηματοδοτεί πιθανόν μία μικρότερη ανάγκη προσαρμογής της νομισματικής πολιτικής. Η Λαγκάρντ είπε ότι με βάση τις προβλέψεις αυτές, αν πρόκειται να επαληθευτούν υπό το φως των τελευταίων αναταράξεων, θα έπρεπε να καλυφθεί «περισσότερο έδαφος», υπονοώντας ότι θα χρειαζόταν περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων, ενώ σε προηγούμενες συνεντεύξεις της έκανε λόγο για «πολύ έδαφος» που έπρεπε να καλυφθεί.

Το ερώτημα, συνεπώς, είναι αν πράγματι η αναταραχή θα οδηγήσει σε κάποια σημαντική αλλαγή των προβλέψεων για τον πληθωρισμό, η οποία με τη σειρά της θα άλλαζε και την πολιτική για τα επιτόκια. Αν, για παράδειγμα, υπάρξει σημαντική πτώση των χρηματιστηρίων και ένα κλίμα πρόσθετης αβεβαιότητας, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης που θα διευκόλυνε τη μείωση του πληθωρισμού. Αυτό, όμως, είναι πολύ πρόωρο να εκτιμηθεί καθώς η κρίση είναι πολύ νωπή και δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς αν θα κλιμακωθεί και σε ποιο βαθμό ή αν θα «σβήσει» μετά τις παρεμβάσεις της Fed και της ελβετικής κεντρικής τράπεζας για την παροχή ρευστότητας.

Την ερχόμενη Τετάρτη θα ανακοινώσει και η Fed τις αποφάσεις της για τα επιτόκια, οι οποίες αναμένονται επίσης με μεγάλο ενδιαφέρον. Πριν τη χρεοκοπία της SVB, οι επενδυτές ανέμεναν ότι η Fed θα αύξανε το βασικό επιτόκιό της κατά 50 μονάδες βάσης (μισή ποσοστιαία μονάδα) για να αντιμετωπίσει τον πληθωρισμό, αλλά στη συνέχεια οι προσδοκίες είναι ότι η αύξηση θα περιορισθεί σε 25 μ.β. Το επιτόκιο της Fed ανέρχεται σήμερα στο 4,5% έως 4,75%.

Οι «άμυνες» του Χρηματιστηρίου Αθηνών στη νέα διεθνή αναταραχή

Τελικά ο μήνας Μάρτιος «στοιχειώνει» τις αγορές και το Χρηματιστήριο Αθηνών. Οι «Μαύροι Κύκνοι» εμφανίζονται στις αγορές σχεδόν κάθε Μάρτιο, τα τελευταία έτη: Μάρτιος 2020 η πανδημία, Μάρτιος 2022 ο πόλεμος στην Ουκρανία και Μάρτιος 2023 η πτώχευση της SVB και η κατάρρευση της Credit Suisse Group.

Από τις αρχές Μαρτίου ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης καταγράφει απώλειες 9,66%, η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς υποχωρεί πάνω από 7 δισ. ευρώ, ενώ ο τραπεζικός δείκτης σημειώνει απώλειες περίπου 20,85%.

Η αγορά είχε συμπληρώσει πέντε μήνες ανοδικής κίνησης που έφεραν τον βασικό δείκτη στα υψηλά των 1.133 μονάδων, από τα χαμηλά των 790 μονάδων που ήταν στα τέλη του περασμένου Σεπτεμβρίου. Στο πεντάμηνο ο βασικός χρηματιστηριακός δείκτης είχε ενισχυθεί κατά περίπου 43%, η κεφαλαιοποίηση της αγορά στο ίδιο διάστημα ενισχύθηκε κατά 20 δισ. ευρώ, ενώ οι τράπεζες ήταν οι πρωταγωνιστές της ανόδου με τον τραπεζικό δείκτη να καταγράφει μεγάλα κέρδη 83%.

Όπως σημειώνουν οι χρηματιστηριακοί αναλυτές η διεθνής τραπεζική αναταραχή ήταν η αφορμή για διόρθωση και στην ελληνική αγορά, η οποία είχε καταγράψει και τα μεγαλύτερα κέρδη διεθνώς για το 2022.

Το ελληνικό χρηματιστήριο είχε ολοκληρώσει ένα «θερμό» δίμηνο με τον Γενικό Δείκτη Τιμών να αναδεικνύεται σε πρωταγωνιστή των αποδόσεων ανάμεσα στους μεγάλους παγκοσμίους δείκτες.

Ο Γενικός Δείκτης Τιμών ολοκλήρωσε το πρώτο δίμηνο του 2023 με κέρδη 21,45%, ενώ ο τραπεζικός δείκτης είχε ενισχυθεί κατά 45,18%.

Όμως, τα νέα τραπεζικά επεισόδια με την SVB και την Credit Suisse Group «δυναμιτίζουν» μια από τις αγαπημένες επιλογές των επενδυτών για φέτος, τις ευρωπαϊκές τράπεζες και φυσικά τους ελληνικούς τραπεζικούς τίτλους.

Ωστόσο, οι ελληνικές τράπεζες είναι σήμερα σε θέση να απορροφήσουν τυχόν κλυδωνισμούς από τις διεθνείς αγορές. Οι τράπεζες έχουν εξυγιάνει τους ισολογισμούς τους με τη χρήση του προγράμματος “Ηρακλής”. Τα «κόκκινα» δάνεια στο χαρτοφυλάκιο των τραπεζών από το 44%, σήμερα έχουν υποχωρήσει στο 8%. Οι τράπεζες διατηρούν δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας αρκετά πιο υψηλά του ελάχιστου όρου και φυσικά έχουν επανέλθει σε κερδοφορία μετά από μία σειρά ζημιογόνων χρήσεων.

Τα ποιοτικά δεδομένα (κεφαλαιακή επάρκεια και χαμηλό ύψος «κόκκινων» δανείων), σε συνδυασμό με το χαμηλό δείκτη δανείων προς καταθέσεις (στο 61,12% στο 3ο τρίμηνο, με τις καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα στα 184,1 δισ. τον Ιανουάριο 2023 και τα δάνεια στα 113,5 δισ.) παρέχουν ασπίδα στις ελληνικές τράπεζες.

Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά έχει σημαντικές «άμυνες». Στήριγμα στην αγορά μπορεί να δώσει η αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας και της αύξησης των επενδύσεων λόγω των αυξημένων ροών ευρωπαϊκών κονδυλίων (Ταμείο Ανάκαμψης και ΕΣΠΑ κυρίως).

Η Κομισιόν στις χειμερινές της προβλέψεις ανεβάζει τον πήχη για την φετινή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο 1,2% φέτος και στο 2,2% το 2024, σαφώς υψηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Υπάρχουν, όμως, και προβλέψεις διεθνών οίκων όπως η UBS που βάζουν τον πήχη υψηλότερα ακόμη και στο 3%.

Και φυσικά τα ιδιαίτερα θετικά αποτελέσματα που ανακοινώνουν οι εισηγμένες εταιρείες για το 2022, οι οποίες έχουν ανακοινώσει διανομή μερισμάτων και επιστροφές κεφαλαίου που ήδη ξεπερνούν το 1 δισ. ευρώ.

Τέλος, η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά αναμένει και την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας από την Ελλάδα, η οποία φαίνεται να έχει προς το παρόν «παγώσει» κυρίως λόγω των εκλογών.

Οι αποδόσεις

Από τα υψηλά της 1ης Μαρτίου (1.133,11 μονάδες), στις μετοχές της υψηλής κεφαλαιοποίησης άνοδο παρουσιάζουν μόνο οι μετοχές της Jumbo (+13,08%) και της Coca Cola HBC (+0,54%).

Αντιθέτως, τη μεγαλύτερη υποχώρηση παρουσιάζουν οι μετοχές των: Alpha Bank (-27,54%), Πειραιώς (-23,80%), Εθνικής (-18,21%), Eurobank (-16,88%), Motor Oil (-16,34%), Ελλάκτωρ (-15,56%), ΟΤΕ (-13,85%), ΕΛΠΕ (-13,25%), ΑΔΜΗΕ (-12,71%), Elvalhalcor (-11,24%), Lamda Development (-11,03%) και ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ (-10,17%).

Μικρότερες απώλειες σημειώνουν οι μετοχές των: Τιτάν (-8,92%), Quest Συμμετοχών (-8,85%), Viohalco (-8,42%), ΔΕΗ (-7,14%), Τέρνα Ενεργειακή (-6,80%), Σαράντης (-4,78%), Μυτιληναίος (-4,69%), ΟΠΑΠ (-2,37%) και ΟΛΠ (-1,83%).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα