Το χωροχρονικό ταξίδι στις επώδυνες κυπριακές καλοκαιρινές μνήμες του 1974 αποκτά πολλαπλές νοηματικές διαστάσεις μέσα από την σεφέρεια ποιητική οπτική. «Οι γάτες του Αϊ Νικόλα» του Γιώργου Σεφέρη, ποίημα του 1969, υπενθυμίζει τα προηγούμενα και προφητεύει τα επερχόμενα δεινά του κυπριακού ελληνισμού, καθώς μάχεται διαχρονικά μοναχός, λαβωμένος και στο τέλος προδομένος από τους ομοεθνείς του.
«[…]Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας,
―σαράντα χρόνια αναβροχιά―ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια.
Μιλιούνια φίδια τούτο τ’ ακρωτήρι,
χοντρά σαν το ποδάρι ανθρώπου και φαρμακερά.
Το μοναστήρι τ’ Αϊ Νικόλα το είχαν τότε Αγιοβασιλείτες καλογέροι
κι ούτε μπορούσαν να δουλέψουν τα χωράφια
κι ούτε να βγάλουν τα κοπάδια στη βοσκή ˑ
τους έσωσαν οι γάτες που αναθρέφαν.
Την κάθε αυγή χτυπούσε μια καμπάνα
και ξεκινούσαν τσούρμο για τη μάχη.
[…] Ήτανε θαύμα να τις βλέπεις, λένε,
άλλη κουτσή, κι άλλη στραβή,
την άλλη χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι.
Έτσι με τέσσερεις καμπάνες την ημέρα πέρασαν μήνες,
χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί.
Άγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες ξολόθρεψαν τα φίδια
μα στο τέλος χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι.
[…] Τι να σου κάνουν οι ταλαίπωρες παλεύοντας
και πίνοντας μέρα και νύχτα το αίμα το φαρμακερό των ερπετών.
Αιώνες φαρμάκι· γενιές φαρμάκι[…]».
Ο Σεφέρης, σε αυτό το ποίημα, με τη χρήση της μνημοσύνης, ανακαλεί παρελθοντικούς αγώνες και επώδυνες ήττες του κυπριακού ελληνισμού, ο οποίος πάντα στηριζόταν στην ορθοδοξία, αποτρέποντας ταυτόχρονα την λησμοσύνη. Η μνημοσύνη είναι πολυδιάστατη, καθώς μπορεί να ανιχνευθεί ως ομηρική ανάμνηση της Οδύσσειας, η οποία σχετίζεται με την ευγνωμοσύνη για μια καλή πράξη (η ικεσία του Πρίαμου προς τον Αχιλλέα), δηλαδή οι αγώνες ενάντια στους κατακτητές, η αισχύλεια επώδυνη ανάμνηση του Δαρείου για την ήττα από του Έλληνες (Πέρσες), με άλλα λόγια ο πόνος των ηττημένων-κατακτημένων, ενώ την διατήρηση του παρελθόντος στη μνήμη των ανθρώπων αναλαμβάνει το έργο του Απολλώνειου του Ρόδιου.
Με άλλα λόγια, ο ποιητικός αγώνας ουσιαστικά είναι ενάντια στην άγνοια και τη λήθη, ατομική και εθνική, καθώς ο ποιητής διδάσκει διαχρονικές επώδυνες ιστορικές αλήθειες, οι οποίες θα περάσουν στις επόμενες γενιές.
«[…]δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
μια ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας, τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη[…]».
(«Ελένη» από τη συλλογή «Κύπρον, ου μ’ εθέσπισεν» Γ. Σεφέρης)