Εψαχνε η Ειρήνη για να βρει τ’ απάνεμο λιμάνι,
μια στάλα να ξεκουραστεί να πλύνει τα φτερά της
με καθαρό της θάλασσας νερό, να ξανασάνει,
να ψήσει η αλμύρα τις πληγές, να το χαρεί η καρδιά της.
Κι όταν σε κάποιο απόμερο νησάκι κουρασμένη
χαμήλωσε, σ’ ένα μικρό βράχο για να σταθεί,
την έρμη ελπίδα αντίκρισε βαριά συλλογισμένη
που προσπαθούσε όρθια η δόλια να κρατηθεί.
Σφιχταγκαλιάστηκαν κι οι δυο κι ώρες μοιρολογούσαν
κι απ’ τις πληγές τους έβαψαν όλο το βράχο μ’ αίμα,
τα μύρια τ’ άψυχα κορμιά τριγύρω τους κοιτούσαν
που οι κόρακες κι οι γυπαετοί τα ‘σχιζαν μανιασμένα.
Κι είχε απλωμένη ο θάνατος μια νεκρική σιγή
μόνο απ’ το κύμα ακούονταν το φλίφλισμα απαλά
κι είπε η ελπίδα «αργεί να ‘ρθει της λύτρωσης η αυγή»
κι η ειρήνη το επανέλαβε και ‘κείνη σιγαλά.
Μα ξαφνικά, σαν όραμα είδανε μια γοργόνα
που ‘γραφε πάνω στην ξανθιά την άμμο μια γραφή
που ‘λεγε: «Μην αφήνετε τον ιερό αγώνα
να μην γενεί το δίκαιο των βαρβάρων η τροφή».