«Των αστεριών την ξεγνασιά ποσόχω λαχταρήσει
του φεγγαριού το άσκιαχτο περπάτημα στη νύχτα
που όλο ξωθιές τρομάζουν την και φαντασμάτων μίση.
Κι αυτό το φως που κει ψηλά, στο φάρο, έτσι ώρες
μένει γαλήνιο, ξάστερο, και κάτω κι απ’ τις μπόρες»
Μιχάλης Γρηγοράκης
(“Ρίμες νοσταλγικές”, έκδοση 1978)
Επτά χρόνια συμπληρώθηκαν από τον θάνατο ενός από τους κορυφαίους πνευματικούς ανθρώπους των Χανίων, του Μιχάλη Γρηγοράκη ή Μίγρη (1932 – 5/5/2008) και η πόλη παραμένει πιο φτωχή. Γιατί ο Μίγρης άφησε με τη φυγή του στις γειτονιές του ουρανού ένα δυσαναπλήρωτο κενό στα Χανιά που τόσο είχε αγαπήσει.
Ηταν ακούραστος εργάτης του λόγου και της γραφής. Οδοιπόρος στις διαδρομές του χαρτιού, των εφημερίδων, των βιβλίων. Αριστερός, αλλά και κριτικός προς πάσαν κατεύθυνση. Γνώστης της ιστορίας και της λαογραφίας των Χανίων όσο ελάχιστοι. Και άνθρωπος που του άρεσε να γνωρίζει τους διαφορετικούς ανθρώπους της πόλης, τους “τύπους” για τους οποίους είχε γράψει σειρά άρθρων που έγιναν βιβλίο.
Συγγραφέας περίπου 20 βιβλίων, υπεύθυνος της βιβλιοθήκης Χανίων επί σειρά ετών, αλλά και του αρχείου των “Χανιώτικων νέων”, ο Μιχάλης Γρηγοράκης μάζευε ό,τι πολλοί θα θεωρούσαν ασήμαντο. Και έτσι συγκέντρωσε σημαντικό υλικό της λαογραφίας των Χανίων.
Ηταν απλός γιατί μέσα του ήταν γεμάτος. Δεν ήθελε να αποδείξει τι είναι. Γιατί γνώριζε και όσοι τον γνωρίζαμε ξέραμε. «Ο δημοσιογράφος δεν μπορεί να μπαίνει σε ωράρια και πλαίσια. Η είδηση δεν έχει ωράριο», μου έλεγε συχνά καθώς έκανε άνω – κάτω τα χαρτιά και τα δελτία Τύπου στο γραφείο, ψάχνοντας κάτι ενδιαφέρον για το αρχείο.
Όμως, ο “Μίγρης” ήταν και ποιητής.
«Φεύγουν κακόμοιρη καρδιά τα χρόνια και γερνάμε
ψυχές, αστέρια σβήνουνται στο πέρασμα του χρόνου
του πόνου που μας τσάκιζε, τη δίνη, την ξεχνάμε.
Όμως στη θύμηση έρχονται, έτσι ανάρια, μόνο
αγάπες που μας στάθηκαν σαν αδερφές στο πόνο», έγραφε τον Απρίλη του ’57.
«Απ’ του θαμπού Φθινοπώρου τη λύπη χτυπημένα
τα φύλλα που όλο ζωή και χάρη τρελοπαίζαν
ω νάτα χάμου κείτονται χλωμά και μαραμένα.
Σα θλιβερά ναυάγια βρίσκονται τώρα χάμου
χάμου όπως και της ζωής τα τόσα όνειρά μου», σημείωνε τον Σεπτέμβριο του ’60.
«Αχ της ζωής ο καημός!.. Χανιώτικες μου ρούγες
που μέσα στην απλοϊκή, ξένοιαστη πολιτεία
απλώνεστε αρχοντικά σαν αετού φτερούγες
να σας περνώ, να σας θωρώ και να μη σας χορταίνω
και τη χαρά, το θαμασμό μέσα μου να πληθαίνω», έγραφε τον Γενάρη του ’62.
Ο Μιχάλης Γρηγοράκης ζει στις καρδιές μας.