Τετάρτη, 17 Ιουλίου, 2024

Ερημίτης στο φαράγγι Τρυπητής, αητός στον Γκίγκιλο

Το δημοσιευόμενο στη συνέχεια κείμενο καταχωρήθηκε στα “Χανιώτικα νέα” στις 3 Μαρτίου 2015, τιμητικά για τον αετό και αγρίμι μαζί, Γιάννη Τζατζιμάκη, που έζησε 70 χρόνια πάνω στον Γκίγκιλο. Σήμερα με παράκλησή μου συμφωνήθηκε και από τα “Χ.ν.” να αναδημοσιευτεί και πάλι το παρόν κείμενο, τιμητικά για την εκδημία του το περασμένο Σάββατο. Eχω να προτείνω στον Ορειβατικό Σύλλογο Χανίων να διοργανώσει μία μεγάλης συμμετοχής ανάβαση στον Γκίγκιλο αργότερα, τιμής ένεκεν για τον Γιάννη, και κάθε συμμετέχων να αφήσει εκεί ένα λουλούδι για τη μνήμη του.

Από δώδεκα χρονών βρέθηκε στο μιτάτο των Τζάτζιμων, εκεί περίπου στα δύο χιλιάδες μέτρα ύψος, κοντά στην κορυφή του Γκίγκιλου και τις περισσότερες φορές τυροκομούσε, παιδί ακόμη, μόνος του μέχρι και το 1981 περίπου, οπότε σταμάτησε η τυροκομική, αλλά δεν έκλεισε το μιτάτο.
Τους καλοκαιρινούς μήνες ο κούμος των Τζάτζιμων χρησιμοποιούνταν πάντα και χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα για να μένει ο Γιάννης ή όποιοι άλλοι έχουν αιγοπρόβατα εκεί.
Εκεί ήταν και όταν την 3η Σεπτεμβρίου 1941 οι Γερμανοί έφτασαν στην κορυφή του Γκίγκιλου, ολοκληρώνοντας σε αυτό το σημείο την κατάληψη της Κρήτης. Πιο δύσκολη ζωή δεν μπορούσε να γίνει ιδίως μέχρι που έφτασε ο δρόμος στον Ομαλό το 1956. Ωρες πεζοπορίας από Γκίγκιλο ως Αγιά Ρουμέλη ή Λάκκους. Πολλές φορές αναρρίχηση στα κακοτράχαλα γκρεμνά. Αντίξοες καιρικές συνθήκες χωρίς ελπίδα βοήθειας, κινητά και τέτοια, όπως και όλοι οι βοσκοί της Μαδάρας τότε. Λίγο και συγκεκριμένο και το φαγητό, που όμως τίποτα δεν μπορούσε να απομακρύνει για εβδομήντα ολόκληρα χρόνια τον αετό του Γκίγκιλου από εκεί. Και τους χειμωνιάτικους μήνες κάτω στο τέρμα του κακοτράχαλου φαραγγιού της Τρυπητής δίπλα στη θάλασσα του Λιβυκού, αλλά πάλι στην απόλυτη ερημιά και αγριάδα.
Στην τοποθεσία Λάκκος του Πεύκου δίπλα στις καμάρες της Τρυπητής. Δίπλα στην ιδιόρρυθμη πέτρα Σεντόνι και το ομώνυμο νερό. Έξι ώρες σκληρής πεζοπορίας για Αγιά Ρουμέλη και πολύ περισσότερες ανηφοριάς για Γκίγκιλο. Αυτός ήταν και είναι ο Γιάννης Τζάτζιμος. Αετός στον Γκίγκιλο και ερημίτης στο Πεύκο. Θυμάμαι, πριν είκοσι χρόνια που έμεινα εκεί, ξεκίνησε μήνα Αύγουστο με καταλυτική ζέστη, μέρα μεσημέρι, τη δύσκολη ανηφοριά για Γκίγκιλο και δεν ήταν και τότε κοπελούδι. Ακόμη και τώρα με δύσκολες καιρικές συνθήκες εκεί βρίσκεται κατάμονος, ερημίτης στον Πεύκο με μοναδική παρέα τα αγρίμια και τα θαλασσοπούλια και φυσικά και τις κατσίκες και τα πρόβατά του.
Οι δικοί του άνθρωποι στα Χανιά λένε γι’ αυτόν πως μόλις βρεθεί για λίγο στο σπίτι της πόλης “γκρούβεται”, νιώθει, όπως λένε, σαν φυλακισμένος. Και τώρα στα ογδόντα τρία του χρόνια δεν ακούει κανενός τις εκκλήσεις να ξαποστάσει πλέον κοντά στην πολιτεία ή στην Αγιά Ρουμέλη, μπας και μόνος στον Πεύκο πάθει κάτι και μείνει χωρίς βοήθεια. Και η απάντησή του: «Αν μείνω εδώ, σίγουρα θα αποθάνω. Εκεί μπορεί να ζήσω πολλά χρόνια ακόμη».
Αντιπροσωπευτικός τύπος από τους τελευταίους βοσκούς της Μαδάρας που δεν μπορούσε ποτέ να ζήσουν περιορισμένοι στα χαμηλά ανάμεσα σε ανθρώπους του κάμπου και με κανόνες και νόμους που γι’ αυτούς ήταν αδιανόητοι.
Την ελευθερία την ένιωθαν μόνο εκεί ψηλά μέσα στην καταχνιά, την αγριάδα και την ερημιά. Εκεί ήταν η ζωή τους μην περιμένοντας καμιά βοήθεια σε δύσκολες ώρες. Ο σημερινός “πολιτισμός” με τις ανέσεις του, τους δρόμους ως τα ψηλά, στα 2.000 μέτρα, τα κινητά κ.λπ. ερήμωσε τη Μαδάρα από τους ανθρώπους της, άλλαξε τη ζωή και εκεί.
Λίγοι ακόμη φθάνουν ως τα 2.000 μέτρα του Κατσιβέλι. Οι Κοπάσηδες, που κάποτε χρειάζονταν οι πρόγονοί τους δώδεκα ώρες να κουβαλήσουν σε κοφίνια τους αθότυρους ως τα Χανιά. Οι Παπασηφάκηδες στον Ποταμό, στον Γκίγκιλο Τζάτζιμοι και στον κοντινό Κουρουπητό ο Γιώργος Τζάτζιμος (Κατσουλός) ίσως και κάποιος άλλος που λησμόνησα. Και αυτοί ως πότε.
Οπως οι αετοί εξαφανίζονται από τη Μαδάρα, έτσι και αυτοί θα μείνουν κάποτε μόνο στους θρύλους. Κουράγιο Γιάννη. Εκεί στον Πεύκο και στον Γκίγκιλο κινδυνεύεις λιγότερο απ’ ό,τι ανάμεσα στους ανθρώπους της “πολιτισμένης” πολιτείας.
Ο Πεύκος όμως είναι και ένας ιστορικός τόπος γι’ αυτό αντιγράφω από το ημερολόγιο του Μανούσου Κούνδουρου τι αναφέρει για την περίοδο από το 1895:
«Ανεχωρήσαμεν εκ Σφακίων μετά του ανεψιού μου Γεώργ. Κατσουλογεώργη διά του ιστιοφόρου του εξ Ανωπόλεως Αναγνώστου Παπασακελαρίου. Επειδή δε συνεταξειδεύομεν μεθ’ ενός εκ Κρανιδίου ευρυχωροτέρου πλοίου, προσωρινώς διοικουμένου υπό του Βασιλ. Κρέστα, ου το πλοίο εβυθίσθει κατά τον αποκλεισμόν υπό των Αυστριακών πολεμικών εν Μυλοποτάμω, επέβημεν εις το ευρυχωρότερον. Καθ’ οδόν προσηγγίσαμεν εις Αγ. Ρουμέλην, είτα εις Τρυπητήν, την έρημον, αλλά την πάλαι κατοικουμένην πόλιν Ποικιλασσόν, ένθα οι φιλόξενοι Τζατζιμάκηδες εξ Αγ. Ρουμέλης πληροφορηθέντες την εκείθεν διάβασίν μας έσπευσαν δι’ αφθόνου νωπού τυρού να μας εφοδιάσωσιν εκ του ποιμνιοστασίου των διά τας ανάγκας του ταξειδίου μας και μετά προσέγγισιν εις Δώματα, εξ ων προσεγγίσεων τα πλοία παρέλαβον φλοιόν πεύκης (πύτικα) και ετέραν προσέγγισιν εις Λαφονήσι Σελίνου».
«Τη 12 ι.μ. ο εχθρός εξεστράτευσε με 12 χιλ. διά Τρυπητήν. Η μία φάλαγξ εξ Οχρας έφθασεν εις Κορώνα προς Δ. της Τρυπητής, η δ’ ετέρα διά της παραλίας οδού εκ Σταυρακίων και Χαρέι, βοηθουμένη υπό τριών ατμοκινήτων, έφθασεν εις Καλόγερον προς Δ. της θέσεώς μας. Ο Σκαλίδης κλπ από Ακονιζιάν μετέβησαν και κατέλαβον την κατά τα νώτα και πλαγίως κειμένην οχυράν θέσιν Τούμπας το Σελί και προσέβαλον τον εχθρόν. Τα ατμόπλοια διηυθύνθησαν εις Πεύκον όπως αποβιβάσωσι στρατόν, εύρον όμως αντίστασιν εκεί. Αποτυχόντος και του σχεδίου εκείνου, επανήλθον αντικρύ των θέσεών μας, ρίπτοντα καθ’ ημών συνεχώς σφαίρας τηλεβόλων μέχρις εσπέρας».


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα