Τρίτη, 16 Ιουλίου, 2024

Ερμες κι ανήμπορες ψυχές

Ευρισκόμενος σε μια από τις όμορφες παραλίες, λίγο έξω από τα Χανιά μας, κι απολαμβάνοντας την δροσιά ενός δέντρου, αγναντεύοντας πέρα μακριά την ήρεμη -εκείνη τη στιγμή- θάλασσα, ενδόμυχα έλεγα πόσο τυχερός είμαι που μπορώ να χαίρομαι λεύτερος τις όποιες ομορφιές της πατρίδας μου. Και το γράφω αυτό αγαπητοί μου αναγνώστες γιατί πριν από πολλά χρόνια, οι μεγαλύτεροι από εξήντα χρόνια σε ηλικία πρέπει να το θυμούνται αυτό, την εν λόγω παραλία δεν μπορούσαν όλοι οι πολίτες να την επισκεφτούν. Ήταν παραλία για τους εκλεκτούς ‘κείνης της εποχής.

Σκληρές εποχές που κατά κάποιο τρόπο επικρατούσε ο νόμος της ζούγκλας. Δηλαδή, ο νόμος του ισχυρότερου και με τη βούλα των κυβερνώντων.  Όμως, την ίδια στιγμή που συλλογιζόμουν εκείνες τις ανισότητες μεταξύ των ανθρώπων, μια εικόνα που ξετυλίχτηκε μπροστά μου ήταν η αιτία να πάρω την αγαπημένη μου πένα και να γράψω το σημερινό μου άρθρο.
Καθισμένος λοιπόν σε μια πολυθρόνα του καταστήματος κι απολαμβάνοντας όλες τις ομορφιές της μητέρας φύσης, ένας υπάλληλος κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό κλουβί έκανε την διάθεσή μου άνω – κάτω. Το κλουβί που κρατούσε στα χέρια του, που μέσα είχε ένα μικρό πουλάκι , το κρέμασε σε ένα κλαδί του δέντρου. Δεν έχω λόγους να πω ψέματα. Και νερό του είχε, και τροφή είδα ιδίοις όμμασι  ότι του είχε ο ιδιοκτήτης του. Θα μου πείτε τώρα, «πρώτη φορά βλέπεις κύριε κλουβί με φυλακισμένα στο εσωτερικό του ένα ή περισσότερα πουλιά;» Όχι. Πολλές φορές έχω δει την ίδια εικόνα, όμως ποτέ δεν έχω καταλάβει τι είδους απόλαυση είναι εκείνη που αισθάνονται οι άνθρωποι αυτοί, που στερούν την ελευθερία ενός πλάσματος που ο Θεός το έπλασε και πρόσταξε να πετάει στα αιθέρια ελεύθερο. Τώρα, δεν πέρασε πολύ ώρα, και το έρημο εκείνο πουλάκι άρχισε να ξετυλίγει τις υπέροχες και περίτεχνες νότες του. Στο κελάηδισμά του αυτό, ένα άλλο πουλί, λεύτερο, πλησίασε το κλουβί, κούρνιασε πάνω του, κελάηδησε κι εκείνο κι έπειτα έφυγε διασχίζοντας τον αέρα. Αυτή η εικόνα ειλικρινά με στεναχώρησε πάρα πολύ και τους λόγους ευελπιστώ να τους μαντεύετε καλοί μου φίλοι.
Εδώ οφείλω να πω ότι εκείνες τις στιγμές πολλές σκέψεις στριφογύριζαν στο μυαλό μου, όπως εικόνες εγκλωβισμένων μικρών παιδιών σε καταυλισμούς προσφύγων ή εικόνες  εγκαταλελειμμένων  παιδιών από τους ίδιους τους γονιούς τους και που τώρα ζουν σε διάφορα ιδρύματα ελεύθερα μεν αλλά εγκλωβισμένα δε.
Ομως, μια εικόνα που είδα – κι έμοιαζε με την εικόνα του φυλακισμένου πουλιού- πριν από λίγα χρόνια όταν επισκέφτηκα κάποιο ίδρυμα, που δεν θέλω να πω το όνομά του, δεν έσβησε ποτέ από το νου μου. Εκείνη την ώρα ήρθε πιο ζωντανή μπροστά μου και μου χάλασε τελείως την διάθεση. Ήταν η μέρα που στο ίδρυμα εκείνο είδα και συνομίλησα με μια ανήμπορη γριούλα, που δεν λέω και καθαρή ήταν, και πεντακάθαρο ήταν το δωμάτιό της, και την αμέριστη συμπαράσταση απολάμβανε από τους υπεύθυνους του ιδρύματος. Εκείνα τα λόγια όμως που μου είπε κουβεντιάζοντας μαζί της αρκετή ώρα καρφώθηκαν σαν μαχαιριά στα σπλάχνα μου και τους άνοιξαν πληγές που νιώθω ακόμα πως αιμορραγούν. «Και καλά περνάω εδώ που μ’ έκλεισαν  κύριε» μου είπε… «και με φροντίζουν οι νοσοκόμες και με αγαπάνε. Δεν είμαι όμως κοντά στα εγγόνια μου και στα παιδιά μου. Τόσο πολύ βάρος τους είμαι; Τι τους ζητάω: Μια γωνίτσα τους ζητάω να μπορώ να βλέπω τα εγγόνια μου και τίποτε άλλο». Και συνέχισε κλαίγοντας αυτή τη φορά: «Ότι μπορούσα η δόλια τους πρόσφερα. Και τα σπούδασα με πολλές στερήσεις και με μύρια βάσανα. Τόσο πολύ βάρος τους είμαι πια που δεν μπορούσαν να το αντέξουν και μ’ έκλεισαν στους τέσσερεις τοίχους; Δεν είμαι δα και κατάκοιτη. Μπορώ ακόμα και πηγαίνω μόνη μου στην τουαλέτα».
Τέλος δεν είπα τίποτε άλλο εκτός από «κουράγιο καλή μου γιαγιά. Ίσως συνειδητοποιήσουν τι έκαναν και έρθουν κάποια αυγούλα να σε πάρουν και πάλι κοντά τους».  Κι αμέσως μετά από μια μικρή νεκρική σιωπή, το νου μου πλημύρισαν οι παρακάτω σκέψεις: «Αλήθεια, με πόση ευκολία καταδικάζουμε ανήμπορες ψυχούλες, πολλές φορές ισόβια, κλείνοντάς τις αναίτια για την δική μας ευχαρίστηση σε σιδερόπλεκτες φυλακές».
Φεύγοντας, είδα  αυτή τη φορά τα θολωμένα από το κλάμα μάτια της ότι είχαν πάρει μια λάμψη που δεν μπορώ να προσδιορίσω αν ήταν λάμψη της χαράς ή της ελπίδας. Όταν απομακρύνθηκα αρκετά από εκείνο το μέρος, ασυναίσθητα ψέλλισα την πρώτη στροφή από ένα ποίημά μου, που λέει για τις έρμες και ανήμπορες αυτές ψυχές.
«Έρμες ψυχές, σε ιδρύματα σαν φυλακές κλεισμένες,
που οι συγγενείς σας ξέχασαν κι η θλίψη σας χτυπά,
εγώ το ξέρω πως κι εσείς στα μύχια σας κρυμμένες
έχετε ελπίδες που φορούν αγάπης φορεσιά.»
*συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου
Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών
νομού Χανίων και άλλων πολλών
πολιτιστικών συλλόγων


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα