Ν. Ε. Παπαδογιαννάκης
Τη βλέπει κάποιος από μακριά και δεν φαντάζεται τι κρύβει πίσω από την αινιγματική μορφή της. Προκαλεί δέος ο σπαραγμός, η διαμαρτυρία της, αισθήματα συμπόνιας, η θλίψη της, η αποχαιρετιστήρια στιγμή του έρωτά της, ο ισόβιος πόνος από τον άκαιρο, ειδικά, θάνατο. Νομίζουν κάμποσοι, πως μπορούν να την κατακτήσουν, να τη σαγηνέψουν μα, αυτή όλο ξεγλιστρά, απομακρύνεται και ψάχνει ν’ ακουμπήσει σε βράχο ακλόνητο, να ξαποστάσει. Είναι δύσκολη η προσέγγισή της και η αποδοχή από εκείνη…
Ο Ν. Παπαδογιαννάκης, κατάφερε να τη δαμάσει. Ενέπνευσε θαυμασμό και εμπιστοσύνη το λογοτεχνικό εκτόπισμά του και, βέβαια, το χάρισμα της πειθούς.
Γνωρίζει και κάποια τρωτά σημεία για τις επιθυμίες και τα μυστικά της και έχει το θάρρος να την αποκαλύπτει –κάποιες φορές- απομυθοποιώντας την χωρίς, όμως, να την αδικεί. Ως ποιητής κύρους, καταθέτει την ψυχή του και εκείνος και την αλήθεια του για την αγάπη, τους ανθρώπους, τη φύση, τις ιδέες, τη ζωή, το θείο. Θα έλεγα πως την χρησιμοποιεί περισσότερο, για να χρωματίσει και να αναδείξει την αλήθεια της ψυχής όλων, ποιητών και μη και τον πόνο –πολύ πόνο- για το ανέφικτο, απραγματοποίητο, ή το χαμένο παντοτινά.
Ανυψώνεται μαζί της στις διαστάσεις της απεραντοσύνης της ανεξιχνίαστης που απλώνει τη δύναμή της στα πέρατα των ψυχικών, αισθησιακών, πνευματικών ωκεανών της οικουμένης. Της εξομολογείται, της τραγουδά, την υμνεί, την ικετεύει….
Μικρὴ ἀχιβάδα τῆς ἀγάπης
περίκλειστο ἐμβατήριο
τῆς σωτηρίας
ποὺ ποταμίζεις τοῦ λόγου
τὰ ρεῖθρα
ὠτάριον ἀνάμεσα στὶς καλαμιὲς
καὶ στὰ βαλτόνερα τῶν ὀνείρων
δῶσε γλυκασμόν.
Η αγάπη δεν μπαίνει σαν στόχος στη ζωή. Είναι ίδια η ζωή. Μέσα της, κινούνται όλοι οι πόνοι που στοχεύουν σε κάθε είδους ελπίδα και σωτηρία. Γνωρίζει ο ποιητής, πως, αν αφεθεί στην «απολογία» των στίχων, το κάνει, μη βρίσκοντας διέξοδο η ορμή, που δονεί το μυαλό, πιέζει τα μηνύματα της καρδιάς, ν’ απελευθερωθούν να «μιλήσουν».
Σκύψε.
Μὴν περιμένεις ἀπ’ τὸν στίχο λύτρωση.
Εἶναι σὰν τὴν ἀγάπη.
Εἶναι σὰν τὸ πουκάμισο τοῦ Νέσσου
ποὺ μαδεῖ τὶς σάρκες, σκάβει τὰ κόκκαλα…
Στὸ τέλος
μένει μόνο τὸ σαρανταπληγιασμένο ἄλογο
ποὺ κουβαλεῖ στὴ ράχη του
τὸν ἰδαλγό τοῦ ὀνείρου.
Σεργιανίζει με την ποίηση –την αγάπη του- στους ουρανούς, ταξιδεύουν με τα πουλιά και αναρωτιέται, «πού πήγαν» οι ψυχές τους από την καλιά του Απρίλη;
Ἦταν μία ανάσα τὸ τραγούδι τους.
………………………………………
Τὸ χελιδόνι της αὐλῆς μου
κουβαλεῖ πηλὸ καὶ χόρτα
νὰ βουλώσει τὴ ρωγμὴ τοῦ Χρόνου…
Πρέπει πάλι τὸν ἄλλο Ἀπρίλη
νὰ ψάλλει ἡ ψυχή τους!
Αιωρείται στο άπειρο, σε συνεννόηση με τα σύννεφα; Πριν τη βρόχινη μετάλλαξή τους, για να γίνουν οι ενδιάμεσοι κρίκοι με τον θόλο του Θεού. Εκεί που βασιλεύει η άκρατη σιωπή και η αρμονία της δίκαιης ανταπόδοσης, φτάνουν προσεχτικά, κατανυκτικά οι ικεσίες και των ποιητών, μέχρι τη δική Του κρίση για όλα! Αφουγκράζονται αυτοί πρώτοι και όσοι είναι σαν εκείνους, τη φωνή του υπερκόσμου…
Ἡ σιωπὴ εἶναι ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ μέσα στὴ νύχτα.
Ἀνάμεσα στὰ δὶς ἆστρα
……………………..
Ἡ σιωπὴ εἶναι ἡ κραυγή τοῦ ἀσκητῆ
……………………..
Ἡ σιωπὴ εἶναι τῶν λουλουδιῶν τὸ χρῶμα
……………………..
Ἡ σιωπὴ εἶναι τοῦ ἔρωτα τὰ λόγια.
Στις παύσεις των τρυφερών διαλόγων, του γέλιου, των δακρύων, «αμνηστεύονται» τα πιο δυνατά, τα πιο βαθιά ανομολόγητα των ερώτων.
Ἂς λένε οἱ ποιητὲς κι οἱ τροβαδοῦροι…
Ἂς ταιριάζουν παρακλαυσίθυρα πλάνα
στῆς Καλῆς τὴ στράτα…
Δὲν μπόρεσαν κι’ οὔτε θά ….
Σπαρακτικός, στα όριά του, στο «Νυξ λυγηρά», με τα απατηλά φεγγάρια, ο πολύ σπουδαίος, Ν. Παπαδογιαννάκης, που δεν περιορίζεται η έκφρασή του σε ένα είδος ποιητικού λόγου.
Κράτησε γερὰ τὸν χρόνο.
……………………………..
Δὲν θὰ ξαναχορέψουμε ἔτσι·
ἔξω παραμονεύει Νὺξ λυγηρά
…………………………………..
Δὲν θὰ ξαναχορέψουμε έτσι.
Ἦταν μόνο μιὰ στιγμή, ὅσο ἡ φλόγα ἑνός σπίρτου,
ποὺ μὲ κοίταξες πέρα καὶ περισσότερο
ἀπὸ υὸ καθημερινὸ καλόκαρδο χαμόγελο.
Όσα ποιήματα και αν γραφτούν για το βλέμμα του έρωτα, τα βαθιά, απύθμενα μετρήματα της αγάπης, ως τα έγκατα της ψυχής…
Για το πάθος, την αιώνια, αβυσσαλέα εκδικητική μανία για την άρνηση και την απόρριψη ή την προδοσία για νέο έρωτα…
Για την ανεξήγητη ανοχή και συγχώρεση της αγάπης, που δεν άξιζε οίκτο και νέα ευκαιρία….δεν θα ‘πει κανείς πως ναι, γράφτηκαν όλα!
Περιμένει το ποίημα που δεν ήρθε ακόμη που «το πήραν τα πετεινά του ουρανού, που σάρωσε ο άνεμος με τη μελωδία του και το έκανε μοναξιά το ξεροβόρι».
Τὸ ποίημα ποὺ δὲν γράφτηκε,
γυμνὸ ὰπὸ λέξεις
ἄστικτον, λαμπρύνεται
στὴν παρθενία τοῦ πρωιοῦ
κι ἡ σκιά του, μελιγάρυες φθόγγοι·
ρυτίδες στὸ μέτωπο τοῦ ποιητῆ.
Οι ποιητές σαν άγγελοι της λαλιάς του Θεού (Γ. Μανουσάκης) πασχίζουν να την μεταφέρουν στους κοινούς θνητούς που μπορεί –αν και μη ποιητές- να καταλαβαίνουν περισσότερα από εκείνους.
Κάθε πρωὶ παίρνουν ἕνα μεγάλο φτερὸ χήνας
καὶ τὸ βουτᾶνε ἐκεῖ στὸ μέρος τὴς καρδιᾶς.
Γεμίζουν μὲ ἀρώματα καὶ φτερὰ τὸν οὐρανό
κι ὕστερα…πάνε καὶ κοιμοῦνται ἥσυχα,
ἀσκανδάλιστα, πέρα ἀπὸ Φθόνο κι Ἀνάγκη.
Ποιήματα που μοσχοβολούν άρωμα γιασεμιών και άλλα που αναδίδουν οσμές αιώνων. Πότε ευχάριστες, μεθυστικές και άλλοτε με αίσθηση πικρή -σφάκας- να μη μονοπωλεί έπαρση μόνο η ομορφιά, πως αυτή ανέδειξε μεγάλα γεγονότα. Όχι! Γίνηκαν και άσχημα, και άτοπα και άδικα, στο όνομά της. Οι εμβληματικές μορφές, δεν δικαιώθηκαν σπέρνοντας καταστροφές στους αντιπάλους και καμώνονταν πως λυπούνταν για το «άδειο χρύσεον δέπας των ερώτων». Με τον Πάρη, «κάτω ἀπὸ τὶς στάχτες τῆς καμένης πολιτείας». Γιὰ τὼν Ἀτρειδῶν τὸν οἶκο, τὰ σαπρὰ δοκάρια καὶ τὰ τρύπια κρανία, δίχως μνῆμες στὸ στέγος τοῦ ἀνακτόρου». Δεν θρηνούν οι φονιάδες τα θύματά τους, άλλο πως μπορεί να σέβονται ή να αποδέχονται την ανδρεία και τον ηρωισμό τους. Ήταν ορατή η λάβρα της φωτιάς που θα αφάνιζε το Ίλιον.
Τῆς Κασσάνδρας τὰ μάτια
κοιτᾶνε περίλυπα τὸ ξύλινο ἄλογο
στὸ Σκαμάνδριο πεδίο
……………………………………….
ὡς κι ὁ Πρίαμος κι ἡ Ἐκάβη
ξέχασαν τὸ πένθος τους γιὰ τὸ ρηγόπουλο.
Ἄχ!
Δὲν ξαγρυπνᾶ βιγλάτορας
σ’ αυτή τὴν πόλη τῶν τυφλῶν.
Έμειναν πρόσωπα, αθάνατα, στη μνήμη της ιστορίας, που κουβαλά αιώνες –όχι, τρανταχτά ονόματα- όχι, δοξασμένα και τιμημένα πάντα. Δεν μένουν μόνο τα μεγάλα στα κατακάθια της κρίσης της. Γνωρίζει, πως οι ρόλοι των πρωταγωνιστών είναι -κάποιες φορές- υποδεέστεροι από μικρότερους ρόλους- κλειδιά και αξίζουν καλύτερη μεταχείριση και μεγαλύτερη τιμή από την αποδιδόμενη στους πρώτους. Η Ερμιόνη, είναι ένα πρόσωπο που, πιθανότατα, έπρεπε να αποσπάει εύφημη μνεία για την άδολη φύση της, την πίστη και το πάθος στον έρωτά της. Άλλης γενιάς γυναίκα, μακριά από τη μήνι του πολέμου και του θανάτου την κατάρα.
Δὲν ἤξεραν ἀπὸ ξύλινα ἄλογα.
Τοὺς θάμπωνε ἡ αἰγλήεσσα ὄψη τοῦ Ἀπόλλωνα…
ἡ λευκώλενος Ἑλένη.
Δὲν ἤξεραν…
Κι ὅμως,
στὴν καρδιὰ τοῦ ξύλου
κρύβεται πάντα ὁ θάνατος.
Θάνατος με ζωή, πάνε αντάμα. Ο ένας είναι φυσική συνέπεια της ύπαρξης της άλλης. Δεν αναιρείται η λειτουργία της δημιουργίας, με καταστροφές και θανάτους, όσο η μεγάλη μητέρα, η Φύση, δεν παύει ν’ αναγεννιέται ως είδος, ως σκοπός. Οι ποιητές κοντοστέκουν για το «δέντρο» που χάθηκε μα, θα γράφουν πιο πολλά για εκείνα που γλυκαίνουν τη θωριά με ελπίδα και ομορφιά. Για όσα δώρα της φύσης προκαλούν αγαλλίαση και έμπνευση. Ο δικός μας ποιητής, εδώ, κάθισε ήσυχα δίπλα στον ποταμό…
Μὲ τοὺς δόνακες νὰ ἠχοῦν
ἀγκαλιὰ με τὴν κύπερη
καὶ τὶς πικραλίδες, παραπέρα στὴν ἁπλωσιά,
να παρατηρεί τον ερωδιό, με το κάτασπρο λοφίο, γνοιασμένο με την επώαση των κελαηδισμών, να είναι άφροντις και περινούστατος στην καλιά του… Περιμένει την πολυχρωμία της ερωτικής έξαρσης. Απίστευτη ομορφιά! Ο Ν. Παπαδογιαννάκης, κράτησε σφιχτοφυλαγμένα τα δικά του φτερά, ώσπου ήρθε η στιγμή να τ’ απλώσει, να ξετυλιχτεί πάνω σε σελίδες, σε βιβλίο, η μοναδική τέχνη ενός ποιητή, που ήξερε να περιμένει τη μοιραία συνάντηση. Η ποίηση, όχι μόνο τον αποδέχτηκε, τον επιβράβευσε κιόλας… Τα χρώματα των ποιημάτων του, δεν είναι σαν του ερωδιού τα φτερά. Είναι για πάντα! Το «Ερωδιού καλιά», απευθύνεται σε πολλούς, αλλά μπορούν όλοι να αντικρύσουν σε κάποιο «καθρέφτη» το είδωλό τους. Φιλοξενεί σπουδαίους και καταξιωμένους ποιητές, που κόσμησαν και αυτοί το πολύτιμο, κατεργασμένο πετράδι του ιστορικού – λογοτέχνη, του μύστη της ιστορίας του τόπου του, τον λάτρη των μνημείων της λαογραφίας, τον λόγιο, τον φυσιολάτρη, τον μεγαλόπνευστο, τον ερωτικό ποιητή, Ν. Παπαδογιαννάκη, ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Κρήτης.
Κλείνω το αφιέρωμα με ένα ριζίτικο δικό του, με τίτλο «Απορία» (εις εαυτόν).
Ἴντα γυρεύγουσι, μωρέ, εἰς τὴν ξερομαδάρα
καλαμαράδες ἀχαμνοὶ ποὺ πίνουσι μελάνι;
Ἐπά, μωρέ, διαβαίνουσι δράκοι καὶ Διγενῆδες
καὶ γεύγουνται λαγόπουλα καὶ κυνηγοῦν ἀγρίμια
καὶ πίνουσι ν-κρυγιὸ νερὸ καὶ τοῦ χονιοῦ τὴ δρόσο
καὶ τραγουδοῦν τζῆ ξαστεριᾶς.
Τρακόσες σαράντα μία σελίδες, με ποιήματα σε επτά ενότητες, Εκδ. «Λεξίτυπον».