Πέρασε ο γιος του στο Πανεπιστήμιο και μάλιστα με υποτροφία.
Kαμάρωνε. Κερνούσε στο καφενείο την παρέα του, τους άλλους συνταξιούχους.
Απόστρατος της πολεμικής Αεροπορίας. Διακεκριμένος πιλότος: Άργησε να παντρευτεί. Στα 60 του είχε γιο στην εφηβεία.
Έπρεπε τώρα να πάει στην πόλη που θα σπούδαζε ο γιος του να βρει σπίτι. Εκείνος τα φρόντιζε αυτά. Η γυναίκα του φρόντιζε μόνο τα του σπιτιού, το νοικοκυριό.
Πήρε τον κανακάρη του το μοναχοπαίδι του και πήγαν προς αναζήτηση σπιτιού. Ζούσαν σε μεγάλη πόλη αλλά ο γιος του πέρασε σε επαρχιακή πόλη μεγάλου νησιού.
Εφημερίδα, αγγελίες, τηλέφωνα. Έπεσε το μάτι του σε μια αγγελία. Χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει, κόλλησε σ’ αυτήν. “Δυάρι επιπλωμένο, λουξ. Προσιτή τιμή”.
Κατόπιν συνεννοήσεως, συναντήθηκαν με την ιδιοκτήτρια. Μια κομψή πρόσχαρη κυρία. Η κυρία Άννα όση ώρα τους έδειχνε το σπίτι, που ήταν πράγματι ωραίο, με βεράντα και θέα τη θάλασσα, έριχνε κρυφές ματιές στον πατέρα του φοιτητή.
Κάτι της θύμιζε, σαν να τον γνώριζε.
Μια ξεθωριασμένη μορφή αλλά η φωνή του, ήχος με αρμονία. Αυτός ο ήχος της βραχνής φωνής του της φαινόταν γνώριμος.
Συμφώνησαν για το σπίτι και για την τιμή. Ήρθε η στιγμή για το συμβόλαιο.
Αστέρης Καρμένης από Πάτρα ο πατέρας του φοιτητή, Άννα Βιτόλα η ιδιοκτήτρια που ζούσε στα Χανιά.
– Άννα!
– Αστέρη!
– Εσύ;
– Εσύ;
– Θεέ μου πόσα χρόνια;
– Νομίζω 40 περίπου.
– Μπαμπά γνωρίζεστε;
– Ναι παιδί μου, ήταν ο πιο μεγάλος, φλογερός και ποιοτικός έρωτας πριν 40 χρόνια. Δηλαδή τον περασμένο αιώνα… Ελπίζω να μη σε πειράζει.
– Μπαμπά μου χαίρομαι γι’ αυτό! Είναι εκπληκτικό. Λοιπόν… πείτε τα εσείς πάω να πάρω τσιγάρα. Θα γυρίσω το βράδυ.
– Πού θα πας παιδί μου; στου Παπαστράτου, στο εργοστάσιο;
– Μπαμπά πείτε τα…. Ξέρεις… το ρομάντζο είναι το στοιχείο μου. Άλλωστε ξέρω… ο γάμος με τη μαμά είναι συμβατικός. Κι έφυγε.
– Τι διακριτικό παιδί! Μπράβο Αστέρη.
– Αννούλα εσύ τι έκανες;
– Απλά βολεύτηκα. Άλλο βολεμένη, άλλο ευτυχισμένη…
Πίνοντας ρακή και τρώγοντας τα ωραία μεζεδάκια που είχε ετοιμάσει η κα. Άννα, γυρίσανε σαράντα χρόνια πίσω.
Τα συναισθήματα ανάμεικτα, στο μυαλό συνωστισμός από σκέψεις.
– Αννούλα γιατί δεν παντρευτήκαμε τότε;
– Με κοροϊδεύεις; Αφού έφυγες σαν τον κλέφτη. Πήγες για εκπαίδευση στην Αμερική, έτσι μου είχες πει. Και ούτε γράμμα, ούτε γραφή. Καλά μωρέ, ούτε μια κάρτα; Πότε έφυγες, πότε γύρισες δεν το έμαθα ποτέ. Κάποιες συγκεχυμένες πληροφορίες είχα πως γύρισες και παντρεύτηκες μια φίλη μου. Πως ξανάφυγες, πως χώρισες, πως ξαναπαντρεύτηκες. Μα, άστα… δε θέλω. Άστο μην το αγγίζεις το θέμα, καίει. Φαίνεται πως δε μ’ αγάπησες ποτέ.
Ο Αστέρης ένιωσε ένοχος, προσπάθησε να δικαιολογηθεί αλλά και να μεταθέσει την ευθύνη στην Άννα.
– Ναι αλλά κι εσύ… δεν προσπάθησες να με βρεις· δεν με αναζήτησες, δεν με διεκδίκησες. Περήφανη και εγωίστρια όπως πάντα.
Η ευχάριστη έκπληξη της συνάντησης σκιάστηκε από σύννεφα ενοχής, μετάθεσης ευθυνών και άλλα… δικαιολογημένα συναισθήματα. Μετά από μια γοερή σιωπή πήρε τον λόγο η Άννα:
– Λοιπόν άκου… Ο έρωτας δεν είναι μια μόνιμη κατάσταση. Είναι ένα ωραίο κομμάτι στη ζωή μας. Το ζήσαμε… τέλος. Ήταν ένας φλογερός, τρυφερός έρωτας και μια σχέση πάθους, το ομολογώ… αλλά… τέλος.
– Αννούλα με πληγώνεις. Δεν νοσταλγείς εκείνα τα υπέροχα δύο χρόνια; Δε θέλεις να τα ξαναζήσουμε;
– Απεχθάνομαι τις επαναλήψεις.
Ο Αστέρης άναψε τσιγάρο, σηκώθηκε και χωρίς να την κοιτάξει είπε:
– Πάω να πάρω αέρα.
Η Άννα δεν έτρεξε πίσω του. Τον άφησε να φύγει… Προσπαθούσε να καταλάβει τι ακριβώς ένιωσε εκείνη τη στιγμή. Ένας εσωτερικός κουραστικός διάλογος την εξουθένωσε. Τι κάνεις Άννα; τιμωρείς ή μήπως αυτό είναι στον χαρακτήρα σου; Αυτό είσαι; περήφανη, εγωίστρια; Δεν τρέχεις πίσω από έναν άνδρα, δεν παρακαλάς ή μήπως είσαι ανασφαλής και θέλεις να σου δείχνουν την αγάπη έντονα; Μήπως δεν μπορείς να δεχτείς το γεγονός ότι σε εγκαταλείπουν; Τέτοιο μπέρδεμα. Ήθελε να κλάψει, να φωνάξει, να εξαφανιστεί. Δεν ήξερε τι ήθελε.
Πάνω κει, πατέρας και γιος μπαίνουν μαζί απ’ τη μισάνοιχτη πόρτα.
– Κυρία Άννα, της μιλά παρακλητικά ο φοιτητής, συγχωρέστε τον. Τό ‘χει αυτό ο μπαμπάς να μεταθέτει τις ευθύνες στους άλλους. Κατά τ’ άλλα όμως είναι ένας υπέροχος μπαμπάς και ένας γλυκύτατος άνθρωπος. Έχει να δώσει· άλλωστε σας οφείλει, δώστε του τη χαρά και την ευκαιρία.
Οι σπουδές του φοιτητή κράτησαν πέντε χρόνια και φυσικά κρατούσε το σπίτι και τα καλοκαίρια.
– Μπαμπά γεροντοέρωτας; Μπράβο μπαμπά μου. Μια στα νιάτα και μια στα γεράματα.
Σαν να ντράπηκε λίγο η κυρία Άννα και την ενόχλησαν ψιλοενοχές. Για να απενοχοποιηθεί είπε πάλι αυτό που πίστευε και το βίωνε.
– Άκου παιδί μου, ο έρωτας δεν είναι μια μόνιμη κατάσταση. Είναι ένα ωραίο κομμάτι στη ζωή μας. Καλώς έρχεται. Καλώς φεύγει όταν φεύγει. Και στην κορύφωσή του πρέπει να τελειώνει, εκεί στην αξιοπρέπεια.