Ερωτας υπερβατικός
Ας υποκλιθούµε…
Τρέµει σύγκορµη, κρατώντας στα χέρια της τον στεναγµό της·
φοβάται µην τυχόν της πέσει και θρυµµατιστεί, έτσι που είναι τόσο εύθραυστος…
Τον προορίζει για το µάρµαρο που κείτεται ο αγαπηµένος της, εδώ και λίγο καιρό…
Μόλις έφτασε, τον έθεσε απαλά, ευλαβικά, δίπλα στη φωτογραφία του, την ακουµπισµένη στο βάζο µε τα λουλούδια. Άσπρα τριαντάφυλλα.
Ύστερα, έπιασε µια γωνίτσα, για ν’ αφήσει το µοιρολόι της να κυλήσει ελεύθερο, και το δάκρυ της βέβαια, και το δάκρυ της.
Κι όπως έπεφτε άφθονο στο χώµα, το έκανε λάσπη! Λάσπη, λάσπη, πηλό(ν) εύπλαστο, κι αµέσως βάλθηκε να πλάθει µια καρδιά! Μόλις την τελείωσε, την τοποθέτησε κι αυτή όµορφα – όµορφα, ανάµεσα στον στεναγµό και τη φωτογραφία.
Τα κοίταξε όλα στη σειρά, µε ικανοποίηση και φαινοµενικά γαλήνια. Όταν όµως έπεσε, το βλέµµα της -ξανά- στην ανάγλυφη γραφή παραδίπλα, παράπονο πικρό ανάβλυσε από τα αδυσώπητα κεφαλαία και τους αριθµούς…
ΕΓΕΝΝΗΘΗ 27-4-1988
ΑΠΕΒΙΩΣΕ 11-5-2011
Ήσουν καλέ µου, εικοσιτριώ χρονώ… ψέλλισε ξέπνοα.
Πόσο σ’ αγαπούσα…
Είσαι εικοσιτριώ χρονώ…
Πόσο σ’ αγαπώ!
∆εν άκουσε τη φωνή της τόσο αποδυναµωµένη… Εκείνος όµως, την άκουσε καθαρά. Πώς αλλιώς να εξηγήσει, το κόκκινο χρώµα, που πήραν τα άσπρα ρόδα στο βάζο;
Πώς αλλιώς;
Έρωτας πόσιµος
Με τ’ αθάνατο νερό…
Λιγοστό το νερό στο σύννεφο…
Λιγοστό, ασφαλώς, και στην κρήνη.
Όµως τα κατάφερες, προφανώς στάλα, να γεµίσεις τις χούφτες σου ως απάνω, για να το µοιραστούµε, µου ‘πες χαµογελώντας.
Ωστόσο, µε κάλεσες γλυκά να πιω πρώτη όσο θέλω, µέχρι να ξεδιψάσω…
Σ’ ευχαριστώ για τη δροσιά που απόλαυσα, για την ευλογία που ένιωσα… Σ’ ευχαριστώ για τη µετάληψη στα Άχραντα Μυστήρια του Έρωτα… Εκείνος ο έρωτας, µόλις το νεράκι τελείωσε, ήρθε και κούρνιασε στη «νοτισµένη κοίτη» των χεριών σου, αδιάφορος τάχα µου.
Έβαλε τη φαρέτρα και τα βέλη του προσκέφαλο, σκεπάστηκε όπως-όπως µε τα φτερούγια του κι αποκοιµήθηκε αµέσως. Αµέσως, όµως.
Τόση αναισθησία.
Έρως Εαρινός
Της Ανα-γέννησης!
Το τρίµηνο της Άνοιξης, Μάρτης κι Απριλοµάης, ανέβηκε στα µαλλάκια της, ως διάδηµα εξαίσιο, µε λιακάδες, νέους βλαστούς και χρώµατα, Απριλιάτικους εσπερινούς µε καιόµενο λιβάνι, και «∆ειλινή κατάνυξη»!
Κι ανέµους όµως, αέρηδες δροσερούς και µυρωδικούς.
Κι όταν φυσά Όστρια, Λιβός ή Γαρµπής, υγρά µαλάµατα υπέροχα, µαρµαίρουν στο πρόσωπό της αργοκινούµενα και το αγλαΐζουν, µοναδικά.
Τότε η νέα, σπεύδει στον λατρεµένο της να προλάβει την… παρεξήγηση!
– ∆εν είναι δάκρυα, δεν είναι δάκρυα!
Στάλες είναι, στάλες αλµυρές είναι του Λιβυκού γιαλού!
∆εν είναι δάκρυα, µην ανησυχείς».
Είναι της ίδιας, από ανέκδοτη συλλογή µε εικονολογικές διαθέσεις και εικονοκλαστικές… προθέσεις!
Μέρες Αγάπης και Έρωτα, ας δώσουµε έναν χαιρετισµό, σήµερα Παρασκευή που γράφω.