Σήμερο θα σασε πω καταντίς απού μ’ ανοχλιζει και δεν γ-κατέω ανε ανοχλίζει και σας. Ούλοι έχουμε στα σπίθια μας ένα μαραφέτι απού παλιότερα ήτανε μπελαλίδικο κουτί σαν ένα μιτσό μπαούλο. Εδά μπλιο ΄ναι σα μια μ-πλάκα απου τηνε κρεμνάς και στο ν-τοίχο άμα θέλεις του σπιτικού σου. Για την τελεόραση λέω και θέλω να πείτε αντρίστικα, ανέναι κιανείς απου λέει, εγώ ετούτονα τα πράμα δεν το ΄χω βάλει στο σπιτικό μου.
Eτούτονα λοιπός το πράμα άμα τόχεις παραιτημένο και σβηστό, ούλα καλά. Ανε σου απανοδιώξει όμως και το ανοίξεις θωρείς πολλά πράματα απού σε τροζαίνουνε και ποιο να πρωτολογιάσω. Το πρώτο απού μούρχεται στο νου είναι πως θωρείς κοπέλια και κοπελιές μισωξεβράκοτους και σκαρνέβουνται και χιλιμιντρίζουνε. Τοχουνε παρει στα σοβαρα και θυαρουνε πως κανουνε σαν τσ΄ αρχαιους αγωνες τση Ολυμπίας.
Ένας απού κατέει μούπε πως τάχουνε πάει στην άλλη άκρα του κόσμου και ούλη τούτηνα η ανεμοπαρέα έχει ένα εγγλέζικο όνομα απού δε μπορώ να το ξεπαραλίσω κι ας μου τόπανε παράνω από μια δεκαρά φορές. Τσι θωρείς και λέεις, πως ετσα που λαλούνε μισογδυτοι, το πλια ΄ναι πως θα ποθιάξουνε, αδέ ρίξουνε κιανένα γαμπά απάνω ν-τονε κι άμα δεν έχουνε δικό ν-τονε, να πάρουνε κιανένα αποφόρι αλλουνού. Αλλά όπως τσι θωρώ να λαλούνε μουδέ βάνουνε αμοναχοί ν-τονε μουδέ βρίστεται κιανείς γνωστικός να τονε δώσει πράμα ρούχο. Άθρωπος με ΄να κουκί νιονιό δε βρίστεται να τω ντο πεί, γή να το κάμει;
Ο απατός μου θα σασε πω την αμαρτία μου. Το λέω μόνο για να μην ποθιάξουνε, γιάντα εμένα δε με γνοιάζει, σα θέλει κιανείς να περιδιαβαίνει με ρούχα γή σα θέλει να βγει ολόγδυτος, κσια ν-του και κσιά μου. Ούτε βλεπές είμαι να το νε κάμω μήνυση ούτε αναγνώστης στο μοναστήρι του χωριού να λέω πως είναι αμαρτία. Θέλ΄ ας βάνουνε, θέλ΄ ας μη βάνουνε βάνουνε ρούχα απάνω ν-τονε και μαγάρι να μη πλευριτώσουνε.
Για να πούμε όμως ούλη την αλήθεια, θα σασε πω κατιντίς απού μ΄ ανοχλίζει λιγάκι. Μούχουνε πωμένο πως απού τσι εκατό νοματαίους απού στραφαίνουνε τελεόραση, μια σαρανταρέ γή και παράνω, εκείνους σας θωρούνε. Ετούτονα ακούω και λέω από μέσα μου γιάντα μωρέ, δεν έχουνε πράμ΄ αλλο να κάνουνε;
Απού την άλλη, λέω με το νου μου, άμα θέλουνε αμέτι μουχαμέτι να στραφαίνουνε τελεόραση, να περάσει η ώρα ν-τονε, ίντα να δούνε. Από την μιαν άκρα τση τελεόρασης ίσα με την άλλη, αλλά κι ούλοι απού κουμαντάρουνε ετούτανα τα μαγαζιά, έχουνε γεμώσει τσι τελεοράσεις με κάτι σουχλίστρες, απού καλιά ΄ναι να μη σε πιάσουνε στόμα ν-τονε. Κι όντες δε γ-κάνουνε σουχλιά, μασε λένε κι άλλα πολλά μαντάτα απου θα ν΄ είμαστονε στραβοί αδε ν-τα κατέχαμε. Πότε πήγε προς νερού ν-του ο σκύλος τση μιας γή τ΄ αλλουνού, ανήτονε δυσκοίλιος γή έκαμε τσιλατό (συμπαθεμό κιόλας αλλά να μην το πω αφού ετσάνε;) κι άλλα τόσονα σπουδαία, που αν δεν τα μάθεις, θέτεις και δε κοιμάσαι από την έγνοια.
Κι άμα πάψουνε οι σουχλίστρες κι οι διαφήμισες (άλλος καζάς, τοσονα πολλές απού ΄ναι) μοστράρουνε κι άλλους, όη μόνο κοπέλια αλλά μιτσομέγαλους, απού ούλοι θέλουνε να γενούνε τραγουδιστάδες γή θεατρίνοι. Τσι στραφαίνω και λέω με το νου μου, άμα γενούνε ούλοι ετούτηνα θεατρίνοι και τραγουδιστάδες πόσοι θα ν΄ απομείνομε να πά να τσι θωρούμε, γή να τσ΄ ακούμε, απού θα ΄νάναι πλια παρά μάς. Να μη μ-πάω παρακάτω απου δεν εει τελειωμό, γιατί ανε πιάσω τσι μαγέρους που ολημερνίς τσετσικαλίζουνε, ώρες ώρες φοβούμαι πως θα βγει τσουκνίλα από την τελεόραση.
Η γι αλήθειά ΄ναι πως η τελεόραση του γκουβέρνου δεν έει σουχλίστρες. EΡT τηνε λένε κι εγώ όντε επρωτάκουσα ετούτηνα τη γ-κουβέντα, για εγγλέζικη μου φάνηκε. Μου τόκαμε λιανά όμως ένας απού κάτεχε, μούπε πως κάθε γράμμα είναι μια ξεχωριστή κουβέντα, μου τα ξεπαράλισε ένα ένα τα γράμματα, τα ξεμάλινε κι ησύχασα. Μου ΄πε κι άλλα μερικά, κάμποσα όμως τα σκέφτηκα αμοναχός μου και κατάλαβα πως, εκείνοινα απού δουλεύουνε σε τούτονα το μαγαζί, από μας πλερώνουνται. Κι επειδής το κατάλαβα καλά, θα το μολοήσω και γροικάτε.
Όντε πλερώνουμε για το φως απού ανάφτομε στο σπίτι, γή για το νερό απού ζεσταίνομε να ξεμαγαρίσομε, πλερώνομε και τουτουσάς. Δηλαδής τσι βάνει εκειά το γκουβέρνο κι απόης μασε παίρνει με το ζόρε παράδες για να πλερώνουνται. Ένα μ-πράμα δηλαδής, σα να τσ-είχαμε διορίσει εμείς, γή σα να τσ-είχαμε στη δούλεψή μας και να πρέπει να τσι πλερώνομε.
Τη ξεπαραδιάστρα απού μας σε παίρνει τσι παράδες και τω τσι δούδει τη λενε ΔΕΗ. Τ΄ όνομά τζη μου φάνηκε απού κσαρχής πλιά στρωτό για Ελληνικό, την είχα πάθει με την EΡT, μου το ξεπαραλύσανε γλήγορα κι ησύχασα πάλι. Είναι και τούτονα ένα μαγαζάκι άλλος καζάς. Καλιά να μην το πιάσω όμως στο στόμα μου, γιατί θα κάμω πολλές αμαρτίες μαζωμένες και τούτονε το γ-καιρό δεν κατέω κιανένα καλό ξομολόγο, ερχεται κι η Λαμπρή. (Σένα ξομολόγο απού μούπανε και πήγα, απίς τούκαμα τσι πρώτες κουβέντες μούπε, παρέτα με, δε μπατσιάρομαι).
Κάθουμαι και συλλογούμαι, ίντα να κάμω για να μη τσι πλερώνω κι άκρη δε βρίστω. Να γαείρω στο λύχνο, θα μου μαυρίζει το σπίτι αλλά κι άμα δεν έει βεδέμα που να πρωταβάνω λάδι. Να βάνω του λύχνο να το καίει για να φέγγει, γή στο τσικάλι να μεγερέβω; Είναι και η λάμπα του πετρέλαιου, αλλά και το σπίτι θα βρωμεί πετρελαία και που να βρίστω λαμπόγυαλα μπλιό. Άσε που άμα πάω να το πλύνω, το πλιά σίγουρό ΄ναι πως θα το σπάσω.
Κι αφού δεν εχομε γλυτωμό, θέλω να ρωτήξω κιανένα από του κόφτει πλιά παρά μένα, ίντα θα νάναι πλιά καλό. Να θωρούμε μισοξεβράκωτους που άμα ανοίξουνε το στόμα ν-τονε μιλούνε χειρότερα παρά μένα, γή τσι άλλους τση ΕΡΤ, απού βαστούνε το λιβανιστήρι και λιβανίζουνε το γκουβέρνο πριχού βγει ο ήλιος και πλιά νωρίς, μέχρι να βγει ο αποσπερίτης την αργαδινή και πλιά πολύ ακόμης. Θα σασε ξομολοηθώ πως δεν έχω απόκριση και μέχρις να βγάλω άκρη, να ξεδιαλύν΄ ο νους, δε θωρώ μούδε τόνα μούδε τ΄ άλλο.
Και μη θαρρείτε πως ετούτονα το λιβανιστήρι απού βαστούνε στη τελεόραση του γκουβέρνου, είναι καινούργιο χούι. Από ντα νε σιάξανε το μαγαζί, του δώκανε το λιβανιστήρι να λιβανίζουναι κάθε γκουβέρνο και δεν τόχουνε παραιτήσει ίσαμε δα μουδε τόχουνε σκοπό. Όσην ώρα δεν το βαστούνε, το γυαλίζουνε. Άσε που των έει γενεί χούι κι όπως μούπε ένας μπάρμπας μου, το χούι είναι κάτω απού τη πσυχή.
Άμα δω τα πράματα από τη μπάντα ν-τονε, λέω γιάντα να το παραιτήσουνε. Μούδε δρώνουνε που το βαστούνε ίσα ίσα που τονε γεμίζει και το παραδοσάκουλο. Μούχουνε πωμένο πως όσα παίρνει ένας καλός χτίστης σε μια μέρα, τα παίρνουνε σε μιαν ώρα. Και δεν έχουνε κιαμιά ν-έγνοια πόσοι στραφαίνουνε εκείνανα απού θιάζουνε. Βρέξει χιονίσει και κιανείς να μη στραφαίνει τα θιαξίματά ν-τονε, έχουνε την ΔΕΗ (μουδέ πρωτοξαδέρφη να την είχανε) και τονε κουβαλεί με το τσουβάλι τσι παράδες. Δεν τσι γνοιάζει πως, ότι θιάζουνε τα θωρούνε μόνο οι γ-ίδιοι, δυο τρεις συγγενήδες, οι μεροτικοί συντέκνοι, άντε και κιανείς άλλος, άμα των έει υποχρέωση.
Εκείνοινα το λοιπός τση EΡT, το μπλιά καιρό ΄ναι μονιασμένοι στο μαγαζί ν-τονε, διαμοιράζουνται τα καπετανάτα και δε βγαίνει μούρμαξη. (Ίντα μαγαζί δηλαδή ούτε λαδομαγατζές νάτονε.) Κιαμιά βολά όμως δεν τα βρίστουνε, τσετσουκνίζει το καζάνι και βγαίνει βρώμα απού ακούγεται από σαρανταένα μίλι. Άλλες βολές τσακώνουνται για το πως ξεκοκαλίζουνται οι παράδες απού μασε παίρνουμε, άλλες βολές για τα καπετανάτα, όπως εγίνηκε προκαιρού στο μαγαζί εκείνονα. Ο απατός μου δε γ-κατέει πως βγαίνουνε τα μερτικά ούτε κιαμιά μοιρασιά δεν εγίνηκε ομπρός μου και για τούτονα δε θέλω να πάρω αθρώπους στο λαιμό μου. Μόνο που κιαμιά βολά διαβάζω στσ΄ αφημερίδες μια κουβέντα που τηνε λένε οι γραμματιζούμενοι και θα τη μολοήσω όπως τηνε διάβασα, αδιαφάνεια τηνε λέγανε. Δεν τηνε πολυκαταλαβαίνω αλλά όντε τηνε λένε έχουνε μια σοβαρότης και θα πρέπει νάναι κάτι ντις το σπουδαίο. Πλια πολλά δε γ-κατέω και σουχλιά δε γ-κάνω. Μαγάρι να κάτεχα ίντα συβαίνει να σας τάλεγα, εγώ μυστικά δε βαστώ.
Ούλα τούτανα σκέφτεται κιανείς και κουζουλαίνεται. Για τούτονα αναστορούμαι ένα, μακαρίτη μπλιο, απού πρέπει νάχε γενεί μπέρδεμα στη βάφτιση και είχε δυό ονόματα. Το ΄να όνομα ν-του ήτονε Χαράλαμπος Τραμπάκουλας και τ΄ άλλο ήτονε ξενικό, Χάρυ Κλιν το λέγανε. Δε γ-κατέω πιο από τα δυό ήτονε το βαφτιστικό, για δεν τον είχα ξάδερφο γή σύντεκνο μουδέ από τσι μπάντες μας ήτονε. Έλεγε όμως μια γ-κουβέντα απού μάρεσε.
Έλεγε, “μακάρι να είχαμε κανάλια πολλά”.
Από το ν-τρόπο που τόλεγε εφαίνουντονε καθαρά εκείνονα απού ΄θελε να πει, καλιά να μας έλειπε η τελεόραση.
Ίντα να πω, είχε μπίτι για μπίτι άδικο;
Ένας Τελεκρητικός
Αγαπητέ μας κ. Αντώνη Μπομπολάκη,
δεν έχω λόγια να σας συγχαρώ και θαυμάσω τη θυμοσοφική σας διάθεση και ικανότητα να περιγράψετε, στην πανέμορφη Κρητική μας παλιά ντοπιολαλιά, επίκαιρα κοινωνικά συμβάντα, που ξενίζουν και ίσως μάς αποτρελαίνουν. Έχουμε σπουδαίους ανθρώπους εδώ στην Κρήτη και χαιρόμαστε που βρισκόμαστε μαζί τους και απολαμβάνουμε την σπιρτάδα του πνεύματος και το απίστευτο χιούμορ τους! Να είστε καλά και με υγεία νια γιορτάσουμε το Άγιο Πάσχα. Υ.Γ. Ο Χάρρυ Κλίνν, λεγόταν Βασίλης Τριανταφυλλίδης, γνήσιος απόγονος Ποντίων γονέων, αλλά ήδη αείμνηστος. Όταν μετακόμισα στην Καλαμαριά, τα σπίτια μας ήταν πολύ κοντά και τα λέγαμε, γιατί κι οι δυο μας αγαπούσαμε πολύ τον ιστορικό και θρυλικό Ποντιακό Σύλλογο “ΑΠΟΛΛΩΝ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ”: Άλλωστε, η ταπεινότητά μου, στα φοιτητικά του χρόνια και με μεταγραφή από τη Βέροια κατέληξα ποδοσφαιριστής της προσφυγικής ομάδας της Καλαμαριάς, και λίγο αργότερα έκανα και Πρόεδρος της Ερασιτεχνικής τότε ομάδας του Απόλλωνα. Λίγο μετά, ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης [Χάρρυ Κλινν] έκανε την ΠΑΕ [Ανώνυμη Ποδοσφαιρική] ΑΠΟΛΛΏΝ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑΣ και τον ανέδειξε σε κορυφαία ομάδα της Β. Ελλάδος. Έτσι, τιμήσαμε και τη μνήμη του αλησμόνητου “Χάρρυ Κλινν]. Σας ευχαριστώ από καρδιάς και πάντα τόσο όμορφες κι επίκαιρες διηγήσεις που ομορφαίνουν την κοινωνική ζωή μας. Φιλικά Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος ΧΑΝΙΑ
Σύντεκνε συγχαρητήρια για τον πλούτο των λέξεων που χρησιμοποιείς, συμβάλλεις στο να μη ξεχνουμε όλα όσα ακούγαμε στα μικράτα μας από τους παππούδες μας. Αξιο το μισθό σου πραγματικά, μου έδωσες χαρά, να συνεχίσεις, περιμένουμε κι άλλα.
Αγαπητέ, κ. Αντώνη Μπομπολάκη, επανέρχομαι με δεύτερο σχόλιό μου, γιατί μού ‘δωσες την αφορμή να γράψω κάτι, μεταξύ σοβαρού και αστείου [τί αστείου, περί κλάματος πρόκειται!] που, βέβαια έχει σχέση με την ταλαίπωρη “Παιδεία” της χώρας μας: Εννοείται, ότι σήμερα στην εποχή της υψηλής Τεχνολογίας, στην αποθέωση του δυτικού πολιτισμού, των γνώσεων και της καλοπέρασης, σάς παρακαλώ, εσείς που είστε άνθρωπος της “πιάτσας” [εικάζω] και γνωρίζετε πολύ καλά την κοινωνική πραγματικότητα, πείτε μου σας παρακαλώ κι εξηγείστε με [είναι να κουζουλαθείς αληθινά], πώς συμβαίνει με όλα τα παραπάνω, τα τέλεια μέσα γνώσης κι ενημέρωσης, με σχολεία των 15 ή 30 μαθητών κι άριστους -τω όντι- εκπαιδευτικούς, πώς γίνεται να μην μπορούν ν’ απαντούν σε τηλεοπτικό παιχνίδι γνώσεων -προχτές το είδα με τα μάτια μου και κόντεψα να χάσω το μυαλό μου- κοπέλες όμορφες και νέες σε ερώτηση γεωγραφικής απλής φύσεως!! Συγκεκριμένα, το ερώτημα από την παρουσιάστρια -μπορεί παρουσιαστή- ήταν: Πόλεις της Θεσσαλίας: και υπήρχε ένας πίνακας που έγραφε μόνο τις τέσσερις μεγάλες και πολύ γνωστές πόλεις, όπως Βόλος, Λάρισα, Τρίκαλα, Καρδίτσα. Από τις κοπέλες, μία ΚΑΤΑΦΕΡΕ να βρει μία πόλη, τον Βόλο. Κι ύστερα άρχισαν τα γνωστά μαργαριτάρια γνώσεων: Μία κοπέλα ανέφερε – απάντησε την … Καβάλα για πόλη της Θεσσαλίας [ Θεέ και Κύριε!!], μια άλλη απάντησε τα Ιωάννινα, μέχρι Κοζάνη και Νάουσα Ημαθίας ακούστηκαν. Έπιασα το κεφάλι μου και δεν μπορούσα για μερικά λεπτά της ώρας να συνειδητοποιήσω τα πράγματα. Κι άλλη φορά -μεταξύ σοβαρού και αστείου- ασχολήθηκα με σχόλιό μου για την θλιβερή διαπίστωση της ανείπωτης κι αδικαιολόγητης γεωγραφικής αμάθειας κι άγνοιας, πάλι, παρακολουθώντας τηλεοπτικό παιχνίδι γνώσεων. Η θλίψη μου για το κατάντημα αυτό [γιατί περί καταντήματος πρόκειται] πτυχής της Ελληνικής Παιδείας, οφείλεται στο ότι αυτά τα νέα μας παιδιά σίγουρα δηλαδή έχουν τελειώσει το Λύκειο κατά ποσοστόν 100% και κατά ποσοστόν 80-95% είναι φοιτητές – φοιτήτριες ή και πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών των Πανεπιστημίων της πατρίδας μας. Βέβαια, είμαι σίγουρος, ότι αυτά τα παιδιά αποτελούν την μειοψηφία [έτσι θέλω να πιστεύω] και στην πλειοψηφία της η σημερινή νεολαία γνωρίζει κι έχει έστω στοιχειώδεις γνώσεις Γεωγραφίας της χώρας μας. Δηλαδή, δεν μπορεί να το συλλάβει νους ότι τελειόφοιτοι Λυκείου ή πτυχιούχοι νέοι άνθρωποι μας δεν γνωρίζουν τις τέσσερις μεγάλες πόλεις της Θεσσαλίας. Και είμαι σίγουρος ότι τα περισσότερα νέα μας παιδιά έχουν επισκεφθεί και τις τέσσερις όμορφες πόλεις της Θεσσαλίας, που έχουν και ανώτατα εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Είναι απίστευτο!! Ενώ το νορμάλ των ερωτήσεων και δοκιμασιών θα ήταν: Αναφέρετε, τουλάχιστον δύο κωμοπόλεις από κάθε Νομό της Θεσσαλίας. Έτσι, ενδεικτικά θα αναφέρω, για τον Νομό Λαρίσης τέσσερις κωμοπόλεις -μικρές πόλεις: Την Ελασσώνα, τον Τύρναβο των αμπελώνων και των κρασιών, Τα Φάρσαλα [χαλβάς Φαρσάλων], την Νίκαια κ.λ.π. Μα να μην γνωρίζεις ΣΗΜΕΡΑ τις 4 μεγάλες πόλεις -πρωτεύουσες Νομών της Θεσσαλίας, θέλεις …. κρέμασμα κι από κάτω να ψήνεται σουβλιστό αρνί!! Είναι να κλαις και να γελάς! Κι όμως, αγαπητέ [δεν με νοιάζει αν στενοχωρηθούν μερικοί φίλοι εκπαιδευτικοί – να κλαίνε τους πρέπει-] κ. Αντώνη, μόνο τέσσερις [4] εκπαιδευτικές – σχολικές ώρες ΦΤΑΝΟΥΝ και περισσεύουν να μάθουν οι τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και οι πρώτες τάξεις Γυμνασίων τις απαραίτητες και χρήσιμες γνώσεις της Γεωγραφίας, όσο αφορά την όμορφη πατρίδα μας. Δέκα μεγάλα βουνά έχουμε, πέντε λιμνούλες, δέκα ποτάμια [σχεδόν μικρά], πέντε λιμάνια και 20-30 μεγάλες πόλεις, όλες κι όλες. Κι όλα αυτά μαθαίνονται μόνο με κατάλληλους χάρτες επάνω στα ΘΡΑΝΙΑ – τραπέζια των μαθητών, κι όχι απέξω. Μόνο πάνω στον πίνακα ή με εκπαιδευτικά ειδικά ταξίδια μαθαίνεται η λίγη και μικρή γεωγραφική γνώση της πατρίδας μας. Η Γεωγραφία είναι ένα ευχάριστο και συνάμα πολύ χρήσιμο παιχνίδι[!]. Αλλά, φοιτητής ή πτυχιούχος να απαντά πώς ή ΚΑΒΑΛΑ είναι πόλη της Θεσσαλίας τρελαίνεσαι! Έλεος πια μ’ αυτό το χάλι. Συγγνώμη, αλλά δεν αντέχω αυτό το χάλι. Σίγουρα το πρόβλημα έγκειται στην αλλοπρόσαλλη τακτική των πολλών μεταρρυθμίσεων στην Παιδεία της εκάστοτε Κυβέρνησης της χώρας και τρελαίνονται οι άξιοι εκπαιδευτικοί μας. Παρακαλώ θερμά, τους ικετεύω τους εκπαιδευτικούς μας, ιδίως των μικρών τάξεων, να μάθουν με χάρτες πάνω στα θρανία τα βασικά, τα στοιχειώδη όσο αφορά τη Γεωγραφία του τόπου μας. Πριν δέκα χρόνια, στην πλατεία Καταστημάτων, μπροστά σε γνωστό ξενοδοχείο Χανίων κατέβηκαν από το Πούλμαν τελειόφοιτο κάποιου Λυκείου Αθηνών: “Από πού είστε παιδιά, ρώτησα με αγάπη και ενθουσιασμό, κάποιον συμπαθή κι ευγενέστατο νέο: Από Αθήνα είμαστε, αλλά εμένα οι γονείς μου κατάγονται από την Αιτωλοακαρνανία, από πάνω από την … Μακεδονία.!! έπεσαν οι σακούλες που βάσταγα στα χέρια μου… Ας είναι καλά τα παιδιά μας κι όλος ο κόσμος. Ας ήταν μόνο η … καημένη η Γεωγραφία [είναι για μένα ανεξήγητο αυτό το φαινόμενο, αφού το μάθημα αυτό είναι το πιο εύκολο, σχεδόν παχνίδι..]….. Με φιλική εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος. ΧΑΝΙΑ.