Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Ερυσίχθων ο Θετταλός

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες η Ελλάδα καίγεται. Κι αν τύχει καμιά χρονιά και περάσει με λίγες φωτιές και μικρές απώλειες, την επόμενη οι καταστροφές θεριεύουν. Λες για να αναπληρώσουν τις εκκρεμότητες της προηγούμενης. Ένα μύθο σχετικό μου θύμισε όλη αυτή η συσσωρευμένη συμφορά που πλήττει και φέτος την πατρίδα.

Ζούσε, λέει, μια φορά στη Θεσσαλία ο Ερυσίχθων. Εγγονός του θεού Ποσειδώνα ήταν, αλλά συγχρόνως ήταν και ένας άνθρωπος εγωϊστής, ασεβής, βλάσφημος και υπερόπτης. Κάποτε θέλησε να κάνει ένα καινούργιο παλάτι, με μεγάλη αίθουσα συμποσίων για να μπορεί να συνευρίσκεται με τους φίλους του, να τρώει και να διασκεδάζει μαζί τους. Έκρινε πως η καλύτερη τοποθεσία για να κτισθεί ήταν ένα άλσος κατάφυτο με λεύκες, πεύκα και κυπαρίσσια που οι Πελασγοί είχαν αφιερώσει στη θεά Δήμητρα. Η ιερότητα του χώρου καθόλου δεν τον πτόησε και διέταξε τους δούλους του να το εκχερσώσουν. Ούτε και μπροστά στο ιερό δέντρο της Δήμητρας, μια πανύψηλη βελανιδιά, σταμάτησε. Ούτε και στις εκκλήσεις των υπηρετών του ότι καταστρέφει άσκοπα κι αλόγιστα περισσότερα δένδρα από όσα χρειάζεται. Ακόμα και όταν με την πρώτη τσεκουριά που έδωσε παρουσιάστηκε μπροστά του η ιέρεια της θεάς, που δεν ήταν άλλη από τη Δήμητρα μεταμορφωμένη, αυτός την απείλησε με την αξίνα του. Ακόμα κι όταν η ίδια η θεά τού παρουσιάστηκε με όλη της τη μεγαλοπρέπεια, αυτός την αγνόησε και συνέχισε.
Η Δήμητρα θυμωμένη για την ασέβεια του Ερυσίχθονα προς το πρόσωπό της και προς τις προστατευόμενές της, τις νύμφες των δέντρων τις Αμαδρυάδες, ζήτησε από τη φοβερή Πείνα να επισκεφθεί τον βέβηλο. Η Πείνα ήρθε από την παγωμένη Σκυθία όπου κατοικούσε μαζί με τον Φόβο και το Κρύο. Πλησίασε τον Ερυσίχθονα την ώρα που κοιμόταν και τον φίλησε. Από την ώρα εκείνη ο Ερυσίχθων άρχισε να πεινάει πολύ και συνεχώς. Η πείνα του δεν μπορούσε να κορεσθεί με τίποτα. Έτρωγε και δεν χόρταινε. Πούλησε τα πάντα για να αγοράζει φαγητό. Το παλάτι του, τους δούλους του, ακόμα και την κόρη του τη Μήστρα. Η Μήστρα είχε από τον Ποσειδώνα το χάρισμα να μεταμορφώνεται σε ζώο. Επέτρεψε, λοιπόν, στον πατέρα της να την πουλά σαν δούλα για να αγοράζει με τα χρήματα αυτά τροφή. Η ίδια αμέσως μετά την πώληση μεταμορφωνόταν σε ζώο, επέστρεφε πίσω και ο πατέρας την πουλούσε και πάλι.

Δέστε πώς περιγράφει την κατάστασή του ο Καλλίμαχος ο Κυρηναίος περίπου στον 3ο π.Χ. αιώνα στους ύμνους του (μεταφρ. Θανάση Παπαθανασόπουλου). Στο ποίημα ο πατέρας του Ερυσίχθονα παρακαλεί τον Ποσειδώνα:
…….. Και μακάρι αυτόν,
χτυπημένο απ᾽ τον Απόλλωνα, τα χέρια μου να θάβαν με τιμές.
Τώρα μπροστά στα μάτια μου δεν είναι πια παρά η ίδια η Πείνα.
Ή διώξε του τη φοβερή τη νόσο ή εσύ ο ίδιος,
για να τον τρέφεις πάρε τον, αφού αδειάσαν τα τραπέζια τα δικά μου,
τα μαντριά μου ρήμαξαν, άδειες και οι αυλές μου
από τετράποδα, και οι μάγειροι μ᾽ απαρατήσανε.
Αλλά και τα μουλάρια του μεγάλου άρματος τα ξέζεψαν
και τη δαμάλαν έφαγε που έτρεφε η μητέρα του για την Εστία,
καθώς επίσης και τον αθλοφόρον ίππο τον πολεμικό,
ακόμα και τη γάτα που την έτρεμαν οι ποντικοί.
… τον πλούσιον οίκο μας ροκάνισαν τα δόντια του…

Εν ολίγοις, όσο και ό,τι και να τρωγε η πείνα και η δίψα του δεν λιγοστεύουν. Στο τέλος πια, όταν δεν υπάρχει τίποτε άλλο για να τραφεί, γυρίζει στον εαυτό του κι αρχίζει να δαγκώνει τις ίδιες του τις σάρκες, ώσπου βρίσκει οικτρό θάνατο.
Αυτός είναι ο αρχαίος μύθος που βέβαια κάτι δείχνει και κάτι εννοεί. Όσο τον διαβάζω, τόσο ανακαλύπτω κρυμμένα μυστικά και νοήματα. Ο Ερυσίχθων θέλει να κτίσει ένα νέο παλάτι για να τρώει μαζί με τους φίλους του. Στο τέλος πραγματικά, μετά την ύβρη που διαπράττει, πετυχαίνει τον σκοπό του και καταλήγει να τρώει, όχι όμως αυτό που προσδοκούσε, αλλά τον εαυτό του. Τρώει συνεχώς, όμως η πείνα και η δίψα του ποτέ δεν ικανοποιούνται. Μονίμως θέλει κι άλλα. Και παρ’ όλο που δεν το χρειαζόταν, εκμεταλλεύτηκε αλόγιστα και χωρίς μέτρο τη φύση. Στην ουσία την απομύζησε πέρα από τις πραγματικές του ανάγκες.
Όσο τη συλλογίζομαι αυτήν την ιστορία, τόσο βρίσκω ομοιότητες με την εποχή και τις συμπεριφορές μας. Έτσι κι εμείς, είμαστε σε όλα άπληστοι, χωρίς μέτρο, υπερκαταναλωτικοί. Σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας και το σήμερα και στερούμε πόρους και ευζωΐα από το αύριο και τα παιδιά μας. Και μοιάζει σαν να έχουμε φτάσει κοντά στην ύβρη, μιας και έχουμε καταφέρει από σύμμαχο και αρωγό να βάλουμε τη φύση και το περιβάλλον απέναντί μας.

Υ.Γ. Αυτόν τον καιρό έχουν μπει μηχανήματα και εργολάβοι μέσα στην πλατεία της 1866, στην πόλη μας. Όπως ανακοινώθηκε με περίσσειες τυμπανοκρουσίες, η πλατεία θα αναπλασθεί και θα παραδοθεί στους Χανιώτες νέα και ωραιότερη από ότι μέχρι τώρα. Ελπίζω να μη βρούμε στη θέση της πλατείας, τόνους μπετόν να κυριαρχούν. Ελπίζω να μετρήσουμε και μετά την ανάπλαση τόσα δέντρα, όσα τουλάχιστον έχει και σήμερα. Ελπίζω να είναι μετά, ένας χώρος ζωής και ανάσας για την πόλη και τους πολίτες της. Εξάλλου για πόσο ακόμα θα έρχονται οι κουτόφραγκοι για να θαυμάσουν τον τόπο μας, όταν θα έχουμε καταστρέψει όλα αυτά που τον κάνουν ελκυστικό και πανέμορφο;


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα