Ήταν ένα συννεφιασμένο απόγευμα, με ήρεμες σύντομες μπόρες. Όμως αυτό δεν την εμπόδισε να βγει και σήμερα την καθιερωμένη βόλτα στο όμορφο πάρκο της γειτονιάς.
Πάντα πήγαινε με κάποια από τις αδελφές της. Ή τη λίγο μεγαλύτερη που υπεραγαπούσε ή τη λίγο μικρότερη που ήταν η χαϊδεμένη της οικογένειας.
Ήταν πολύ δεμένες μεταξύ τους! Μαζί πήγαιναν για ψώνια, μαζί τις γιορτινές μέρες στην εκκλησία και μαζί βόλτα για καφεδάκι με φίλους. Έτσι και εκείνη την ημέρα! Δεν την πείραζε που ψιλόβρεχε. Τι μπορούσε να της κάνει μία απαλή βροχούλα, μιας και ο γενικότερος καιρός ήταν ήπιος;
Κρατούσαν βέβαια την ομπρελίτσα τους για ώρα ανάγκης.
Πάντα διάλεγαν τα παγκάκια που κοιτούσαν προς το κέντρο του πάρκου. Άλλωστε, για να έχουν επικοινωνία με κόσμο πήγαιναν εκεί και όχι για να απομονωθούν.
Αν το ένα κεντρικό παγκάκι ήταν πιασμένο, είχαν κι άλλες επιλογές.
Με ηρεμία απολάμβανε λοιπόν το κορίτσι αυτό το όμορφο και ήσυχο Φθινοπωρινό απόγευμα, ακόμα και όταν έφευγε η αδελφή της για κάποιες δουλειές.
Τότε μπορώ να πω, ότι απολάμβανε περισσότερο τη φύση, γιατί δεν την αποσπούσε κανένα θέμα συζήτησης. Έτσι έβρισκε ευκαιρία και ονειροπολούσε. Έφτανε ως την άλλη άκρη της γης και επέστρεφε, μέσα σε δευτερόλεπτα. Έκανε το γύρο του πάρκου ή πετούσε πάνω από την απέραντη θάλασσα, σαν τα πουλιά, κάνοντας κύκλους με το νου της.
Σε μια στιγμή, από το παραδίπλα παγκάκι, έφτασαν στα αυτιά της μισοδαγκωμένα γκρινιάρικα λόγια, όπως, «τον παλιόκαιρο, σήμερα βρήκε να βρέξει; δε μας αφήνει να κάτσουμε άνετα» κ.ά. Δεν ήταν ερωτήσεις προς κάποιον, αλλά μονολογούσε ένας μεσήλικας.
Με θυμωμένη φωνή, ψέλλιζε την αδικία που του χάλασε το απόγευμα.
Διερωτήθηκε το κορίτσι αν ήταν η μοναδική που έβρισκε το βρεγμένο πάρκο όμορφο. Δεν ένιωθε κανείς τα αρώματα από τα φρεσκοβρεγμένα λουλούδια και το νοτισμένο χώμα;
Οι ήχοι της βροχής , δε συνεπαίρνουν τους ανθρώπους; Το χοροπήδημά της επάνω στις πλάκες, δεν τους προκαλεί όμορφα συναισθήματα, που άλλοτε χτυπάει με ορμή και άλλοτε όπως αυτή τη μέρα, ακουμπάει μελωδικά το πλακόστρωτο; Ή έστω, κανείς δε νιώθει την ανάγκη της γης για νερό;
Θυμάται τα πρωτοβρόχια, στα μέσα του Σεπτέμβρη, που το νερό τσιτσίριζε στα τσιμέντα και στις πλάκες από τη δίψα και ο ήχος που έκανε, ήταν ξεχωριστός και χαρακτηριστικός. Σα να κατάπιναν το βρόχινο νερό σε μεγάλες γουλιές, όπως και οι άνθρωποι, μετά από κοπιώδη εργασία κάτω από τον ήλιο πίνουν το νερό μονορούφι, έτσι και το έδαφος το απορροφούσε όλο.
Κάθε τόσο κάποια λόγια από παραδίπλα ταξίδευαν έως τα όμορφα αυτάκια της, που τα σκέπαζαν χρυσόξανθα κυματιστά μαλλιά.
Ήταν ομολογουμένως, ένα όμορφο κορίτσι!
Άκουγε λοιπόν ξανά τον παραπονιάρη άνθρωπο να τσατίζεται που το ελαφρό αεράκι είχε βαλθεί να του χαλάσει την κόμμωση τώρα.
Μα και τα δικά της μαλλιά είχαν ανακατωθεί λίγο, αλλά δεν την ένοιαζε.
Εκλάμβανε την κίνηση αυτή από τον άνεμο, σαν χάδι. Ένα παιχνίδι, που μόνο αυτός μπορεί να παίζει συγχρόνως με τόσο κόσμο μαζί. Ένας ατίθασος, πεισματάρης, αλλά και παιχνιδιάρης άνεμος, που πότε έφερνε μαζί του ζεστασιά, άλλοτε δροσιά, αλλά και παγωνιά τους Χειμωνιάτικους μήνες.
Και η μουρμούρα συνεχιζόταν, πότε για τα αυτοκίνητα που έτρεχαν κορνάροντας, πότε για τις τσιριχτές φωνές κάποιων παιδιών που περνούσαν κάθε τόσο σε παρεάκια, πηγαίνοντας σε σχολεία ή για παιχνίδι ή βόλτα.
Έτσι το κορίτσι μας βάλθηκε να υπερασπιστεί, έστω και στον εαυτό της, όλα αυτά που ενοχλούσαν αυτόν τον μυστήριο τύπο.
Μάλλον πως ξεχνάει ότι αυτά μας πάνε βολτίτσες, σκέφθηκε. Μας πάνε σε εργασίες, σε ραντεβού, στα σπίτια μας και πως κάθε φορά κάποιοι απολαμβάνουν αυτές τις υπηρεσίες. Ναέ έχουν μηχανή που κάνει θόρυβο! Αλλά τι μυστήριο! Αυτά έτσι λειτουργούν.
Όσο για τις φωνές των παιδιών, τι να κάνουμε… Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, που χοροπηδώντας προχωρούσα συγχρόνως για το μέρος που ήθελα να πάω και νόμιζα ότι τραγουδούσα, αλλά γκάριζα μάλλον. Όταν έπαιζα ακόμη και μόνη, θυμάμαι να κουβεντιάζω, να απαντάω, να γελάω και φυσικά να κάνω θόρυβο. Πολύ θόρυβο μάλιστα!
Σίγουρα και αυτός ο τύπος, περίπου τα ίδια θα έκανε. Κανένα παιδί, όσο ήσυχο και αν είναι, δεν είναι αθόρυβο πάντως.
Είμαι σίγουρη ότι θα είχε αποκτήσει σφυρίχτρα μικρός και θα καλοπερνούσαν οι γύρω του.
Θα είχε παίξει αυτοσχέδιο τύμπανο με τα κατσαρολικά και τα καπάκια της κουζίνας τους.
Θα είχε βάλει οπωσδήποτε κάποιες φορές στη διαπασών τη μουσική, όταν ήταν στην εφηβεία. Σίγουρα θα είχε πανηγυρίσει κραυγάζοντας για το γκολ που έβαλαν στην αντίπαλη ομάδα.
Αλλά μάλλον θα είναι ξεχασιάρης. Τώρα, άλλοι κάνουν αυτά που πρωτύτερα έκανε εκείνος. Μήπως δεν θα έπρεπε να παραπονιέται;
Οι σκέψεις αυτές, δεν έφτασαν φυσικά σε αυτόν τον άνθρωπο, μιας και δεν τις πρόφερε ποτέ δυνατά με λόγια κι έτσι ο τύπος συνέχισε ακάθεκτος να γεμίζει με μιζέρια αυτό το όμορφο απόγευμα, μιας και παρακάτω τα παιδιά έπαιζαν με μπάλα και συνεχώς κύλαγε κοντά του.
Όλα ήταν εναντίον του, νόμιζε.
Μα πώς γίνεται να με κυνηγάει η μπάλα των παιδιών και όλο στα πόδια μου έρχεται, παραπονιόταν φωναχτά.
Μα ήταν απλό! Προς την κατεύθυνση αυτή, το πάρκο ήταν ελαφρώς κατηφορικό. Και να’ τώρα τα νερά από την προηγούμενη μπόρα, μαζεύτηκαν μπροστά του, λες και είχαν συμμαχήσει όλοι οι πεζόδρομοι να ρίχνουν τα νερά τους σε εκείνον.
Άρχισε να ωρύεται πως βράχηκαν τα καινούρια του παπούτσια.
«Μα όλα σε μένα τυχαίνουν» σχεδόν ούρλιαξε, χτυπώντας στα χέρια του την εφημερίδα που κρατούσε, θέλοντας να ξεσπάσει και με αποφασιστικό βήμα, χτυπώντας κάθε τόσο τα πόδια στο πλακόστρωτο γεμάτος νεύρα, ήθελε να αποτινάξει και την τελευταία στάλα νερού που τον ακολουθούσε.
Άφησε πίσω του τον κόσμο, την κίνηση, τη ζωντάνια της περιοχής, για να κλειστεί στο σπίτι του. Στο φρούριό του, που σίγουρα θα είχε κλεισμένα τα παράθυρα, γερμένα τα παντζούρια, καλά κλειστή την ψηλή καγκελόπορτα της αυλής του, για τυχόν ζωηρά παιδιά.
Ίσως να είχε και κάποιο ψηλό φράχτη από αγκαθωτά φυτά, απροσπέλαστα, ώστε να διατηρούν την ήσυχη ζωή του, σε επίπεδα άκρας σιωπής.
Αυτόματα άρχισε να δηλώνει με τη σκέψη της ότι δεν την ένοιαζε η βροχή που την έβρεχε και πάλι. Είναι ευλογημένη έλεγε.
Ο άνεμος που μου αναστατώνει τα μαλλιά, με μαγεύει και πολλές φορές ταξιδεύω μαζί του. Όταν είναι ψυχρός, βρίσκω ευκαιρία και θαρρώ ότι κατεβαίνω μια πλαγιά χιονισμένου βουνού.
Άλλοτε που φυσάει ζεστός νοτιάς και είναι σα να θέλει να μας σιγοψήσει, αφήνομαι να με πάει στην κατεύθυνση που πάει και αυτός.
Το έχω κάνει επανειλημμένα και κάμποσες φορές απομακρύνθηκα από το γνωστό παγκάκι, αλλά δεν ήθελα να του πάω κόντρα κι έτσι αφηνόμουν να με ταξιδεύει. Είχα ανησυχήσει ακόμη και τις αδελφές μου, όταν δε με έβρισκαν στο γνωστό στέκι μας.
Ήθελα να αφήνομαι με όλη μου την ψυχή και να νιώθω. Να νιώθω ό,τι μου πρόσφερε κάθε στοιχείο της φύσης και το περιβάλλον.
Δε με πειράζουν ούτε τα αυτοκίνητα που κάθε τόσο κορνάρουν, γιατί τα βάζω να παίζουν ένα ρόλο κομπάρσου στο πλάνο της ζωής μου.
Δε με πειράζουν τα παιδιά που παίζουν θορυβωδώς, γιατί θυμάμαι πόσο ξένοιαστη ήμουν κι εγώ μικρή και δε θα ήθελα να διακόψω αυτήν την ξενοιασιά και να τους δημιουργήσω τύψεις, ενοχές, φόβους, διλήμματα.
Δεν με πειράζουν αυτά! Δεν με πειράζουν, γιατί αν δε γινόταν έτσι, δε θα καταλάβαινα την ύπαρξή τους, μιας και τα ματάκια μου αδυνατούν.
Αδυνατούν να φτιάξουν εικόνες τώρα και χρόνια.
Ευτυχώς βέβαια που είχα την ευκαιρία να γνωρίσω τα πράγματα , ώστε να ξέρω για τι πρόκειται.
Έχω φυλάξει εικόνες στο μυαλό μου, που τις ανασύρω συνεχώς. Αδυνατούν όμως τα μάτια μου να δουν αυτά τα άταχτα παιδιά.
Νιώθω τον άνεμο περισσότερο από όλους, σαν ένα φίλο!
Τη βροχή, σαν ένα χάδι που με αγγίζει απαλά.
Τα βλέπω με διαφορετική ματιά. Τη ματιά των αισθήσεων, που ποτέ δε γεμίζει. Κάθε αίσθηση δημιουργεί ένα νέο κύτταρο που θέλει να νιώσει ξανά και ξανά.
Ποτέ δεν είναι αρκετό στα «μάτια» των άλλων αισθήσεων.
Πάντα κάτι λείπει, γι αυτό θέλω να νιώθω, να ακούω, να αισθάνομαι , αυτά που τα μάτια, χωρίς δικό τους φταίξιμο, δεν μπορούν να απεικονίσουν και έτσι πάντα κάτι θα λείπει από το κάδρο των αισθήσεων.
Πάντα θα χρειάζομαι κάτι πιο έντονο, πιο θορυβώδες να μου μιλάει και να μου δίνει έτσι το παρόν στον σκοτεινό κόσμο που ζω.
Σημ.: Αφιερωμένο σε εκείνους που βλέπουν με μάτια ψυχής)