Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024

Οι ετερόσκιοι*

Αμέλει δε η αλαζονεία δόξει είναι προσποίησις τις αγαθών ουκ όντων
(Η αλαζονεία είναι η προσποίηση προτερημάτων που δεν υπάρχουν)

Θεόφραστος

Καθώς άνωθε του παλαιού ενετικού λιμανιού άπλωνε την ειδυλλιακή κουρτίνα του το λυκόφως, τέσσερις άνδρες φάνηκαν να κατηφορίζουν προς την κεντρική πλατεία….
…Ολοι τους γνώριζαν, όλοι τους χαιρετούσαν, καθένα με ξεχωριστό χαμόγελο, καθένα και για κάποιο λόγο χωριστό. Και οι τέσσερις της συντροφιάς ήταν  χαρούμενοι όσο και υπερήφανοι, καθένας και για τον δικό του λόγο, χωριστά:
Ο ένας ήταν ιδιαίτερος του Βουλευτή, ο άλλος ήταν οδηγός στη λιμουζίνα του Δημάρχου, ο τρίτος ήταν στρατιωτικός που και στην αποψινή περιβολή του λαμπύριζε ο πυρσός και τα χρυσά αστέρια στις επωμίδες του συνταγματάρχη. Ο τέταρτος ήταν διευθυντής σε μια μεγάλη Τράπεζα.
Στην στροφή του δρόμου φάνηκαν τρεις φαντάροι, που σαν έφτασαν τη συντροφιά των μεσήλικων που κατηφόριζαν, στάθηκαν προσοχή και απεύθυναν στρατιωτικό χαιρετισμό στον συνταγματάρχη. Κι εκείνος, ύψωσε χαλαρά το δεξί του χέρι και ανταπέδωσε το χαιρετισμό, καθώς φούντωνε και γιγάντωνε στα εσώψυχα ένα συναίσθημα θαυμασμού για τον εαυτό του, τον ίδιο εαυτό που έκανε τα παλικάρια με τα στρατιωτικά να σταματήσουν και να περιμένουν σε στάση προσοχής, μέχρι να τους προσπεράσει. «Αυτός είμαι!…», έκανε τη σκέψη, καθώς κατέβαζε το χέρι κι ένοιωθε το παράστημά του να υψώνεται ψηλότερα από τους άντρες της παρέας του (καθώς εκείνοι δεν φορούσαν επωμίδες μ’άστρα) μα κι από όλους τους διαβάτες που περπάταγαν γύρωθε. Για ’κείνους, κανείς δεν σταματούσε προσοχή.
Οι καταστηματάρχες στην είσοδο των μαγαζιών, χαιρετούσαν τον ιδιαίτερο του βουλευτή και τον οδηγό του δημάρχου, με την ίδια θέρμη.  Κάποιοι μάλιστα παραμέριζαν πότε τον ένα, πότε τον άλλο άντρα και του έλεγαν κάτι στο αυτί, κάποιοι τους έδωσαν κι ένα χαρτάκι διπλωμένο.  Ολοι, και κάποιο ρουσφέτι ήθελαν από τον βουλευτή ή το δήμαρχο και σαν εκείνοι ήταν ακριβοθώρητοι, το συναπάντημα του ιδιαίτερου και του οδηγού, ήταν η ευκαιρία που περίμεναν.
Ο ιδιαίτερος του βουλευτή (που έβαλε τα περισσότερα χαρτάκια στην τσέπη), έβλεπε και καμάρωνε για την…αποδοχή του κόσμου, και με την οπτική γωνία που έβλεπε τα πράγματα, είχε αρχίσει να σκέφτεται να θέσει υποψηφιότητα  βουλευτή στις επόμενες εκλογές. Και κατά τη γνώμη του, όχι άδικα, καθώς:
«Με τόσους ανθρώπους που με καλοδέχονται, στα σίγουρα θα εκλεγώ!…», σκεφτότανε κι ένιωθε τον εαυτό του ήδη εκλεγμένο στο μπαλκόνι και κάτω, τα παραληρούντα πλήθη.  Παρόμοιες σκέψεις έκανε και ο οδηγός του Δημάρχου, μα τούτος, πιο προσγειωμένος, έβλεπε τον εαυτό του… αντιδήμαρχο!
«Στο κάτω – κάτω, τι περισσότερο έχουν οι άλλοι; », σκεφτότανε κι έδινε δύναμη και κουράγιο στον εαυτό του.
Μα και ο Διευθυντής της μεγάλης Τράπεζας, είχε “μερίδιο” στην αποδοχή του πλήθους. Εκείνο το “κύριε διευθυντά”, τον έκανε να νιώθει πως κάπου τον είχαν αδικήσει οι κυβερνώντες και δεν του είχαν αναθέσει τη… Διοίκηση της Τράπεζας!  Τόσο μετριόφρων ήταν ο άνθρωπος. «Στο κάτω – κάτω, τι περισσότερο έχει ο Διοικητής;…» σκεφτόταν.
«…Είναι – δεν είναι 1.60 και με τα χέρια στην ανάταση. Κι αν κατέβει στο λιμάνι, δεν θα τον χαιρετίσει και κανείς. Ενώ, εμένα, για δες πόσοι με χαιρετούν!…». Τέτοιες σκέψεις έκανε ο “κύριος διευθυντής” κι έδινε δύναμη και κουράγιο στα “θέλω” του.
Κάθισαν στον πρώτο καφέ με την ευρύχωρη αυλή μα και σε θέση ορατή απ’τους περαστικούς, έτσι για να απολαμβάνουν την αποδοχή του κόσμου που διάβαινε πέρα – δώθε έμπροσθέν τους στην προβλήτα του λιμανιού.  Κι από ένα διπλανό τραπέζι ένας θαμώνας, ψιθύρισε κάτι στα σιγανά στο αφτί του σερβιτόρου: Ηταν επιθυμία του να κεράσει εκείνη την αξιοσέβαστη παρέα, σαν ήτανε μαζί τους ο “κύριος διευθυντής” της μεγάλης Τράπεζας. Και η “αξιοσέβαστη παρέα” εκαταδέχτηκε το κέρασμα με στόμφο, όχι τόσο για τη χρηματική αξία του κεράσματος, μα για την έμπρακτη και αυταπόδεικτη…παραδοχή!
Πέρασε καιρός και η παρέα των τεσσάρων συνέχιζε ν’απολαμβάνει τη θέση, το αξίωμα, την αποδοχή.  Μα καθώς το κάθε τι έχει και τέλος, ήρθε η ώρα που ο Συνταγματάρχης, συνταξιοδοτήθηκε. Ο βουλευτής (με κείνο τον ιδιαίτερο της έπαρσης), αποσύρθηκε από την ενεργό πολιτική. Ο δήμαρχος, πέθανε. Ο νέος δήμαρχος, προσέλαβε άλλο οδηγό στη λιμουζίνα του. Και ο “κύριος διευθυντής” σε κείνη τη μεγάλη Τράπεζα, συνταξιοδοτήθηκε κι εκείνος!
Οι τέσσερις κεφάτοι άντρες στην “αξιοσέβαστη συντροφιά”,  πέρασαν στην τάξη των “τέως”!
Πέρασε καιρός…
Μια Αυγουστιάτικη μέρα, καθώς άνωθε του παλιού ενετικού λιμανιού άπλωνε την ειδυλλιακή του κουρτίνα το λυκόφως, τέσσερις άνδρες φάνηκαν να κατηφορίζουν προς την κεντρική πλατεία. Ηταν οι τέσσερις “τέως”: Ο συνταγματάρχης, ο ιδιαίτερος του Βουλευτή, ο οδηγός στην λιμουζίνα του δημάρχου, κι ο “κύριος διευθυντής” σε κείνη τη μεγάλη Τράπεζα. Ολοι τους πλέον “τέως”, στις θέσεις και στα αξιώματα, μα ψήγματα της παλιάς έπαρσης παρέμεναν διάσπαρτα στο χώρο του εγκεφάλου.
Μα τι παράξενο! Κανείς δεν τους χαιρετούσε απόψε. Τρεις φαντάροι φάνηκαν στη στροφή του δρόμου. Ο (τέως) Συνταγματάρχης, αυθόρμητα ετοίμασε το δεξί χέρι να υψωθεί με την παλάμη τεντωμένη στο γείσο του πηλικίου (ας μην το φορούσε πλέον).  Αφημένος σε τούτη την… ειδυλλιακή –για κείνον- στιγμή, προχώραγε μηχανικά όσο κι αφηρημένα κι έπεσε στην κυριολεξία πάνω στους τρεις φαντάρους, που έβαλαν τα γέλια, και ο “θρασύς” της συντροφιάς, του πέταξε την ατάκα:
«Εε, γέρο! Πού έχεις το νου σου;  Ξύπνα! Μην κουτουλάς…ανθρώπους!» και προχώρησε χαχανίζοντας, με την παρέα του.
Ο τέως συνταγματάρχης, τα έχασε.  Κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό.  Τέτοια συμπεριφορά από φαντάρους!  «…Χάλασε ο κόσμος…», μουρμούρισε, ξεχνώντας ότι το αυθόρμητο του στρατιωτικού χαιρετισμού του παρελθόντος, απευθύνονταν στη στολή με τα αστέρια, κι όχι στο σαρκίο που τα κουβαλούσε.
Μα και η “τύχη” των υπολοίπων της παρέας του, δεν ήταν η καλλίτερη. Οι καταστηματάρχες στην είσοδο των μαγαζιών, δεν απεύθυναν χαιρετισμό στον ιδιαίτερο του Βουλευτή, στον οδηγό του Δημάρχου.  Κάποιοι μάλιστα, τους γύρισαν την πλάτη.  Μουδιασμένοι, προχώρησαν και κάθισαν στην ίδια θέση στο καφέ της πλατείας.  Μα τι παράξενο!  Περαστικοί δεκάδες γύρωθε, έβλεπαν τη συντροφιά, κανείς δεν τους χαιρέταγε.  Και στο παραδιπλανό τραπέζι έτυχε να πίνει τον καφέ του, ο ίδιος ο θαμώνας που σ’άλλους καιρούς κέρναγε τον “κύριο διευθυντή” εκείνης της μεγάλης Τράπεζας μαζί με την “αξιοσέβαστη παρέα” του.  Δεν έδωσε όμως απόψε στον “κύριο διευθυντή ” και στην παρέα του καμία σημασία (αν και τους αναγνώρισε).  Σηκώθηκε μάλιστα κι έφυγε, πέρασε από μπροστά τους, αλλά δεν τους χαιρέτησε καν.
Μουδιασμένη η παρέα των τεσσάρων “τέως”, χώρισε σε λίγη ώρα, και ο καθένας πήρε το δρόμο για το σπίτι του.  Στη διαδρομή, κανείς δεν τους μιλούσε. Κανείς καν δεν τους πρόσεχε, λες και ήταν… διαφανείς. Λες και ήταν άυλοι, χωρίς σκιά. Γιατί, ήταν πράγματι χωρίς σκιά, σαν χρόνια ζούσαν στη σκιά των επωμίδων με τον πυρσό και τα χρυσά αστέρια ο ένας, στη σκιά του βουλευτή και του δημάρχου οι άλλοι δύο, και στη σκιά του αξιώματος του διευθυντή σε κείνη τη μεγάλη Τράπεζα ο τέταρτος…
Κανείς δεν ξέρει εάν το αντιλήφθηκαν ποτέ, πως ήταν άνθρωποι χωρίς αυτόφωτη προσωπικότητα, ήταν απλά, τέσσερις ετερόσκιοι…

* Ετερόσκιοι: Ορος της Αστρονομίας, αναφερόμενος στους κατοίκους περιοχών του πλανήτη κάτωθε των πολικών. Στο παρόν δοκίμιο, χρησιμοποιούμε τον όρο σε μια ελεύθερη απόδοση, εννοώντας εκείνους που δεν έχουν δική τους προσωπικότητα (όντες στην ουσία ανύπαρκτοι) και μη έχοντες κατά συνέπεια δική τους “σκιά”, βασίζοντες την ύπαρξή τους στην προσωπικότητα άλλων υπό τη “σκιά” των οποίων ζουν,  ή στο αξίωμα που τους έχει περιστασιακά, δοθεί από την Πολιτεία.

* γεωπόνος – συγγραφέας


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα