Μετάφραση Μαρία Αγγελίδου Εκδόσεις Ίκαρος
Η Χάνα Κεντ, γεννημένη στην Αυστραλία το 1985, βρέθηκε στην Ισλανδία ως υπότροφη της Λέσχης Ρόταρι· εκεί άκουσε πρώτη φορά την ιστορία της Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Ήταν έφηβη. Τη λένε Άγκνες Μάγκνουσντότιρ. Είναι μια από τις παραδουλεύτρες που καταδικάστηκαν για τους φόνους του Νάταν Κέτιλσον και του Πέτουρ Γιόνσον. Την έστειλαν να μείνει εδώ ώσπου να την εκτελέσουν. Η Άγκνες, σε αναμονή της επικύρωσης της ποινής της, ζητά την πνευματική καθοδήγηση ενός νεαρού ιερέα, του Τότι. Μεταφέρεται πίσω στην κοιλάδα όπου γεννήθηκε, όπου, και για λόγους οικονομίας, θα φιλοξενηθεί, με εντολή του Νομαρχιακού Επιτρόπου, στο σπίτι του Νομαρχιακού Υπαλλήλου Γιον Γιόνσον, ο οποίος, παρά τις ενστάσεις της οικογένειάς του, δεν μπορεί να αρνηθεί. Η αναγκαστική συμβίωση και οι δυσκολίες της καθημερινότητας με τις δουλειές στο σπίτι και στον αγρό θα επαναπροσδιορίσουν σιγά σιγά την πραγματικότητα. Η ιστορία, που έλαβε χώρα στη Βόρεια Ισλανδία το 1829, στοιχειώνει την Κεντ, και της γεννά την επιθυμία να τη διηγηθεί. Δεν είναι η πρώτη που θα το επιχειρήσει. Με συστηματική έρευνα φωτίζει τις σκοτεινές πλευρές της πρώτης αφήγησης, τα στοιχεία δεν πτοούν τη φαντασία της, η πραγματικότητα, άλλωστε, πολλές φορές ξεπερνά τον μύθο, ιδιαίτερα σε έναν τόπο όπως η Ισλανδία.
Η νεαρή συγγραφέας φροντίζει να αξιοποιήσει το σκηνικό στο οποίο διαδραματίζεται η ιστορία της Άγκνες, ένα περιβάλλον σκληρό και αφιλόξενο, με ακραία καιρικά φαινόμενα και στοιχειώδεις υποδομές, μια αραιοκατοικημένη χώρα που στηρίζεται στη γεωργία και την κτηνοτροφία, με τρομερή προσήλωση στην προετοιμασία για την αντιμετώπιση του χειμώνα, άνθρωποι που περνούν μεγάλο μέρος της ζωής τους στο σκοτάδι, με ελάχιστες κοινωνικές συναναστροφές, με ένα κεντρικό σύστημα διοίκησης, υπόλογο στον Δανό βασιλιά και με έντονη την επιρροή της εκκλησίας. Ταυτόχρονα, όμως, και μια χώρα με πλούσια παράδοση, θρύλους και ήρωες, τις Ισλανδικές Σάγκα. Έτσι λοιπόν, η Κεντ δεν χρειάζεται να καταφύγει σε μια γλώσσα ποιητική ή επιτηδευμένη για να αποδώσει την ατμόσφαιρα, δίχως αυτό να σημαίνει γλωσσική αδυναμία, βέβαια, αλλά αποφυγή ενός αχρείαστου φορτώματος και επικέντρωση στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων και την αφήγηση της ιστορίας. Και είναι εκεί, στην αφήγηση, που η Κεντ δείχνει την οξυδέρκειά της, βασίζοντάς την σε μια παράλληλη εναλλαγή πρώτου και τρίτου προσώπου αφήγησης. Σε πρώτο πρόσωπο, η Άγκνες, μια μελοθάνατη σε ένα νέο περιβάλλον, καλύτερο ως προς τις συνθήκες σε σχέση με την προηγηθείσα απομόνωση της φυλακής, μα εξίσου εχθρικό, η σιωπή των τοίχων δεν πονά τόσο όσο εκείνη των ανθρώπων, κλεισμένη στον εαυτό της, στις σκέψεις της, φοβάται, και πώς να μη φοβάται, πως ό,τι και αν πει θα χρησιμοποιηθεί σε βάρος της. Oσο ανοίγεται, απόρροια της σχέσης της με τον ιερέα Τότι και της οικειότητας με τις γυναίκες του σπιτιού, τόσο παίρνει θάρρος και δύναμη να διηγηθεί την ιστορία της, την ιστορία που σίγουρα εκείνη γνωρίζει καλύτερα από τους κριτές της.
Σε τρίτο πρόσωπο, ένας παρατηρητής βοηθάει τη διήγηση να προχωρήσει, ευρισκόμενος και σε μέρη εκτός σπιτιού, εκεί που η Aγκνες πάλι πρωταγωνιστεί παρά την απουσία της. Παρατηρητής που ενδιαφέρεται πρωτίστως για τη δράση και δευτερευόντως για τον ψυχισμό των χαρακτήρων, γνωρίζοντας πως η φλόγα της Άγκνες αρκεί. Σελίδα τη σελίδα η ένταση κορυφώνεται, υπολογισμένα και μαεστρικά, από την παράθεση, στις πρώτες σελίδες, του αρχειακού υλικού και τις πρώτες πληροφορίες σχετικά με την Άγκνες, μέχρι το τέλος, η Κεντ ανεβάζει την ένταση, εμπλέκοντας τον αναγνώστη στην ιστορία στηγ οποία πρώτη εκείνη ενεπλάκη, και εκεί, μάλλον, βρίσκεται το μυστικό, στην ιστορία της Άγκνες που στοίχειωσε τη δημιουργό.