Πάνε δεκατρία χρόνια (2009) από τότε που ο πρώην δικαστής και νομικός ήρθε με , «Τα ψιλά γράμματα της Ιστορίας» που έγινε best seller να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της ιστορικής έρευνας και με τρόπο εμφαντικό να μας υπενθυμίσει πλήθος ιστορικών μύθων που με αυτούς γαλουχήθηκαν γενιές Ελλήνων και Ελληνίδων συντηρώντας τα ιστορικά «αφηγήματα» που εξυπηρέτησαν και δυστυχώς συνεχίζουν να εξυπηρετούν την καθεστηκυία τάξη.
Λίγο μετά το 2012 συμπλήρωσε την παραπάνω έρευνα με το «Όλα στο Φως» που ουσιαστικά συμπλήρωνε τα «Ψιλά Γράμματα της Ιστορίας», κερδίζοντας ο συγγραφέας την εκτίμηση, αλλά και τους επαίνους μιας μεγάλης μερίδας αναγνωστών, αλλά και ιστορικών γιατί αναλάμβανε το βάρος να πει όσα λίγοι τολμούσαν ως τότε. Οι θέσεις του στηριγμένες σε πλήθος ιστορικών «πηγών», που ανεξάρτητα από την οπτική και την ερμηνεία των ιστορικών συμβάντων, τα γεγονότα είναι αυτά που είναι και βέβαια αποψιλώνουν πολλές από τις ισχύουσες ιστορικές εκτιμήσεις για πρόσωπα ή πράγματα.
Το 2017 με τον «Φυλακισμένο του Ιτς Καλέ» έρχεται να μας συστήσει με την σπουδαιότερη μορφή του ’21 σε μια ιδιότυπη βιογραφία που μέσα από την ανάγνωσή της σκιαγραφείται, όχι μόνο η προσωπικότητα του Κολοκοτρώνη, αλλά και όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των τελών του 18ου και αρχών του 19ου αιώνα που γέννησαν ήρωες και προδότες.
Αυτή τη φορά έρχεται και πάλι –πάντα από τις εκδόσεις «ΕΝΑΛΙΟΣ»- όπως έκανε με τις δυο πρώτες ιστορικές του έρευνες να συμπληρώσει το τρίτο του έργο με μια εμπεριστατωμένη ιστορική έρευνα που φωτίζει ακόμα καλύτερα τον «Εθνάρχη των Νεοελλήνων, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη» όπως τιτλοφορείται και το συγκεκριμένο αυτό έργο.
Με υπότιτλο μια φράση δανεισμένο από τον θεατρικό συγγραφέα και στιχουργό Μήτσο Ευθυμιάδη «Μια φορά κι έναν καιρό στον τόπο τούτο τον μικρό, ζούσαν κάτι φουκαράδες, οι ραγιάδες. Κοτσαμπάσηδες, πασάδες και σεβάσμιοι δεσποτάδες, κυβερνούσανε τη χώρα, καλή ώρα!», το εξώφυλλο με τις γαλανόλευκες ρίγες και τη φιγούρα του στρατηγού πίσω απ’ αυτές, ίσως να δημιουργεί και τον συνειρμό πώς αυτή η ίδια χώρα που επιβίωσε εξαιτίας του κυρίως, στάθηκε επανειλημμένως ταυτόχρονα και «φυλακή» του!
Αυτή την φορά ο Θεόδωρος Παναγόπουλος ακολούθησε άλλη δομή στην οργάνωση του βιβλίου του. Με μικρότερα κεφάλαια, αλλά πολλά απ’ αυτά άγνωστες πτυχές μιας περιόδου που όσο μας τονώνει την εθνική μας περηφάνια, άλλο τόσο πρέπει να μας προβληματίζει για το τι είδους «θεμέλια» μπήκαν τότε στο εθνικό μας οικοδόμημα και πόσο στέρεα βέβαια αυτά ήταν και είναι.
Έχοντας προχωρήσει την έρευνά του αρκετά, ο συγγραφέας, γράφει πλέον με περισσότερη αυτοπεποίθηση για όλα αυτά, παίρνει θέση ο ίδιος, κάνοντας πολύ στοχευμένους εγχρονισμούς και παραλληλισμούς με τα σημερινά δρώμενα. Αυτό βέβαια θα «ενοχλήσει» τον κατ’ επάγγελμα Ιστορικό, αφού ο «υποκειμενισμός» του Παναγόπουλου είναι εμφανέστατος και δεν κρύβει καθόλου τη θέση του για όλα όσα παρουσιάζει με φόντο τον «Εθνάρχη, Κολοκοτρώνη».
Αλλά τελικά σε τέτοιου είδους ιστορικές έρευνες ζητούμενο είναι η υποκριτικά αιτούμενη «αντικειμενικότητα» ή μήπως η δεδομένη και άκρως απαραίτητη «εντιμότητα»; Αν για το έλλειμμα της «αντικειμενικότητας» το βιβλίο θα αμφισβητηθεί από «λομπίστες» Ιστορικούς, η «εντιμότητά» του θα ενθουσιάσει τον αναγνώστη που θα αισθανθεί κάποια λύτρωση για όσα διαβάζει, αφού επιτέλους οι ιστορικές «υποσημειώσεις» αποκτούν τη θέση και το ρόλο που πρέπει να έχουν, όχι στο παρασκήνιο, αλλά στο προσκήνιο της ιστορικής έρευνας.
Στις αρετές του βιβλίου πρέπει να προσθέσουμε τη ρέουσα γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Παναγόπουλος, αφού ένα βιβλίο με τόσες πληροφορίες, δεν μένει στη χρήση μιας «αποστειρωμένης» ακαδημαϊκής γλώσσας, αλλά σε γλωσσικό ύφος που επιτρέπει να απολαύσει το κείμενο ο διαταξικός αναγνώστης.
Τα «παραλειπόμενα» διαφόρων γεγονότων φωτίζουν πραγματικά τις πραγματικές διαστάσεις εκείνων των κρίσιμων περιόδων. Ο διδακτικός χαρακτήρας που πρέπει να έχει κάθε σοβαρή ιστορική έρευνα είναι το ζητούμενο και αυτό δεν γίνεται με εξωραϊσμούς και ιστορικά «στρογγυλέματα». Ο Παναγόπουλος κάποιες φορές εστιάζει περισσότερο στους αρνητικούς πρωταγωνιστές παρά στους γνήσιους και αυθεντικούς αγωνιστές. Μέσα από αυτούς τους λοιπόν τους συσχετισμούς θα προσφέρει και θα καλύψει την ανάγκη του Έλληνα αναγνώστη που θέλει να μάθει, αλλά και να αναμετρηθεί με την ιστορία του τόπου του όχι μέσα από «δερματόδετους» και «αφιερωματικούς» τόμους που έχουν χορηγούς και συντελεστές «οργανώσεις», «λέσχες» και «συγκροτήματα».
Ο Θ.Παναγόπουλος ήταν και παραμένει με αυτό το έργο μια πολύ «φρέσκια», δυναμική, αλλά ταυτόχρονα και συγκροτημένη οπτική μιας ιστορίας που συνεχίζει να γράφεται και φυσικά να … διορθώνεται σε πολλά σημεία της!