■ Τα “Νοεμβριανά” του 1916
Στα χρόνια 1914-1918 η αστική τάξη της Ελλάδας διασπάστηκε σε δύο «στρατόπεδα». Το πρώτο συγκροτήθηκε γύρω από τον Ελ. Βενιζέλο, ηγέτη του Κόμματος των Φιλελευθέρων, και το δεύτερο γύρω από το πρόσωπο του διαδόχου και στη συνέχεια βασιλιά Κωνσταντίνου Α’.
Oι ενδοαστικές αντιθέσεις αφορούσαν μια σειρά ζητήματα1και κορυφώθηκαν με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τέθηκε το ζήτημα της συμμετοχής ή μη της χώρας σε αυτόν, που ουσιαστικά αφορούσε τη στήριξη της μίας ή της άλλης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.
H διαμάχη των αστικών δυνάμεων – που στην ιστοριογραφία καταγράφηκε ως «εθνικός» διχασμός – πήρε εκρηκτικές διαστάσεις, συμπαρασύροντας και τις λαϊκές μάζες στο πλευρό της μίας ή της άλλης πλευράς.
Ένα απ’ τα πιο αιματηρά «επεισόδια» αυτής της σύγκρουσης αποτελούν τα «Νοεμβριανά».
Η αντιπαράθεση για τη συμμετοχη ή μη της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Το ζήτημα εκείνο, που έφερε εμφατικά στην επιφάνεια τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης της χώρας και οδήγησε στην κορύφωση της σύγκρουσης, ήταν η στάση που έπρεπε να κρατήσει η Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που ξέσπασε το 1914.
Πολύ πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, είχαν διαμορφωθεί δυο μεγάλοι πολιτικοστρατιωτικοί συνασπισμοί. Από τη μια πλευρά, η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και η Βουλγαρία αποτέλεσαν τον συνασπισμό των «Κεντρικών Δυνάμεων». Από την άλλη πλευρά, η Μ. Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία συγκρότησαν την «Τριπλή Εγκάρδια Συνεννόηση» (Αντάντ).
Στην Ελλάδα, η μερίδα της αστικής τάξης που συσπειρώθηκε γύρω από τον βασιλιά Κωνσταντίνο υποστήριξε την πολιτική της «ουδετερότητας». Στην πραγματικότητα, βέβαια, ο Κωνσταντίνος ήταν πεπεισμένος για τη νίκη των «Κεντρικών Δυνάμεων», προωθούσε όμως την «ουδετερότητα», καθώς η γεωγραφική θέση της χώρας (στην Ανατολική Μεσόγειο κυριαρχούσε ο πανίσχυρος βρετανικός στόλος)2, δεν επέτρεπε την ενεργή εμπλοκή της στον πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας.
Η αστική πλευρά που τοποθετήθηκε υπέρ της «ουδετερότητας», εκτιμούσε ότι αυτή η κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική ήταν περισσότερο συμφέρουσα, διότι δεν απαιτούσε την οικονομική επιβάρυνση ενός νέου πολέμου και τα συνεπαγόμενα ρίσκα, ενώ θεωρούσε ότι η διείσδυση ελληνικών κεφαλαίων στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί μέσω της καπιταλιστικής δραστηριότητας της ελληνικής παροικίας. Ταυτόχρονα, προσδοκούσαν και εδαφικά ανταλλάγματα σε περίπτωση νίκης των «Κεντρικών Δυνάμεων».3
Στις αστικές δυνάμεις που στήριξαν τον Κωνσταντίνο συγκαταλέγονταν η Εθνική Τράπεζα, οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αλλά και μεγάλο μέρος των μικροϊδιοκτητών αγροτών της «Παλαιάς Ελλάδας», η πλειοψηφία των μόνιμων ανώτερων κρατικών υπαλλήλων, οι βιοτέχνες που επιθυμούσαν ισχυρή κρατική προστασία.
Η αντίπαλη πλευρά, αυτή των «Βενιζελικών», υποστήριξε την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, με στόχο την επέκταση της ελληνικής επικράτειας στη Θράκη και σε εδάφη της Μικράς Ασίας.
Ο προσανατολισμός αυτός στηριζόταν στην προσπάθεια του Ελ. Βενιζέλου για τη διαμόρφωση στενής συμμαχικής σχέσης με τη Βρετανία αλλά και τα συμφέροντα των εκπροσώπων του εφοπλιστικού, βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου της χώρας, που στη συντριπτική τους πλειοψηφία στήριζαν τους Φιλελεύθερους.
Το εφοπλιστικό και γενικότερα το βιομηχανικό κεφάλαιο, που είχε παραδοσιακούς δεσμούς με τη Μ. Βρετανία, προσδοκούσε ότι η μεγέθυνση της εγχώριας αγοράς θα εξασφάλιζε την οικονομική του κυριαρχία σε περιοχές που μέχρι τότε δρούσε ως αστική τάξη της διασποράς.
Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης
Η κρίση στις σχέσεις των δύο αστικών πλευρών εκδηλώθηκε ανοιχτά, τον Φλεβάρη (Μάρτη) του 1915, όταν και ο Κωνσταντίνος απέρριψε την πρόταση του Ελ. Βενιζέλου για συμμετοχή της Ελλάδας στην επιχείρηση της Αντάντ για τον έλεγχο των Δαρδανελίων, συντασσόμενος με την άποψη του ΓΕΣ και του Ιωάννη Μεταξά.
Η απόφαση αυτή οδήγησε στην παραίτηση του Ελ. Βενιζέλου στις 21 Φλεβάρη (6 Μάρτη) 1915 και το σχηματισμό νέας κυβέρνησης υπό τον Δημήτριο Γούναρη, που τασσόταν στο πλευρό του βασιλιά. Στις εκλογές όμως που ακολούθησαν στις 31 Μάη (13 Ιούνη) 1915, επικράτησαν πάλι οι Φιλελεύθεροι και σχηματίστηκε νέα κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου, που σύντομα (23 Σεπτέμβρη / 9 Οκτώβρη 1915) παραιτήθηκε, επί της ουσίας παύτηκε από τον Κωνσταντίνο. Λίγες μέρες πριν, είχαν αποβιβαστεί στη Θεσσαλονίκη τα πρώτα γαλλικά στρατιωτικά αγήματα και ακολούθησαν τμήματα του βρετανικού στρατού.
Στην Αθήνα, σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, με την ανοχή των Φιλελευθέρων. Στη διάρκεια της σύντομης θητείας αυτής της κυβέρνησης, ο Ελ. Βενιζέλος μιλώντας στη Βουλή και απευθυνόμενος προς την αντίπαλη αστική πλευρά είπε: «Πώς τολμάτε με τας παλαιάς αυτάς αντιλήψεις ν’ αναλάβητε τας ευθύνας της πολιτικής, την οποίαν εχαράξατε, απομακρυνόμενοι μάλιστα από την κατά παράδοσιν πολιτικήν αυτού τούτου του παλαιού πολιτικού κόσμου της Ελλάδος, ο οποίος εγνώριζεν ότι είναι αδύνατον η των Ελληνικών πραγμάτων διακυβέρνησις να ευρίσκηται εν αντιθέσει προς τας κρατούσας της θαλάσσης Δυνάμεις;».
Καταλήγοντας, εξήγησε ότι στόχος της πολιτικής του ήταν η δημιουργία ενός ισχυρού αστικού κράτους: «(…) να δημιουργήσωμεν, λέγω, μιάν μεγάλην Ελλάδα και ισχυράν και πλούσιαν, ικανήν να αναπτύξη εντός των ορίων της ζωτικήν βιομηχανίαν, ικανήν ως εκ των συμφερόντων τα οποία θα εξεπροσωπεί να συνάψη εμπορικάς συμβάσεις μετ’ άλλων Κρατών υπό τους άριστους δυνατούς όρους, ικανήν να προστατεύση τον Ελληνα πολίτην οπουδήποτε της γης ευρισκόμενον (…)».4
Στις εκλογές που ακολούθησαν, το Κόμμα των Φιλελευθέρων απείχε. Μερικούς μήνες αργότερα, τον Μάη του 1916, ο βουλγαρικός στρατός κατέλαβε αμαχητί το οχυρό του Ρούπελ, με την εντολή της παράδοσης να έχει δώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Στέφανος Σκουλούδης. Λίγες μέρες μετά, η Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν επίσημα τον αποκλεισμό της Ελλάδας, ενώ προχώρησαν και στην κατάληψη της Κέρκυρας και άλλων νησιών.
Ο εμπορικός αποκλεισμός που επέβαλε η Αντάντ στην «Παλαιά Ελλάδα» προκάλεσε τραγική έλλειψη τροφίμων, με αποτέλεσμα το θάνατο χιλιάδων από την πείνα και την εξάπλωση μολυσματικών ασθενειών.
Ο Ελ. Βενιζέλος δικαιολόγησε απόλυτα την απροκάλυπτη ξένη στρατιωτική επέμβαση. Σε τηλεγράφημα που έστειλε στον Γάλλο πρωθυπουργό Αριστίντ Μπριάν, έγραφε: «Αι Προστάτιδες Δυνάμεις ενήργησαν ως γονείς εν τη πληρότητι των δικαιωμάτων των».5
Στις 8 / 21 Ιούνη, η Αντάντ με διακοίνωσή της απαίτησε την αποστράτευση του ελληνικού στρατού, την παραίτηση της κυβέρνησης, τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών, καθώς και την απόλυση ορισμένων στελεχών των Σωμάτων Ασφαλείας.
Καθώς βάθαινε η διάσπαση στο εσωτερικό της αστικής τάξης, στις 17 / 30 Αυγούστου 1916, αξιωματικοί που άνηκαν στον χώρο των Φιλελευθέρων και με την καθοδήγηση του Βενιζέλου προχώρησαν σε πραξικόπημα στη Θεσσαλονίκη, το ονομαζόμενο «Κίνημα της Εθνικής Αμυνας», χωρίς όμως να κατορθώσουν να συσπειρώσουν σημαντικές δυνάμεις γύρω τους.6
Σύντομα, όμως, ο Ελ. Βενιζέλος πήγε στα Χανιά, όπου στις 13 / 26 Σεπτέμβρη ένοπλο συλλαλητήριο αποφάσισε τη συγκρότηση Προσωρινής Κυβέρνησης με μέλη της τους Ελ. Βενιζέλο και Παύλο Κουντουριώτη, τους οποίους εξουσιοδότησε να προσλάβουν και τρίτο μέλος (αυτός ήταν ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής) και ανέθεσε στην κυβέρνηση να «επιδιώξη την σωτηρίαν του Εθνους παρά το πλευρόν των Συμμάχων Δυνάμεων».
Στις 26 Σεπτέμβρη / 5 Οκτώβρη 1916, η Προσωρινή Κυβέρνηση εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη. Το γεγονός αυτό αποτύπωνε τη διάσπαση της αστικής τάξης και στο επίπεδο του κρατικού μηχανισμού. Η δεύτερη αστική κυβέρνηση, προκειμένου να στερεώσει και να επεκτείνει την κυριαρχία, αξιοποίησε και την καταστολή, όπως στη Νάξο, όπου για να υποχρεώσει τους κατοίκους της να την ακολουθήσουν, «είχε βάψει το νησί στο αίμα».7
Οι Σύλλογοι Επίστρατων
Στο μεταξύ, η αποστράτευση που επέβαλε η Αντάντ και η επιστροφή των εφέδρων στους τόπους κατοικίας τους οδήγησαν στη συγκρότηση των Συλλόγων Επίστρατων. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή της αντιβενιζελικής εφημερίδας «Εμπρός»:
«Οι έφεδροι επανερχόμενοι εις τας εστίας των εκφράζουν ομόθυμον την αποδοκιμασίαν των κατά της Βενιζελικής πολιτικής και διά θερμών τηλεγραφημάτων διαδηλούν την αφοσίωσιν και την πίστιν αυτών προς την Α. Μ. τον Βασιλέα».8
Τέτοιοι Σύλλογοι δημιουργήθηκαν σχεδόν σε όλη τη χώρα και απέκτησαν ταχύτατα σημαντική μαζικότητα. Η ομοιότητα των ψηφισμάτων τους,9 η διασπορά τους σε όλη την «Παλαιά Ελλάδα» και η ανοχή των επίσημων αρχών στη δράση τους αποδεικνύουν την ύπαρξη ενιαίας πολιτικής τους καθοδήγησης,10 με σημαντικό τον ρόλο του Ιωάννη Μεταξά.
Η μαζικοποίηση των Συλλόγων των Επίστρατων αντανακλούσε το λαϊκό αίσθημα εναντίον της επέμβασης της Αντάντ και τη δυσαρέσκεια από τις συνεχείς πολεμικές αναμετρήσεις, αλλά και την επιρροή που ασκούσε ο βασιλιάς στα μικροαστικά στρώματα, τα οποία αποτέλεσαν και την κοινωνική βάση των Επίστρατων.
Στην επαρχία, Επίστρατοι έγιναν οι μικροκτηματίες της «Παλαιάς Ελλάδας», ενώ στην πρωτεύουσα συγκροτήθηκε ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Συντεχνιών και Εργατικών Σωματείων από 45 προέδρους «των εν Αθήναις και Πειραιεί αμαξοκαραγωγέων, κουρέων – κομμωτών – μυροπωλών, καταστηματαρχών σιδηρωτών, εργατών ζαχαροπλαστών, τεχνιτών εξαρτύσεως και υποδήσεως στρατού, λαχανοπωροπωλών, σανδαλοποιών, εφαπλωματοποιών, καφεζυθοζαχαροπλαστών, καφεπωλών κ.λπ.».
Ο Σύνδεσμος πρόβαλε συνθήματα ταξικής συνεργασίας: «Ζήτω ο εργάτης και το κεφάλαιον! Ζήτω η Πατρίς και ο Βασιλεύς!», ενώ ήταν σε στενή συνεργασία και αλληλοεπικάλυψη με τους Επίστρατους.11
«Η μάχη των Αθηνών»
Ταυτόχρονα, οξυνόταν η αντιπαράθεση μεταξύ των δύο αστικών κυβερνήσεων πλέον, αλλά και η πίεση και οι απαιτήσεις της Αντάντ στην κυβέρνηση της Αθήνας. Στη διαμάχη αξιοποιούνταν προβοκάτσιες, όπως η πυρκαγιά στο Τατόι και άλλες, η δράση πρακτόρων και των δύο ιμπεριαλιστικών στρατοπέδων, η εξαγορά του Τύπου.
Έως τις αρχές του Οκτώβρη 1916, η Αντάντ είχε αναγκάσει το «κράτος των Αθηνών» να παραδώσει σε αυτή τον έλεγχο του ελαφρού στόλου, των ταχυδρομείων και του στρατηγικής σημασίας σιδηροδρόμου Αθηνών – Λαρίσης, αλλά και εκτεταμένες αστυνομικού τύπου εξουσίες.12
Η απαίτηση, όμως, παράδοσης των όπλων και των πολεμοφοδίων του ελληνικού στρατού με τη διακοίνωση της 3ης / 16ης Νοέμβρη 1916 αντιμετωπίστηκε από την κυβέρνηση της Αθήνας αρνητικά.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γάλλος Ναύαρχος Νταρντίζ ντε Φουρνέ απαίτησε, με εντολή της κυβέρνησής του, την παράδοση 16 πεδινών και 16 ορεινών πυροβολαρχιών «μετά χιλίων βολών δι’ έκαστον πυροβόλον», 40.000 όπλα τύπου «Μάνλιχερ» με 220 φυσίγγια για κάθε όπλο, 140 πολυβόλα με τον ανάλογο αριθμό φυσιγγίων και 50 φορτηγά αυτοκίνητα.13
Στις 8 / 21 Νοέμβρη 1916, η κυβέρνηση της Αθήνας απάντησε αρνητικά στη διακοίνωση του Γάλλου Ναυάρχου, ο οποίος επανήλθε στις 11 / 24 Νοέμβρη, ζητώντας την παράδοση δέκα ορειβατικών πυροβολαρχιών ως ένδειξη καλής θέλησης μέχρι τις 18 Νοέμβρη / 1 Δεκέμβρη.
Η κυβέρνηση παρέμεινε στην αρχική της θέση και ταυτόχρονα οργανώθηκαν συλλαλητήρια ενάντια στην παράδοση των όπλων σε διάφορες πόλεις. Στην Καρδίτσα, για παράδειγμα, το εκεί «πάνδημον» συλλαλητήριο σημείωνε σε απόφασή του: «Ικετεύει την Α. Μ. τον Βασιλέα και την Κυβέρνησιν, όπως εμμείνωσιν ανένδοτοι και ακλόνητοι εις την σταθεράν άρνησιν περί παραδόσεως οιουδήποτε μέρους όπλων και υλικού τα οποία απεκτήθησαν και ανήκουσιν εις τον Ελληνικόν λαόν προς προάσπισην των υψίστων αυτού συμφερόντων».14
Σημειώθηκε επίσης αθρόα «εθελοντική» στράτευση. Σύμφωνα με πληροφορίες του αντιβενιζελικού Τύπου, ο αριθμός των καταταχθέντων στα σώματα της Αθήνας έφτασε τους 25.000 και στην υπόλοιπη Ελλάδα τους 100.000.15
Στη λήξη της προθεσμίας παράδοσης του πολεμικού υλικού (18 Νοέμβρη / 1 Δεκέμβρη), γαλλικά, αγγλικά και ιταλικά αγήματα, περίπου 3.000 άνδρες, αποβιβάστηκαν στον Πειραιά με σκοπό την κατάληψη στρατηγικών σημείων της Αθήνας. Συνάντησαν όμως την αντίσταση υπέρτερων ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και Επίστρατων. Η συμπλοκή άρχισε κοντά στο Θησείο και γρήγορα επεκτάθηκε σε άλλα σημεία της πόλης. Το Ζάππειο, όπου ο Φουρνέ είχε εγκαταστήσει το στρατηγείο του, έγινε στόχος καταιγιστικών πυρών, ενώ αργότερα γαλλικά πλοία βομβάρδισαν το κέντρο της Αθήνας, ενώ οβίδες έσκασαν και στον κήπο των Ανακτόρων.16
Τελικά, τα συμμαχικά στρατεύματα αποσύρθηκαν, αφού πρώτα συμφωνήθηκε ότι η κυβέρνηση θα παρέδιδε στους Συμμάχους 6 ορεινές πυροβολαρχίες αντί των 10 που είχαν απαιτήσει.17
Στο πεδίο των μαχών έπεσαν 6 αξιωματικοί και 58 οπλίτες απ’ την πλευρά των Συμμάχων και 4 αξιωματικοί και 26 στρατιώτες απ’ την πλευρά των Ελλήνων. Οι τραυματίες ήταν 167 και 52 αντίστοιχα, ενώ οι αιχμάλωτοι 80 και 60 για κάθε πλευρά.18
Το πογκρόμ εναντίον των Βενιζελικών
Το επόμενο πρωί, ξεκίνησε πογκρόμ εναντίον των Βενιζελικών, αφού προηγουμένως σπίτια και καταστήματα που τους ανήκαν είχαν σημαδευτεί με κόκκινη μπογιά: «Επίστρατοι, χωροφύλακες, στρατιώτες, ναύτες, αγανακτισμένοι πολίτες σε ασύντακτες ομάδες περιέρχονται την πόλη με αλαλαγμούς και πυροβολούν ασταμάτητα καταπάνω στα σπίτια των βενιζελικών. Σπάζουν τις πόρτες, κακοποιούν τους περίτρομους ενοίκους, λεηλατούν, συλλαμβάνουν. Εκατοντάδες ένοπλοι χτυπούν το άδειο σπίτι του Βενιζέλου στην οδό Πανεπιστήμιου και κατόπιν το “κυριεύουν” με έφοδο. Τα γραφεία και τα τυπογραφεία των βενιζελικών εφημερίδων καταστρέφονται μεθοδικά. Αλλωστε, απαγορεύτηκε πια η έκδοσή τους».19
Στα παραπάνω, ο Γιάννης Κορδάτος συμπληρώνει: «Η κατηγορία της “εσχάτης προδοσίας” απαγγελλόταν κάθε μέρα σε εκατοντάδες πολίτες. (…) που όμως αφήνονταν ελεύθεροι αν υπόγραφαν “δηλώσεις μετανοίας”. (…) Εβλεπες στους δρόμους της Αθήνας (…) να φέρνουν στο “Μικρό Φρουραρχείο” πολίτες δεμένους σαν τραγιά…».20
Αργότερα, η Επιτροπή που συστάθηκε, επί κυβέρνησης Φιλελευθέρων, για να ερευνήσει τα γεγονότα, επιβεβαίωσε 35 φόνους, 922 φυλακίσεις, 503 περιπτώσεις λεηλασίας, 359 περιπτώσεις μποϊκοτάζ, 66 περιπτώσεις καταστροφής περιουσίας, 31 περιπτώσεις αναστολής κυκλοφορίας εφημερίδων, 980 απελάσεις ή βίαιες αναχωρήσεις που προκλήθηκαν από την απειλή των Επίστρατων.21
Ο συνολικός αριθμός των νεκρών δεν είναι γνωστός. Ωστόσο υπολογίζεται πως τη ζωή τους έχασαν και 100 έως 300 πρόσφυγες, οι οποίοι «ανώνυμοι και άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και θαμμένοι σε μαζικούς τάφους, δεν περιλαμβάνονται στην επίσημη καταμέτρηση».22
Στα «Νοεμβριανά», όπως καταγράφηκαν τα γεγονότα αυτά στην Ιστορία, έδρασαν από κοινού και σε συνεργασία το κράτος «των Αθηνών» και ανεπίσημοι μηχανισμοί όπως οι Σύλλογοι των Επίστρατων. Η αξιοποίηση άλλωστε «ανεπίσημων» μηχανισμών καταστολής, που πάντοτε έχουν στενούς δεσμούς με το αστικό κράτος, είναι ένα φαινόμενο που διατρέχει την Ιστορία.
Η επικράτηση των Βενιζελικών
Η κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης μετά τα «Νοεμβριανά» κήρυξε έκπτωτο τον Κωνσταντίνο και ταυτόχρονα κήρυξε τον πόλεμο εναντίον της Γερμανίας και της Βουλγαρίας.
Η απάντηση της αντίπαλης πλευράς ήρθε με τη σύμπραξη της Εκκλησίας, με το «ανάθεμα» στον Ελ. Βενιζέλο, δηλαδή την οριστική του αποβολή από μέλος της Εκκλησίας. Χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν στις 12 / 25 Δεκέμβρη 1916 στο Πεδίο του Άρεως και έριξαν από μια πέτρα, σχηματίζοντας ένα μεγάλο σωρό, σε μια σύναξη που ηγούνταν ο αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος και μέλη της Ιεράς Συνόδου, οι αρχηγοί των κομμάτων, καθηγητές, αυλικοί, αξιωματικοί κ.ά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Βενιζελικοί αξιοποίησαν την Εκκλησία στην αντιπαράθεσή τους με τους Αντιβενιζελικούς. Στις 30 Νοέμβρη / 13 Δεκέμβρη 1916, ο Αντιπρόσωπος της Προσωρινής Κυβέρνησης στην Κρήτη έγραφε σε επιστολή του προς την Ιερά Μητρόπολη Κρήτης και τους «Θεοφιλέστατους Επισκόπους» (30-11-1916):
«Γνωρίζομεν υμίν ότι μετά τας εν Αθήναις εσχάτως γενομένας φρικαλέας σκηνάς ων ακεραίαν την ευθύνην υπέχει ο βασιλεύς Κωνσταντίνος απηυθύνθη υπό του επί της Παιδείας και των Θρησκευμάτων Συμβούλου το υπ’ αριθ. 503 έγγραφον, όπως η Εκκλησία παύσηται μνημονεύουσα καθ’ οιονδήποτε τρόπον εν ταις ιεροτελεστίαις αυτής τόσον τον βασιλεά Κωνσταντίνον όσον και ολόκληρον τον οίκον αυτού».23
Τελικά, με παρέμβαση της Αντάντ, ο Κωνσταντίνος εξαναγκάστηκε σε παραίτηση υπέρ του διαδόχου Αλέξανδρου και ο Ελ. Βενιζέλος ανέλαβε ξανά πρωθυπουργός στις 14 / 27 Ιούνη 1917.
Eνα συμπέρασμα
Η αστική τάξη και οι πολιτικοί και ιδεολογικοί εκφραστές της συχνά ξορκίζουν τη βία «απ’ όπου κι αν προέρχεται», όπως είθισται να γράφεται και να λέγεται.
Η Ιστορία, όμως, αποκαλύπτει ότι διαχρονικά η αστική τάξη έχει χρησιμοποιήσει τη βία και την καταστολή, αξιοποιώντας επίσημους και ανεπίσημους μηχανισμούς, ενάντια στην εργατική τάξη και το κίνημά της, αλλά και για να «λύσει» αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της.
Στην πραγματικότητα, τη μόνη «βία» που ξορκίζουν είναι τον αγώνα της εργατικής τάξης, των βιοπαλαιστών της πόλης και του χωριού για μια καλύτερη ζωή, ειδικά όταν αυτός αμφισβητεί την εξουσία τους.
Στα χρόνια του «εθνικού» διχασμού, οι εργατικές – λαϊκές μάζες εγκλωβίστηκαν σε μια ξένη – για τα δικά τους συμφέροντα και τις ανάγκες – αντιπαράθεση, καθώς τότε το εργατικό και το σοσιαλιστικό κίνημα δεν είχαν δημιουργήσει ακόμα την ιδεολογική – πολιτική και οργανωτική πρωτοπορία της εργατικής τάξης.
Στις σημερινές συνθήκες, η εργατική τάξη, οι βιοπαλαιστές αγρότες, οι μικροί αυτοαπασχολούμενοι και επαγγελματίες, αξιοποιώντας και τα διδάγματα της Ιστορίας, μπορούν και πρέπει να συγκροτήσουν τη δική τους κοινωνική συμμαχία, να αντιπαρατεθούν με τις όποιας απόχρωσης δυνάμεις του κεφαλαίου και την εξουσία τους, στην πάλη για την εργατική εξουσία.
Ελληνικό “φαινόμενο”;
Το φαινόμενο του διχασμού της αστικής τάξης της Ελλάδας στο κρίσιμο ζήτημα της συμμετοχής στον πόλεμο δεν αποτέλεσε ελληνική «ιδιαιτερότητα» και «πρωτοτυπία».
Στην Ιταλία, τα τμήματα της αστικής τάξης που συνδέονταν με τη μεταλλουργική και μηχανουργική βιομηχανία τάχθηκαν υπέρ της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο. Αντίθετα, τα αστικά τμήματα που είχαν συμφέρον από τη διατήρηση των οικονομικών σχέσεων με τις «Κεντρικές Δυνάμεις» υποστήριζαν την «ουδετερότητα».
Μάλιστα, η προπαγάνδα των υποστηρικτών της συμμετοχής της Ιταλίας στον πόλεμο, των λεγόμενων «επεμβατικών», θυμίζει την ανάλογη της αντίστοιχης ελληνικής τάσης ή και αντίστροφα, καθώς παρουσίαζε τη συμμετοχή της Ιταλίας στον πόλεμο «σαν μέσο για την πραγματοποίηση των εθνικών πόθων του ιταλικού λαού, σαν συνέχιση του αγώνα για την ένωση των ιταλικών εδαφών, για την ελευθερία και τη δημοκρατία» (Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, «Παγκόσμια Ιστορία», τόμ. Ζ2, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1961, σελ. 811).
*Ο Σπύρος Δαράκης είναι πρόεδρος μαρτυρικής Μαλάθυρου, πρώην δήμαρχος Μηθύμνης
και μέλος του Δ.Σ. του Δικτύου Μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδος περιόδου ’41 – ’45 (Ελληνικά Ολοκαυτώματα)
Παραπομπές:
1. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 211.
2. Γιάννης Γιανουλόπουλος, «Εξωτερική πολιτική» στο Συλλογικό, Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα, τόμ. Α2, εκδ. «Βιβλιόραμα», Αθήνα, 1999 σελ. 123.
3. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 212.
4. «Πατρίς», 23.10.1915.
5. Γεώργιος Βεντήρης, «Η Ελλάς του 1910-1920», εκδ. «Ικαρος», Αθήνα, 1970, σελ. 150.
6. Βλ. Gunnar Hering, «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936», τόμ. Β’ εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2004, σελ. 901-902.
7. Gunnar Hering, «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936», τόμ. Β’ εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2004, σελ. 901-909.
8. «Εμπρός», 19.6.1916.
9. Βλ. ενδεικτικά «Εμπρός», 20.6.1916.
10. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1918-1939, τόμ. Α1, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2018, σελ. 217.
11. Γιώργος Θ. Μαυροκορδάτος, «Ενας φασισμός προδρομικός, αλλά ατελής» στο «Ε – Ιστορικά», 16.11.2000, σελ. 21.
12. Γιώργος Θ. Μαυροκορδάτος, «Νοεμβριανά και Δεκεμβριανά» στο «Ε – Ιστορικά», 16.11.2020, σελ. 11.
13. «Εμπρός», 13.11.1916.
14. «Εμπρός», 15.11.1916.
15. «Εμπρός», 18.11.1916.
16. Α. Κοτζιάς, «Τα Φοβερά Ντοκουμέντα. Ο εθνικός διχασμός. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος», εκδ. «Φυτράκης», Αθήνα, χ. χ., σελ. 84-85.
17. «Εμπρός», 19.11.1916.
18. Α. Κοτζιάς, «Τα Φοβερά Ντοκουμέντα. Ο εθνικός διχασμός. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος», εκδ. «Φυτράκης», Αθήνα, χ. χ., σελ. 85.
19. Α. Κοτζιάς, «Τα Φοβερά Ντοκουμέντα. Ο εθνικός διχασμός. Βενιζέλος και Κωνσταντίνος», εκδ. «Φυτράκης», Αθήνα, χ. χ., σελ. 86.
20. Γιάννης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα, χ. χ., σελ. 466.
21. Συλλογικό, Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, τόμ. ΙΕ, εκδ. «Εκδοτική Αθηνών», Αθήνα, 1978, σελ. 42.
22. Σπύρος Μαρκέτος, «Τα Νοεμβριανά» στο «Ε – Ιστορικά», 16.11.2000, σελ. 16.
23. Εθνικό Ιδρυμα «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος» – Ψηφιακό Αρχείο, Επιστολή του Αντιπροσώπου της προσωρινής κυβερνήσεως εν Κρήτη προς την Ι. Μ. Κρήτης, 30-11-1916.
Εφημερίδα Ριζοσπάστης.