Από μέρες το ‘χομε παρμένο τουτονά το μήνυμα, για την αρχή τση νηστείας τω Χριστουγέννω, το γνωστό σαρανταήμερο, από τσοι ημεροδείχτες, τσοι Καζαμίες και τα εορτολόγια.
Γιατί έτσα ξεκινά η στράτα, για όσους προσπαθούνε ν’ ακλουθούνε τ’ ορθόδοξο δόγμα. Για να καθαρίσουνε τσοι τόπους τση ψυχής τωνε, για να υποδεχτούνε τα Χριστούγεννα το νεογέννητο Χριστό. Γιατί όπως λέει ο Απόστολος Παύλος εις την προς Κορινθίους επιστολή ντου κεφ. 6 στιχ. 16 «…Υμείς γαρ ναός Θεού έστε ζώντος, καθώς είπεν ο Θεός…» κι έτσα δεν εκάνανε κι οι γι αθρώποι του παλιού καιρού απου τα σπίθια ντωνε τα ‘χανε για να μπαινοβγαίνουνε οι μουσαφίρηδες, οι δικολογιές, κι οι φιλίες για τσ’ αποσπερίδες και τσ’ ονομαστικές εορτές των μελών τση κάθε σπιθιάς; Και για να υποδεχτούνε ακόμη τσοι ξενιτεμένους τωνε και τα στρατεμένα νιάτα; Γιατί τσοι χρονιάρες μέρες εξεδιαλέγανε για το “νόστιμον ήμαρ” ούλοι κεινουσάς τσοι καιρούς απου τσ’ αθρώπους τσοι κυβερνούσανε τα αιστήματα και τα συναισθήματά ντωνε.
Γι’ αυτό κι εφορτώνουντανε οι γι οικογένειες και μ’ άλλες υποχρεώσεις, κι ας ήτανε παραφορτωμένες από τσ’ αγροτικές τωνε αν είχανε περίττου και βεντέμα, απού δεν είχανε τότεσας καιρό μουδέ ν’ αποθάνουνε, κατά που λέγανε χαριτολογώντας. Κι όμως, εξεκινούσανε τούτονα τον αγώνα κι απολεμούσανε να τα προλάβουνε ούλα. Οι γι άντρες ν’ αναμαζώξουνε τσοι τροχάλους και να φέρουνε ξύλα για το φούρνο, και τη καμινάδα. Οι γυναίκες εδά πάλι, πεσίχαρες, και πανέμορφες κι ομορφοστελισμές με τσ’ αρετές τσ’ αθρωπιάς, τση ντροπής και του σεβασμού και καταξιωμένες άψογες μανάδες. Απούλα κι ούλα τουτανά τσ’ ομορφαίνανε ένα παραπάνω, αν και για καλλυντικά ‘χανε τοτεσάς καθαρό νεράκι του Θεού, γιατί κατά που λέω στη μαντινάδα απου εταίριαξα: Τη μορφή στον άθρωπο, η φύση τηνε δίνει κι η ψυχή την ομορφιά ύστερα ζωγραφίζει. Γι’ αυτό κι αναμπουκώνουντανε τουτεσάς τσοι μέρες και δεν αφήνανε να πάει στράφι ούτε λεφτό, παρά εις βάρος ακόμη και τσοι δικιάς τωνε ανάπαψης, απολεμούσανε να τα προλάβουνε όπως είπαμε ούλα. Να ξεσηκώσουνε τα σπίθια ντωνε για καθαριότητα και να τα μπαντανίσουνε μέσα κι όξω, κι απόφτανε ως τσ’ οξώπορους, και μπαντανίζανε ακόμη και τσοι ξερολιθιές απου ήτανε εκειά γύρου γύρου. Κι ύστερα τσοι κατάλληλες μέρες εταιριάζανε οι γειτόνισσες για να σιάξουνε τα παραδοσιακά Χριστουγεννιάτικα γλυκίσματα, κουραμπιέδες, ξεροτήγανα και μελομακάρουνα, γι’ αυτό κι εκαλαηδούσανε τα χαβάνια και τα σπίθια κι οι γι αυλές εμοσκομυρίζανε από τσοι μυρωδιές τω μπαχαρικώ κι οι φούρνοι έπαε στο χωριό εκαπνίζανε σα ντα φουγάρα τσ’ ΑΒΕΑς κι οι νοικοκεράδες αεικίνητες απού είχανε μοιρασμένες τσοι δουλειές, εσυνεχίζανε κι άλλες εζυμώνανε, άλλες επλάθανε στα πλαστροσάνιδα κι άλλες ανοίγανε τα φύλλα για τα ξεροτήγανα. Οι γι εικόνες από τουτεσάς τσοι συντροφιές ήτανε πανέμορφες. Τα κοπελάκια με δυσκολία εβαστούσανε την υπόσχεσή ντωνε να κάνουνε ησυχία όπως τάχανε αβιζαρισμένα οι μανάδες τωνε απού των είχανε υποσχεθεί πως θα των εδούνανε τα τεψιά να φάνε τα θρουλίδια και τ’ αποκόμματα ούλα απού θαν’ απομένανε, γι’ αυτό και τσοι στραφαίνανε μ’ αγωνία κι αναγλείφουντανε κιόλας. Ετσα τα γεμίζανε τα ντολάπια ντωνε με ξετρουλιαστές πιατέλες από τούτανα τα γλυκίσματα. Γιατί εκειά τσοι στερεύανε για να μη μαγαρίσουνε ταχιά απού θα ‘ρθουνε οι γρουσούζηδες καρακοτζαλοι. Κι ούλοι τούτηνα οι κόποι, για το χατήρι των μουσαφίρηδων και των εορταστάδω απού θαν’ ετυχαίνανε τουτεσάς τσοι χρονιάρες μέρες. Κι ήτανε χρονιάρες μέρες ούλες οι μεγάλες εορτές τση Χριστιανοσύνης. Γιατί οι γι αθρώποι κείνουνα του καιρού, εκατέχανε να ξεχωρίζουνε τσοι σκόλες από τσοι καματερές. Γι’ αυτό και δεν είχανε κάθε μέρα Λαμπρή, όπως ελέγανε, αλλά εν τη εργασία και η ζωή, όπως ήλεγε ο μακαρίτης ο μπάρμπα Μιχάλης ο ψάλτης κεινουνά του καιρού. Για κείνο και με το σαρανταήμερο εξεκίνα κι ο καθαρισμός τση ψυχής για την υποδοχή του Χριστού όπως έλεγα και στην αρχή. Γιατί τα Χριστούγεννα είχανε και Χριστό τοτεσάς κι όχι μόνο φώτα, λαμπάκια, ρεβεγιόν, κι οχλοκρατούμενες ομαδικές εκδηλώσεις.
Τουτεσάς τσοι μέρες οι νοικεράδες μαζί με την καθαριότητα τω σπιθιώ ντωνε επεριποιούντανε και τα ‘κονοστάσια ντωνε. Εκειά δηλαδή απούχανε κρεμασμένα τα κονίσματά ντωνε, τα στέφανα του ζευγαριού, κι εκρέμουντανε το καντηλάκι απου άφτανε τα σκολόβραδα απού θυμιάζανε κιόλας. Τον ίδιο καιρό η κάθε λάλη απού ήτανε τριγυρισμένη από τα εγγονάκια τση, κοντά στη χρειγιά απούχανε για μαγκάλι κι αναμπάλωνε τα ρούχα τση δουλειάς, γή έξαινε τα μαλλιά τω προβατίνω, γή έκλωθε μ’ αναμάσκαλα τη ρόκα και την επεριμένανε με αγωνία να δώσει τσ’ ανέμης να γυρίσει, παραμύθι ν’ αρχινίξει. Και τα πρόσωπά ντωνε αστράφτανε από ευχαρίστηση όπως εφαίνουντανε στο ταπεινό φως του λύχνου γή τση λάμπας πετρελαίου απου εφωτίζανε κείνουσας τσοι καιρούς τα σπίθια των αθρώπω.
Μόνο πως τουτονά το καιρός του σαρανταημέρου, δε τωνε λέγανε τη κοκκινοσκουφίτσα γή το κοντορεβυθούλη, γιατί ‘χανε τούτονα το καιρό τόσα νάκλια να κάμουνε για τσοι χρονιάρες μέρες απούρχουντανε για τσοι Μάγους απού μετά αστέρος οδοιπορούσανε, τσοι ποιμένες απού μετά αγγέλω δοξολογούσανε για τη μεγάλη μορφή του Μεγάλου Βασιλείου και επίσης τη μεγάλη εορτή των Θεοφανίων απού φανερώθηκε η Αγία Τριάδα, και το Αγιο Πνεύμα κατέβηκε σαν περιστέρι, ενώ φωνή ακούστηκε από τον ουρανό: «Ούτος έστι ο Υιός μου ο αγαπητός» κι έτσα επερνούσαν οι γι ημέρες έως που εφτάνανε σε τουτεσάς τσοι μεγάλες εορτές. Και μ’ ομορφοστολισμένα τα σπίθια ντων και πεντακάθαρα μέσα κι όξω, για να υποδεχτούνε δικούς και ξένους απού θαν’ ετυχαίνανε τούτονα το καιρό.
Και μ’ ολοκάθαρες καρδιές κι ήσυχες συνειδήσεις για να υποδεχτούνε τον Νεογέννητο Χριστό, ελούζανε αποβραδίς οι μανάδες τα κοπέλια ντωνε με το νερό απούχανε ζεσταμένο στο μεγάλο καζάνι την ώρα απού εκείνα ηλέγανε τα κάλαντρα στσοι γειτονιές του χωριού. Κι απόης επίνανε τα τσαγάκια ντωνε και πχιαίνανε στα κρεβάθια ντωνε και τα κοπελάκια κι οι μεγάλοι, γιατί ταχιά ‘τανε Χριστούγεννα κι ήπρεπε συγκούρμουλη η γι οικογένεια να πάει στην εκκλησία αξημέρωτα για να λουτρουηθεί και να μεταλάβουνε κιόλας ούλοι για την ημέρα απού ήτανε. Κι ύστερα από τη λουτρουγιά η κάθε οικογένεια εκάθιζε γύρω από το χριστουγεννιάτικο τραπέζι για ν’ απολαύσει τα φαϊτά πούχε ετοιμάσει η χρυσοχέρα νοικοκερά. Κι ακλουθούσανε στιγμές μεγάλης οικογενειακής ευτυχίας κι εικόνες απείρου κάλλους κι απερίγραφτης ομορφιάς. Ητανε βέβαια κεινηνά οι καιροί απού οι γι αθρώποι εορτάζανε τα Χριστούγεννα τη γέννηση του Χριστού.
Θεέ μου βλέπε μας το νου μας.
Ιδιαίτερα θερμές ευχές στσ’ εορτάζουσες και τσ’ εορτάζοντες αναγνώστριες κι αναγνώστες μου και σ’ ούλους τσ’ άλλους εύχομαι από καρδιάς Ευτυχισμένη και τρισευλοημένη καινούργια Χρονιά.
Χρόνια πολλά, καλά με Υγεία.
Το γεροντάκι
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Σπιθιά = Οικογένεια
Δικολογιές = Συγγενολόι
Απολεμούσανε = Επροσπαθούσανε
Τρόχαλος = Χαλασμένος τοίχος
Πεσίχαρες= Πρόθυμες και χαμογελαστές
Αναμπουκώνομαι = Διπλώνω τα μανίκια μου για δουλειά
Στράφι = Να χαθεί άδικα
Μπαντανίζω = Ασπρίζω με ασβέστη
Όξω = Έξω
Οξώπορος = Εξώπορτα
Εκειά = Εκεί
Χαβάνι = Μπρούτζινο μικρό γουδί
Επαέ = Εδώ
Πλαστροσάνιδο = Σανίδα για το πλάσιμο τση ζύμης
Ξυλίκι = Ξύλινη ράβδος που ανοίγουνε το φύλλο για καλιτσούνια, ξεροτήγανα κλπ.
Αβιζέρνω = Εφιστώ την προσοχή κάποιου, προειδοποιώ
Θρουλίδι = Μικρό κομματάκι, το ψίχουλο
Στραφαίνω = Κοιτάζω
Ξετρουλιάζω = Γεμίζω κάτι τρουλωτά
Στερεύω = Φυλάσσω
Μαγαρίζω = Λερώνω, βρωμίζω
Ταχιά = Μεθαύριο
Καρακοτζόλοι = Καλικάντζαροι
Κατέχανε = Ξέρανε
Καματερή = Εργάσιμη
Μπάρμπας = Θείος
Άφτω = Ανάβω
Λάλη = Γιαγιά
Χρειγιά = Σκεύος μεταλλικό
Αναμπαλώνω = Επιδιορθώνω, βάζω μπαλώματα
Αναμάσκαλα = Κάτω από τη μασχάλη
Νάκλια = Ιστορίες
Λούγομαι = Λούζομαι
Κιαπόις = Κι ύστερα
Μεταλαβαίνω = Κοινωνώ
Ταχινή = Αύριο πρωί
Συγκούρμουλοι = Όλοι μαζί