Αφετηρία της εγκληματικής διαστροφής η γονική και κοινωνική ενθάρρυνση του μισογυνισμού
Θυμάμαι σαν σήμερα τον θρυλικό καθηγητή της Εγκληματολογίας, στη Νομική Σχολή στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, τον Κωνσταντίνο Γαρδίκα, με ποια εμβρίθεια και πειστικότητα μας εδίδασκε εάν είναι έμφυτη ή επίκτητη η εγκληματική συμπεριφορά των ανθρώπων.
Ο ίδιος απέκλινε εμφανέστατα προς την άποψη ότι ο εγκληματικός χαρακτήρας του ανθρώπου διαπλάθεται στο ευρύτερο κοινωνικό ακόμη και στο στενό οικογενειακό περιβάλλον. Έτσι ο Κων. Γαρδίκας απεκήρυττε την οιονεί ρατσιστική αντίληψη, περί εκ γενετής εγκληματικών ατόμων. Επομένως, οι ευθύνες για τη διάπλαση του εγκληματία, επικεντρώνονται τόσο στο οικογενειακό όσο και στο κοινωνικό περιβάλλον, αλλά και σε ακραία ιεροεξεταστικά μουσουλμανικά δόγματα, που αχρηστεύουν τη γυναίκα, ήδη από την παιδική της ηλικία, με τη θηριωδία της κλειτοριδεκτομής (π.χ. Σομαλία).
«Σχολές» σαδισμού
Στον αντίποδα του κρατούντος προδικαστικά σήμερα συστήματος της προανάκρισης και κυρίως ανάκρισης των υπόδικων, για εγκλήματα βίας και κατά της ζωής των γυναικών, επί πολλά χρόνια επηρέασε αρνητικά την αξιολόγηση της παραβατικής συμπεριφοράς των υποδίκων για κακουργήματα, αλλά και πλημμελήματα, η «σχολή» του ιταλού εγκληματολόγου και γιατρού (1835-1909) Τσέζαρε (Ezexia) Μάρκο Λομπρόζο, ο οποίος στα πανεπιστήμια του Τορίνο και της Πάβια δίδασκε, ότι το σχήμα του ανθρώπινου κρανίου προσδιορίζει την εγκληματική ιδιοσυγκρασία των υποδίκων για κακουργήματα, αλλά και για τα ελαφρύτερα πλημμελήματα !
Αυτές οι επιστημονικοφανείς ρατσιστικές ακρότητες ενέπνευσαν και καθοδήγησαν αργότερα, πολλούς ανακριτές βασανιστές, στα ναζιστικά κολαστήρια.
Ας έλθουμε τώρα στα καθ’ ημάς ελληνο-βαλκανο-ευρωπαϊκά κρούσματα μαντραχαλισμού, μισογυνισμού και αμέτρητων γυναικοκτονιών.
Ξεκινώντας από την ελληνική πραγματικότητα, μιλάμε για τα πρώτα μαθήματα γυναικείας απαξίας, που επί δεκαετίες διδάχτηκαν από τους γονείς-όχι βεβαίως όλους-με πρώτη διδάξασα τη μαμά. Το άρρεν, σε αρκετές οικογένειες ακόμη και του κοντινού παρελθόντος κατείχε την ασυλία ενός σχεδόν παπικού αλάθητου. Μηδενική η συνεισφορά του προνομιούχου κακομαθημένου γιου στις οικιακές ανάγκες.
Με αυτή την ασυλία της μη συμμετοχής στα οικιακά καθήκοντα, το άρρεν τέκνο της οικογένειας, ως κατοπινός σύζυγος περιορίζεται μόνον στα εξωοικογενειακά του επαγγελματικά καθήκοντα. Δεν ξέρει να βράσει ούτε ένα αβγό, ούτε και τον καφέ του. Όταν πλένεται στην τουαλέτα πετάει στο δάπεδο τα εσώρουχα, για να τα μαζέψει η σύζυγος. Απαξιώνει να πλύνει ούτε ένα πιάτο, ούτε ένα πιρούνι ή ποτήρι, όταν βρεθεί μόνος, αφήνοντας για τη σύζυγο μια στοίβα από άπλυτα πιατικά. Στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό σπρώχνει τη γυναίκα για ν’ ανέβει πρώτος. Το ίδιο και στο ασανσέρ. Καθώς οδηγεί το ΙΧ του όταν συναντήσει γυναίκα στη διάβαση πεζών, τότε μπορεί και να την τρομοκρατήσει ή και να την τραυματίσει. Ο ίδιος μας παραπέμπει στο άσμα «του άντρα του πολλά βαρύ/μην του μιλάτε το πρωί»…
Και άσματα γυναικείας «συμμαχίας»
Οι εκπλήξεις αυτές δεν σταματάνε εδώ, διότι υπάρχει ένας ακόμη αντίποδας, δηλαδή η έστω και κάποια κατ’ εξαίρεσιν γυναικεία συναίνεση στον μαντραχαλίστικο σαδισμό. Η συναίνεση αυτή αποτυπώνεται σ’ ένα παλαιότερο λαϊκό «τσαμπουκαλίδικο» άσμα, όπου η περιθωριοποιημένη γυναίκα εκθειάζει την άνανδρη…ανδρική τυραννία. Και εδώ η παλιά λαϊκή μούσα με τις πολύ χαρακτηριστικές φωνές της Στέλας Χασκίλ και του Τάκη Μπίνη, στίχους Νίκου Ρούτσου και μουσική Μανώλη Χιώτη:
«Μανούλα τ’ αποφάσισα/Μονάχα αυτόν θα πάρω/Τον θέλω να’ ναι ζόρικος/Κρασί πολύ να πίνει/Κι αν πεις και για φιλότιμο/Το αίμα του να χύνει/Ρεφραίν: Να μου λείπουν οι ντιντήδες οι μοντέρνοι/Θέλω άντρα ν’ αγαπάει και να δέρνει».
Συμπέρασμα: Από την κάπως ασυνήθιστη αυτή σύμμειξη της σοφίας των ακαδημαϊκών με τη θυμοσοφία των «λαϊκών πανεπιστημίων», τελικά κάτι προκύπτει, όπως:
Το αιώνιο μαρτύριο πολλών γυναικών όχι μόνον με τα ασήκωτα δεσμά της ανανδρίας, αλλά και την ιδιότυπη μοιρολατρεία αρκετών γυναικών στο «αλάθητο» του ιδιότυπου ψευδοαντρικού παπισμού.
Η ασυλία της ανδρικής ανανδρίας ακόμη και σε κράτη του πολιτισμένου ευρωπαϊκού βορρά.
Η ανοχή και η αδιαφορία για τους «νταήδες» άνδρες από αμέτρητους σιωπηρούς άντρες, που δίνουν συστηματικά «τόπο στην οργή» όπου αυτή έστω και σπανίως εκδηλώνεται.
Η αδυναμία αρκετών ανδρών να προχωρήσουν σε μια απεξάρτηση από τη φοβερή αρρώστια της ψυχικά ισοπεδωτικής ζήλειας, σε συνήθως ανύπαρκτες ή κατά φαντασίαν συζυγικές ερωτικές απάτες των συζύγων ή ερωτικών συντρόφων. Αυτό το εγκληματικό φρούτο ευδοκιμεί άνετα στις ελληνικές κοινωνίες…