Ο Περέιρα ισχυρίζεται ότι τον γνώρισε μία μέρα του καλοκαιριού. Ηταν μια υπέροχη μέρα του καλοκαιριού, ηλιόλουστη και δροσερή, και η Λισαβόνα λαμποκοπούσε. Φαίνεται πως ο Περέιρα ήταν στο γραφείο του, δεν ήξερε τι να κάνει, ο διευθυντής ήταν σε διακοπές, κι αυτός ήταν αναγκασμένος να ετοιμάσει την πολιτιστική σελίδα, γιατί η Λισμπόα είχε πλέον πολιτιστική σελίδα, και την είχαν εμπιστευτεί σ’ αυτόν. Κι αυτός, ο Περέιρα, σκεφτόταν τον θάνατο. Εκείνη την ωραία καλοκαιρινή μέρα, με τη θαλάσσια αύρα του Ατλαντικού που χάιδευε τις κορυφές των δέντρων και τον ήλιο που έλαμπε, και με την πόλη που πέταγε σπίθες, κυριολεκτικά πέταγε σπίθες έξω από το παράθυρό του και με εκείνο το γαλάζιο, ένα πρωτόφαντο, ισχυρίζεται ο Περέιρα, γαλάζιο, τόσο καθαρό που σχεδόν τραυμάτιζε τα μάτια, αυτός βάλθηκε να σκέφτεται τον θάνατο. Γιατί; Αυτό, ο Περέιρα, είναι αδύνατο να το εξηγήσει.
Τότε τον γνώρισε, έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, μία ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού, ενώ σκεφτόταν τον θάνατο και έπρεπε να ετοιμάσει την πολιτιστική σελίδα της Λισμπόα, ύστερα από χρόνια στο αστυνομικό ρεπορτάζ, τώρα πια είχε την αποκλειστική ευθύνη της πολιτιστικής σελίδας, εκείνη την ημέρα γνώρισε τον Μοντέιρο Ρόσι, μία γνωριμία που έμελλε να αναστατώσει την καθημερινότητα του Περέιρα, και όχι μόνο την καθημερινότητά του αλλά και τόσα άλλα, που τα διηγείται σε κάποιον, και που εκείνος τα καταγράφει σε μια αναφορά, όντας επιφυλακτικός και ξεκάθαρος: Ετσι ισχυρίζεται ο Περέιρα.
Ποιος είναι ο διαμεσολαβητής αφηγητής, στον οποίο ο Περέιρα αφηγήθηκε όσα ισχυρίζεται ότι συνέβησαν μετά τη γνωριμία του με τον Μοντέιρο Ρόσι; Ενας αφηγητής, που μοιάζει παντογνώστης αλλά δεν είναι, ένας αφηγητής που άλλο δεν επιθυμεί παρά να αποτινάξει από πάνω του το βάρος της μαρτυρίας, υπενθυμίζοντας διαρκώς πως έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα και πως εκείνος, αφήνει να εννοηθεί, δεν φέρει ευθύνη για την ακρίβεια ή την ειλικρίνεια των λόγων του Περέιρα. Πρόκειται άραγε για φίλο ή για εχθρό;
Ποιες είναι οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Περέιρα αφηγήθηκε όσα ισχυρίζεται ότι συνέβησαν μετά τη γνωριμία του με τον Μοντέιρο Ρόσι; Τα γεγονότα που διηγείται ο Περέιρα έλαβαν χώρα τον Αύγουστο του 1938, με την Πορτογαλία κάτω από τη μπότα της δικτατορίας του Σαλαζάρ και την Ευρώπη να βρίσκεται στις τελευταίες μέρες μιας φαινομενικής ηρεμίας, το αβγό του φιδιού έχει ραγίσει προ πολλού, αναπόφευκτα, λοιπόν, καμία αφήγηση δεν μπορεί να θεωρηθεί αμιγώς προσωπική, εξαιρούνται τα όνειρα, επιμένει ο Περέιρα, καμία αφήγηση δεν μπορεί να ιδωθεί εκτός πολιτικού πλαισίου. Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει ο Ταμπούκι να αφηγηθεί όσα ισχυρίζεται ο Περέιρα είναι εκείνος που, πρώτα και κύρια, καθιστά το μυθιστόρημα αυτό ιδιαίτερο και σημαντικό, κατά πολλούς το σημαντικότερο απ’ όσα έγραψε αυτός ο σπουδαίος Ιταλός, με την αγάπη για την Πορτογαλία, που ξεκίνησε μελετώντας και μεταφράζοντας τον Φερνάντο Πεσσόα, μέχρι που ανακάλυψε την προσωπική του αφηγηματική φωνή, δίχως να βιαστεί, υπηρετώντας τη λογοτεχνία από πόστα εξίσου σημαντικά, αν και όχι τόσο εξυπηρετικά ως προς τη ναρκισσιστική φύση του ανθρώπου, μέχρι που έφτασε η στιγμή, η κατάλληλη στιγμή, και τότε όλα κύλησαν φυσικά και αβίαστα. Είναι το έργο αυτό που αναδεικνύει τη συγγένεια με έναν άλλο σπουδαίο υπηρέτη της λογοτεχνίας τον Αυστριακό Β. Γκ. Ζέμπαλντ.
Οσα ισχυρίζεται ο Περέιρα αποτελούν μία χαμηλότονη κριτική στη μαύρη εκείνη περίοδο της πορτογαλικής και ευρωπαϊκής ιστορίας, μια καθαρή ματιά, μέσα από τη ζωή ενός απλού ανθρώπου, δίχως τις μεγαλοστομίες και τις υπερβολές των αφηγήσεων εκείνων που στοχεύουν στην ηρωοποίηση προσώπων και καταστάσεων, δημιουργώντας σύμβολα και χτίζοντας τύμβους δόξας, καταλήγοντας τελικά κενές περιεχομένου, αδυνατώντας να ξεφύγουν από τα όρια της ωραιοπάθειας και του ατομικού και να δραπετεύσουν στο άχρονο και το οικουμενικό, για να προσθέσουν σελίδες στην παγκόσμια μαρτυρία της καταπίεσης και των μικρών, μα τόσο σημαντικών, ατομικών πράξεων, για τις οποίες η Ιστορία δεν αφιερώνει ούτε τον ελάχιστο χώρο. Το έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα αποτελεί όμως ταυτόχρονα, εξαιτίας της συγγραφικής ιδιοφυΐας του Ταμπούκι, ένα κείμενο υψηλής λογοτεχνικής απόλαυσης.
Το έργο του Ταμπούκι ευτύχησε να συναντήσει τον ιδανικό μεταφραστή του στα ελληνικά, τον Ανταίο Χρυσοτομίδη.