Οι τιµές στα ακίνητα και τα ενοικιαζόµενα διαµερίσµατα και κατοικίες γνωρίζουν στην Ελλάδα µια πρωτοφανή έκρηξη. Οι τιµές αυτές είναι ασύµβατες µε τα οικονοµικά δεδοµένα και συγκεκριµένα στους µισθούς που λαµβάνουν τα εργαζόµενα µέλη της µέσης ελληνικής οικογένειας.
Πάραυτα και πολλές κατοικίες αγοράζονται και παρά την κατακόρυφη αύξηση των ενοικίων είναι πολύ δύσκολο να βρει κανείς σπίτι για να µετακοµίσει. Πολύ περισσότερο που για κάποιες οικογένειες οι τοµές αυτές είναι απαγορευτικές. Την ίδια στιγµή, η ανοικοδόµηση έχει πάρει τα πάνω της και ολοένα και περισσότερες πολυκατοικίες και νεόδµητα κτίρια ξεπηδούν στην Αθήνα και τις υπόλοιπες πόλεις της Περιφέρειας.
Είναι όλα αυτά σύµπτωµα µιας αντιφατικής κοινωνίας που σε ότι αφορά τα οικονοµικά επιβιώνει µε την διάθεση και πώληση ακινήτων και διάθεση οικοπέδων για ανέγερση µε νόµιµο τρόπο ή απλά κάτι άλλο γίνεται µε το µαύρο χρήµα µιας και οι αγορές κατοικιών είναι σε σταθερά ανοδική πορεία, ώστε να µην χρειάζεται κανείς να δει τα αναλυτικά στοιχεία παρά να κοιτάξει γύρω του στην γειτονιά που µένει τον σαρωτικό οικοδοµικό οργασµό;
Η κατακόρυφη αύξηση στις τιµές των πωλήσεων κατοικιών και διαµερισµάτων αλλά και η εκρηκτική αύξηση των ενοικίων δηµιουργούν τις προϋποθέσεις για να πιστέψουν κάποιοι πως υπάρχει οικονοµική ανάπτυξη και πως ο τζίρος και το χρήµα ανακυκλώνονται. Είναι όµως έτσι ή όπως προανέφερα βρισκόµαστε ενώπιον σοβαρών ξεπλυµάτων µαύρου χρήµατος και παράνοµων δοσοληψιών και συναλλαγών;
Οι τιµές των κατοικιών στην χώρα µας αυξάνονται αλµατωδώς. Σχεδόν ό καθένας ζητά ότι θέλει. Το παιχνίδι της αγοράς και ενοικίασης κατοικίας έχει γίνει πολύπλοκη υπόθεση.
Ας δούµε λοιπόν µε την ευκαιρία τα αντίστοιχα στοιχεία που έδωσε στην δηµοσιότητα η Eurostat. Με τον τρόπο αυτό µας δίδεται η δυνατότητα να συγκρίνουµε τι γίνεται στις άλλες χώρες – µέλη της ΕΕ και στην ευρωζώνη και να εξάγουµε τα αντίστοιχα συµπεράσµατα.
Σύµφωνα λοιπόν µε τη Eurostat, το δεύτερο τρίµηνο του 2024, οι τιµές των κατοικιών, όπως καταµετρώνται από το ∆είκτη Τιµών Κατοικιών, αυξήθηκαν κατά 1,3% στη ζώνη του ευρώ και κατά 2,9% στην ΕΕ σε σύγκριση µε το ίδιο τρίµηνο του προηγούµενου έτους.
Το πρώτο τρίµηνο του 2024, οι τιµές των κατοικιών µειώθηκαν κατά 0,3% στη ζώνη του ευρώ και αυξήθηκαν κατά 1,5% στην ΕΕ.
Σε σύγκριση µε το πρώτο τρίµηνο του 2024, οι τιµές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 1,8% στη ζώνη του ευρώ και κατά 1,9% στην ΕΕ το δεύτερο τρίµηνο του 2024.
Aαξίζει να σηµειωθεί ότι σε ότι αφορά τριµηνιαίες και ετήσιες µεταβολές των τιµών των κατοικιών για το 2023 και το 2024, η Ελλάδα είναι η µόνη χώρα που δεν έχει δώσει στοιχεία.
Εξέλιξη των τιµών των κατοικιών στα κράτη µέλη της ΕΕ
Από τα κράτη µέλη για τα οποία υπάρχουν διαθέσιµα στοιχεία, 6 παρουσίασαν ετήσια µείωση των τιµών των κατοικιών το δεύτερο τρίµηνο του 2024 και 20 ετήσια αύξηση.
Οι µεγαλύτερες µειώσεις καταγράφηκαν στο Λουξεµβούργο (-8,3%), τη Φινλανδία (-4,8%) και τη Γαλλία (-4,6%), ενώ οι µεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στην Πολωνία (+17,7%), τη Βουλγαρία (+15,1%), τη Λιθουανία (+10,4%) και την Κροατία (+10,0%).
Σε σύγκριση µε το προηγούµενο τρίµηνο, οι τιµές µειώθηκαν σε δύο κράτη µέλη, παρέµειναν σταθερές σε ένα (Ουγγαρία) και αυξήθηκαν σε είκοσι τρία κράτη µέλη.
Μέθοδοι και ορισµοί
Ο ∆είκτης Τιµών Κατοικιών (∆ΤΚ) µετρά τις µεταβολές των τιµών όλων των κατοικιών που αγοράζονται από νοικοκυριά (διαµερίσµατα, µονοκατοικίες, σειρές κ.λπ.), τόσο των νεόδµητων όσο και των υφιστάµενων, ανεξάρτητα από την τελική τους χρήση και ανεξάρτητα από τους προηγούµενους ιδιοκτήτες τους.
Οι ∆ΤΚ των κρατών µελών καταρτίζονται από τις εθνικές στατιστικές υπηρεσίες. Οι συνολικοί ∆ΤΚ της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ καταρτίζονται από τη Eurostat.
Οι ∆ΤΚ υπολογίζονται ως ετήσιοι αλυσιδωτοί δείκτες µε τα βάρη να επικαιροποιούνται κάθε χρόνο. Τα ευρωπαϊκά συγκεντρωτικά στοιχεία των ∆ΤΚ υπολογίζονται επί του παρόντος ως σταθµισµένοι µέσοι όροι των εθνικών ∆ΤΚ χρησιµοποιώντας ως βάρη το ΑΕΠ σε τιµές αγοράς (εκφρασµένο σε εκατοµµύρια µονάδες αγοραστικής δύναµης – ∆Α∆) των σχετικών χωρών.
Τα στοιχεία δεν είναι εποχικά προσαρµοσµένα.
Τα στοιχεία για τις χώρες που λείπουν εκτιµώνται από τη Eurostat χρησιµοποιώντας στοιχεία από µη εναρµονισµένες πηγές. Οι εκτιµήσεις αυτές δεν δηµοσιεύονται αλλά χρησιµοποιούνται για τον υπολογισµό των συγκεντρωτικών µεγεθών της ζώνης του ευρώ και της ΕΕ.