Τετάρτη, 18 Σεπτεμβρίου, 2024

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

Οι Ελληνες της Κύπρου πάντοτε, αλλά κυρίως στις δεκαετίες του 1930 και 1940, ήθελαν διακαώς την ένωση της μεγαλονήσου με την Ελλάδα.
Η Κύπρος επωλήθη από την Τουρκία στην Αγγλία το 1878. Η καταπιεστική πολιτική της Αγγλίας στην Κύπρο έφερε την εξέγερση του λαού της 21ης Οκτωβρίου 1931. Με πρωτοβουλία της Εκκλησίας πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα για το μέλλον της νήσου, στο οποίο ποσοστό 95,7% των ψηφοφόρων ψήφισε ένωση με την Ελλάδα (15 Ιανουαρίου 1950). Ο νέος Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ’ από το 1950 μέχρι το 1954 πίεζε την Ελληνική Κυβέρνηση για λύση του προβλήματος. Η Κυβέρνηση, απρόθυμη και ταραγμένη, έθεσε το θέμα της αυτοδιάθεσης της Κύπρου στον Ο.Η.Ε. (1954), το αίτημα όμως απερρίφθη αμέσως. Η ίδρυση της Ε.O.Κ.Α. με αρχηγούς τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο και τον στρατιωτικό Γεώργιο Γρίβα (Διγενή) και ο ένοπλος αγώνας, που ξεκίνησε την 1η Απριλίου 1955, ήταν πλέον μονόδρομος. Στον αγώνα αυτόν πήραν μέρος χιλιάδες νέοι, κυρίως μαθητές. Στο πάνθεο των ηρώων του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα της Κύπρου προέχουσα και πρωτεύουσα θέση έχει καταλάβει ο νεαρός μαθητής Ευαγόρας Παλληκαρίδης. Γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου στις 26 Φεβρουαρίου 1938. Άριστος μαθητής  με πρώιμη ποιητική παρουσία, με καρδιά πάλλουσα εθνικά, με υψηλόφρονα αισθήματα, άρχισε την εθνική του δράση σε ηλικία 15 ετών. Τον Απρίλιο 1953 γινόταν η ενθρόνιση της Βασίλισσας Ελισάβετ. Στην Αγγλία και στις αποικίες έγιναν εκδηλώσεις για την στέψη. Ο 15χρονος Ευαγόρας στην Πάφο αναρριχάται στον ιστό, κατεβάζει και σκίζει την αγγλική σημαία. Ακολουθούν βίαιες διαδηλώσεις και συγκρούσεις των νέων με την Αστυνομία. Στην Πάφο δεν γιορτάστηκε η στέψη της Ελισάβετ! Ο Ευαγόρας συνελήφθη, αλλά αφέθηκε ελεύθερος, λόγω της μικρής ηλικίας του. Σε ηλικία 17 ετών ο Ευαγόρας αφήνει το Σχολείο και εντάσσεται στην Ε.Ο.Κ.Α. Σε μεγάλη διαδήλωση μαθητών στις 17 Νοεμβρίου 1955 συλλαμβάνεται και οδηγείται σε δίκη, η οποία αναβλήθηκε για τις 6 Δεκεμβρίου 1955. Μία ημέρα πριν τη δίκη εισέρχεται λάθρα στο σχολείο και αφήνει στην έδρα ένα σημείωμα:
«Παλιοί συμμαθηταί,
Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του. Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ’ αφήσω αδέλφια, συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα
μεσ’ στα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ’χω παρέα μόνη
κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ’ρθει το καλοκαίρι
τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια
να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ’ ανεβώ, θα μπω σ’ ένα παλάτι,
το ξέρω θάν’ απάτη, δεν θάν’ αληθινό.
Μεσ’ στο παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο,
βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ’ αυτό.
Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου
και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γεια σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα με βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 ο Ευαγόρας συλλαμβάνεται μαζί με άλλους δύο αγωνιστές της Ελευθερίας, γιατί μετέφεραν όπλα. Οι άλλοι δύο διέφυγαν της συλλήψεως. Βρέθηκε στην κατοχή του ένα οπλοπολυβόλο τύπου Μπρεν και τρεις γεμάτες γεμιστήρες. Η δίκη του ορίστηκε για τις 25 Φεβρουαρίου 1957. Ο Ευαγόρας αναγνώρισε την ενοχή του και οι δικηγόροι του απεγυμνώθησαν επιχειρημάτων. Είπε με παρρησία: «Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο». Καταδικάστηκε με την ποινή του θανάτου. Δεν του αναγνωρίστηκε ούτε το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας. Ευθύς αμέσως αρχίζει ο αγώνας αποτροπής της εκτέλεσης: Η Ελληνική Βουλή, η Eλληνική Κυβέρνηση, Αρχιεπίσκοποι, Μητροπολίτες, ο δήμαρχος Λευκωσίας Δέρδης, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, 40 Άγγλοι Εργατικοί βουλευτές, «βομβάρδιζαν» καθημερινά την Αγγλική Κυβέρνηση και τον Ο.Η.Ε., να απονεμηθεί χάρη στον 18χρονο Ευαγόρα. Η ακαμψία και η παντελής έλλειψη ανθρωπιστικών αισθημάτων της αγγλικής διπλωματίας, του Χάρτινγκ και της Βασίλισσας Ελισάβετ (νέας τότε και υπέργηρης σήμερα), έφεραν την εκτέλεση του Ευαγόρα. Το απόγευμα της προτεραίας της εκτέλεσης, δηλ. της 13 Μαρτίου 1957, έγραψε ο Ευαγόρας:
«Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί».
Τα μεσάνυχτα μετάλαβε και είδε την μητέρα του για τελευταία φορά. Όπως η ίδια είπε, την παρηγορούσε και της έλεγε αστεία. «Μη θρηνείς μάνα, πεθαίνω για την Ελλάδα». Απαγχονίστηκε μέσα στη φυλακή ξημερώματα της 14ης Μαρτίου 1957. Λίγα μέτρα πιο πέρα ακούγονταν οι φωνές των διαδηλωτών. Ήταν ο νεότερος που εκτελέστηκε από τους Άγγλος και ο τελευταίος. Τον Ευαγόρα Παλληκαρίδη τον έκλαψε πικρά και αληθινά κάθε Έλληνας της Κύπρου και του ελληνικού χώρου. Έχουν γραφεί γι’ αυτόν πολλά ποιήματα. Το πιο συγκλονιστικό είναι του Φώτη Βαρέλη, δασκάλου τότε στη Ρόδο:
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,
οι νιοί συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας.
Μπαίνει κι η πρώτη η άταχτη κι η τρίτη που διαβάζει,
μπαίνει κι η πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
– Παρόντες όλοι;
– Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει.
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος. Και με φωνή που τρέμει:
– Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία.
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
– Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα,
πάντα πρώτος,
στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία.
Τα ’πε κι απλώθηκε σιωπή πα’ στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα