Οργανωμένη επιχείρηση απαξίωσης του ΣτΕ, με παρακρατικές μεθόδους, στοχοποίηση δικααστών και εκβιασμούς, κατήγγειλε ο Ευ. Βενιζέλος, σε παρέμβασή του στην Ολομέλεια.
«Το μείζον θέμα που αντιμετωπίζει η χώρα, το μείζον θέμα θεσμικής εκτροπής είναι η συστηματική προσπάθεια άσκησης εκβιασμών, είναι η οργανωμένη επιχείρηση απαξίωσης του ΣτΕ, με την ευθύνη της κυβέρνησης που παραβιάζει την εξωτερική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, αλλά και με την ευθύνη μικρού τμήματος μελών της ηγεσίας των δικαστηρίων που εσωτερικεύουν τις επεμβάσεις της κυβέρνησης και δημιουργούν τεράστιο πρόβλημα εσωτερικής ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης», σημείωσε ο κ. Βενιζέλος.
«Η ιστορία των τηλεοπτικών αδειών εξελίσσεται σε υπαρξιακό πρόβλημα για την κυβέρνηση, αλλά και σε μία γιγάντια προσπάθεια, απεγνωσμένη και αναποτελεσματική, υπονόμευσης και ευτελισμού της δικαιοσύνης», πρόσθεσε και επέμεινε ότι «το πρόβλημα των τηλεοπτικών αδειών έχει μετατραπεί σε πρόβλημα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης με μεθόδους παρακράτους, με στοχοποίηση δικαστών, με παραβίαση του σκληρού πυρήνα των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, πράγματα που δεν γίνονται σε κανένα δημοκρατικό κράτος».
Ο κ. Βενιζέλος «προειδοποίησε» ότι η χώρα κινδυνεύει να βρεθεί με διαδικασία αντίστοιχη με εκείνη που κινήθηκε για την Ουγγαρία και την Πολωνία και υπογράμμισε ότι με αυτές τις πρακτικές παραβιάζονται αξίες της ΕΕ, παραβιάζονται οι αρχές του Συμβουλίου της Ευρώπης και η σύμβαση για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Απευθυνόμενος στα κυβερνητικά έδρανα τόνισε: «Κάτω τα χέρια από τη δικαιοσύνη και τους θεσμούς στους οποίους στηρίζεται το κράτος δικαίου».
Ταυτόχρονα, ο κ. Βενιζέλος αναφέρθηκε και στην τροπολογία (σ.σ. αποσύρθηκε ενόψει της διάσκεψης των προέδρων για το ΕΣΡ) του υπουργού Επικρατείας, για την οποία επεσήμανε ότι οδηγούσε στο αυτόματο κλείσιμο των μη αδειοδοτημένων τηλεοπτικών σταθμών και συμπλήρωσε πως ήταν μία τροπολογία που «προσβάλλει το ΣτΕ, που διεξάγει τη διάσκεψή του επί της συνταγματικότητας του βασικού σχετικού νόμου και συνιστά και ομολογία ότι η αρμοδιότητα ανήκει στο ΕΣΡ, έπρεπε να ασκηθεί από αυτό και κακώς υπεξαιρέθηκε από τον υπουργό Επικρατείας».