Στην άκρη του χωριού, πριν από το ρέμα με τις καστανιές, το έδαφος έκανε πολλά σκέρτσα. Ό,τι πρέπει για να παίξουν, για πολλαπλή φορά, κρυφτό ο Βασίλης με την Ελένη!
Μπορεί η μικρή να ήταν δύο χρόνια μικρότερη αλλά σπάνια κατάφερνε να την νικήσει ο δωδεκάχρονος Βασίλης. Κρυβόταν στα πιο απίστευτα μέρη και η αλήθεια είναι πως η ανατολική πλευρά του χωριού ήταν ιδανική για τέτοιες κρυψώνες!! Τη φτούκα την έκανε συνέχεια ο Βασίλης ή στο πετρότοιχο του Πρεκατσοσήφη ή σε κάποια από κείνες τις μεγάλες βελανιδιές.
Ανορθόδοξα η Ελένη ήθελε μόνο να κρύβεται…
Η αλήθεια είναι πως ο ερχομός της στο χωριό, στο σπίτι της γιαγιάς της, ήταν όνειρο για ένα κορίτσι της πόλης. Η γειτονιά δεν είχε πολλά παιδιά αλλά ο Βασιλάκης ήταν γι’ αυτήν η θάλασσα του καλοκαιριού της.
Αυτή τη φορά όμως ο Βασίλης ανησύχησε. Πουθενά η Ελένη και είναι πάνω από είκοσι λεπτά που την ψάχνει.
Φοβήθηκε.
Το μυαλό του πήγε στο ρέμα με τις καστανιές. Μήπως γλίστρησε στο απόκρημνο μέρος άμαθη όπως ήταν; Τρομαγμένος όπως κατηφόριζε την πλαγιά άκουσε το γέλιο της στην κορφή του ρέματος!!
– Φτου ξελευτερία Βασίλη!!! Φτου ξελευτερία!!!, φώναξε και εμφανίσθηκε με τον ήλιο πίσω της να την ντύνει σ’ ένα αστραφτερό φόντο…
Ο μικρός ξεφύσηξε από ανακούφιση και σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο με τα ματωμένα από τις καστανοκουβάρες χέρια του…
Κι ήταν το τελευταίο καλοκαίρι που την είδε….
Από όταν πέθανε η γιαγιά της, η Ελένη δεν ξαναήρθε στο χωριό…
Εβδομήντα χρόνια μετά ο Ποτέ συνάντησε τον Μη Λες Ποτέ σε κάποιον διάδρομο νοσοκομείου.
Με τον εγγονό του ήταν και στην αναμονή ο μικρός έπιασε την κουβέντα με έναν μεσόκοπο κύριο στο απέναντι κάθισμα.
Δίπλα του, η μητέρα του, όπως είπε, ανέκφραστη στο καροτσάκι, με καρφωμένο το βλέμμα στο βάθος του διαδρόμου.
Οταν ο γιος της έκανε τις συστάσεις, ο κυρ Βασίλης σάστισε.
Η Ελένη δεν έδειξε καμία έκφραση και κράτησε σταθερά το βλέμμα της προς την ίδια κατεύθυνση.
Γιος και εγγονός, έπιασαν την ψιλή κουβέντα παράμερα…
– Καμία επαφή με το περιβάλλον, έλεγε ο γιος της, την ώρα που η Ελένη έχοντας σταθερό το βλέμμα στο βάθος του διαδρόμου, ψέλλισε «φτου ξελευτερία Βασίλη…».
Ο Βασίλης με ογδόντα χρόνια στην πλάτη του, ήταν ο μόνος που μπορούσε ν’ ακούσει το ψέλλισμα εκείνου του κόσμου. Γιατί εξάλλου βούρκωσε;